Ο 51χρονος επιχειρηματίας έγραψε μια λέξη και αυτή στα ελληνικά: «διαλεκτική»
«Φωτιά» έχει πάρει, εδώ και ένα 24ωρο, το Google Translate, καθώς οι σχεδόν 110 εκατ. followers του Ελον Μασκ προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το αινιγματικό του tweet στα ελληνικά.
Το post αποτελείται από μία μόνο λέξη: «διαλεκτική».
Από τη στιγμή που δεν συνοδεύεται από κάποια επεξήγηση, οι χρήστες του Twitter προσπαθούν να μαντέψουν τί ακριβώς έχει στο μυαλό του ο πλουσιότερος άνθρωπος της γης, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα φέτος το καλοκαίρι για ένα ολιγοήμερο διάλειμμα από το απαιτητικό πρόγραμμά του.
Τι θέλει να πει ο… ποιητής;
Πολλοί εικάζουν ότι είναι μια ακόμη σιβυλλική παρέμβασή του για τον πόλεμο της Ουκρανίας, στον οποίο έχει εμπλακεί παρουσιάζοντας ακόμα και ένα ειρηνευτικό σχέδιο, ενώ έχουν υπάρξει και πληροφορίες για υποτιθέμενη επαφή του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η διαλεκτική είναι το μέσο για τον έλεγχο και την εξαγωγή συμπερασμάτων, που κατ’αρχήν σημαίνει διάλογος. Η σωκρατική διαλεκτική είναι η σταδιακή αναίρεση των θέσεων του συνομιλητή και στη συνέχεια η σταδιακή προσπάθεια να εξαχθεί ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.
Από το λεξικό του Μανόλη Τριανταφυλλίδη διαβάζουμε: Διαλεκτική η: 1. η τέχνη του επιστημονικού διαλόγου. 2. (φιλοσ.) α. η αναζήτηση της αλήθειας με τη μέθοδο των ερωταποκρίσεων που στηρίχτηκε στη μαιευτική του Σωκράτη. β. φιλοσοφική μέθοδος που ξεκινάει από μία θέση, την οποία στη συνέχεια θέτει σε αμφισβήτηση με την αντιπαράθεση απόψεων, για να καταλήξει στη σύνθεση των αντιθέσεων και με αυτό τον τρόπο στην εύρεση της αντικειμενικής πραγματικότητας. H ~ του Πλάτωνα / του Aριστοτέλη / του Xέγκελ / του Kαντ. H ~ του Mαρξ / του Ένγκελς, ο διαλεκτικός υλισμός. 3. η εσωτερική αντίθεση που υπάρχει σε μια κατάσταση: H ~ της φύσης / της οικονομίας. 1, 2β, 3: σημδ. γερμ. Dialektik < αρχ. διαλεκτική]
Από το λεξικό του Γεώργιου Μπαμπινιώτη διαβάζουμε Διαλεκτική (η) [χωρ. πληθ.] ΦΙΛΟΣ. 1. μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας μέσω μιας διαδικασίας συνεχών ερωταποκρίσων, είτε γενικά μέσω της συζήτησης είτε μέσω του συστηματικού διαλόγου ως μεθόδου ευρέσεώς της. 2. (στην εγελιανή και μαρξική φιλοσοφία) η ιδέα της ενότητας των αντιθέτων στο ιστορικό γίγνεσθαι αλλά και στη σκέψη. 3. (γενικότ-καταχρ.) η δυναμική αλληπείδραση μεταξύ των στοιχείων που συνθέτουν ένα σύνολο, μια κατάσταση: στις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχει ~ , καθένας επηρεάζεται από τον άλλον αλλά και τον επηρεάζει. ΕΤΥΜ. Αντιδάνειο, < γερμ. Dialektik < αρχ. διαλεκτική (ενν. τέχνη) < διαλεκτικός < διαλέγομαι].