23 Ιουλίου 2018. Μία από τις πιο τραγικές ημέρες στις σελίδες της σύγχρονης Ελλάδας, όπου μία ολόκληρη περιοχή λίγο έξω από το κέντρο της Αθήνας χάθηκε στις φλόγες. Ζώα, δάση, σπίτια, αυτοκίνητα... Αλλά κυρίως 102 ανθρώπινες ζωές χάθηκαν στις πύρινες γλώσσες, βυθίζοντας στον θρήνο και το πένθος το Πανελλήνιο.
Η τραγωδία στο Μάτι έχει στοιχειώσει την ψυχή κάθε Έλληνα. Θεωρείται η φονικότερη πυρκαγιά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους και η δεύτερη πιο φονική παγκοσμίως κατά τον 21ο αιώνα, μετά τις πυρκαγιές στην Αυστραλία στις 7 Φεβρουαρίου 2009 που είχαν σκοτώσει 180 άτομα, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια.
Στις 12:03 ξέσπασε πυρκαγιά σε δασική περιοχή ψηλά στα Γεράνεια Όρη, πάνω από την περιοχή της Κινέτας. Στις 16:41 το απόγευμα ξέσπασε δεύτερη πυρκαγιά, κοντά στο Νταού στην Πεντέλη, βόρεια της κεντρικής πλατείας του χωριού. Στην αρχή η πυρκαγιά κατευθυνόταν με φυσιολογικούς ρυθμούς προς την περιοχή του Διονύσου, καίγοντας χαμηλή βλάστηση, με αποτέλεσμα να μην προβλεφθεί ο τεράστιος κίνδυνος που επερχόταν, αλλά γύρω στις 17:10 με 17:30 ο άνεμος ισχυροποιήθηκε απότομα και άλλαξε κατεύθυνση προς τα ανατολικά, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά να βγει γρήγορα εκτός ελέγχου. Η φωτιά στην Πεντέλη εξαπλώθηκε με απίστευτα ταχείς ρυθμούς λόγω της ασυνήθιστα ακραίας ταχύτητας των ανέμων, καθώς οι ριπές ανέμου στο βουνό έφτασαν έως και τα 124 χιλιόμετρα την ώρα, σε συνδυασμό και με υψηλές θερμοκρασίες, κοντά στους 40 °C.
Καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση του ανέμου έπαιξε η τοπογραφία και το μικροκλίμα της περιοχής, τα οποία ευθύνονταν για τη δημιουργία ισχυρών καταβατικών ανέμων κατά μήκος του παραλιακού μετώπου από τη Ραφήνα έως τη Νέα Μάκρη. Ως αποτέλεσμα, η πυρκαγιά κατέκαψε τη βόρεια πλευρά του χωριού του Νταού και κινήθηκε διά μέσου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, προς την ευρύτερη περιοχή της Ραφήνας, στους οικισμούς Νέος Βουτζάς αρχικά και Κόκκινο Λιμανάκι και Μάτι μετέπειτα, μέσα σε λίγα λεπτά. Γύρω στις 18:15 η φωτιά έφτασε στη θάλασσα. Ο παράδεισος μετατράπηκε μέσα σε λίγα λεπτά σε μια πύρινη κόλαση.
Πολλοί κάτοικοι και παραθεριστές δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. Συγκλονίζουν οι ιστορίες των επιζώντων που βρήκαν τους αγαπημένους τους ανθρώπους στάχτη μέσα στα σπίτια τους ή στην αυλή αγκαλιά με το ζώο τους, είτε με κάποιον άλλο συγγενή ή φίλο, γιαγιάδες και παππούδες με τα εγγόνια τους, γονείς με τα παιδιά τους. Άλλοι εγκλωβίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν πεζή ή με τα αυτοκίνητά τους, καθώς παγιδεύτηκαν λόγω του μποτιλιαρίσματος. Σε ένα οικόπεδο δίπλα στη θάλασσα βρέθηκαν 26 νεκροί, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να βρουν την έξοδο για τη θάλασσα και εγκλωβίστηκαν και κάηκαν εκεί. Επίσης, 9 άνθρωποι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τις φλόγες. Όμως, και οι υλικές καταστροφές ήταν τεράστιες, καθώς όλο το Μάτι και οι παρακείμενες περιοχές αποτεφρώθηκαν πλήρως. Πάνω από 1.500 κτίρια υπέστησαν ζημιές και πολλά οχήματα καταστράφηκαν. Στην τραγωδία αυτή έχασαν συνολικά τη ζωή τους 102 άνθρωποι, 48 γυναίκες, 43 άνδρες, 11 παιδιά (1 νήπιο). Το νεότερο θύμα ήταν 6 μηνών και το γηραιότερο 93 χρονών. Από τους νεκρούς ήταν 95 Έλληνες, 2 Πολωνοί, 1 Ιρλανδός, 1 Βέλγος και 1 Γεωργιανός, σύμφωνα με τα στοιχεία. Τουλάχιστον 164 ενήλικες και 23 παιδιά εισήχθησαν στο νοσοκομείο φέροντας τραύματα. Τουλάχιστον 15 εγκαυματίες απεβίωσαν στους επόμενους μήνες στο νοσοκομείο. Οι μαρτυρίες των ιατροδικαστών συγκλόνιζαν για το θέαμα που αντίκριζαν. Συγκλονιστικές μαρτυρίες από τις τελευταίες στιγμές των δικών τους ανθρώπων αλλά και στοιχεία για την έλλειψη ενημέρωσης, οργάνωσης, συντονισμού και έγκαιρης παρέμβασης προκύπτουν από τις καταθέσεις χιλιάδων σελίδων που περιλαμβάνονται στην ογκωδέστατη δικογραφία για τη φονική πυρκαγιά που δημοσίευσε λίγους μήνες μετά την τραγωδία ο "Ελεύθερος Τύπος".
Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και φώναξε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με…»
Η συγκλονιστική περιγραφή της κόρης του ιερέα Σπυρίδωνα Παπαποστόλου, που έχασε τη ζωή του στη θάλασσα, ανάμεσα σε καύτρες που πετούσαν και αγριεμένα κύματα.
«Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάχτυλο ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας μου προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Έπινα και εγώ πολύ νερό. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Ύστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με» και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε «σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα και σε όλους…», σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Ύστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια».
«Έβρεχα το κεφαλάκι της γιαγιάς»
«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα, εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα που χάθηκε στη θάλασσα.
«Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί. . (…) Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία. . (…) Όταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Έμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. . (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια».
«Δεν θα αντέξω μαμά…»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου είπε «…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε. Η μάρτυρας, τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «Δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε».
Ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και μωρό
Ο Ανδρέας Δημητρίου επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφός του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Αμέσως την ειδοποίησε να πάρει το μωρό και να φύγει από το σπίτι. «…Βρήκα τη σύζυγό μου να είναι εγκαυματίας, καθισμένη στην παραλία και τον υιό μου, τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα τη γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να τη μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον υιό μου. Μόλις έφτασα στο δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο Νοσοκομείο Παίδων. Τη γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγός μου νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και έπειτα απεβίωσε».
Τα ντοκουμέντα
Οι συνομιλίες πυροσβεστών, αστυνομικών και τραυματιοφορέων του ΕΚΑΒ που ήρθαν αργότερα στο φως της δημοσιότητας αποκαλύπτουν όσα έγιναν και δεν έγιναν την μοιραία ημέρα, κοστίζοντας τόσες ζωές.
Πηγή: enikos.gr