Επιφύλαξη για το «βιαστικό άνοιγμα των σχολείων» εξέφρασε η τομεάρχης Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στο Mega. Πρόσθεσε μάλιστα πως «όταν υπάρχει τέτοια διάσταση απόψεων στην επιστημονική κοινότητα, για ένα τόσο σοβαρό θέμα, η κυβέρνηση θα έπρεπε να κινηθεί πιο προσεκτικά».
Η βουλευτής είπε ότι «η Γ' Λυκείου, όπου τα παιδιά έχουν να δώσουν πανελλήνιες για την πρόσβασή τους στα πανεπιστήμια, θα πρέπει στοιχειωδώς να ανοίξει για λίγες μέρες», όμως για τις άλλες τάξεις, για τα δημοτικά και τα γυμνάσια, «η ίδια η επιστημονική επιτροπή δεν συμφωνεί για το τι πρέπει να γίνει».
Επισήμανε ότι «τα παιδιά, ιδίως στις ηλικίες του δημοτικού, πρακτικά δεν έχουν απόλυτη κατανόηση των συνθηκών υγιεινής που πρέπει να τηρούνται, ενώ στις τάξεις δεν υπάρχει δυνατότητα για επαρκή τήρηση αποστάσεων όπως σε άλλες χώρες».
Πρόσθεσε ότι το άνοιγμα των σχολείων θα είναι για 20 ημέρες που απομένουν από το σχολικό έτος και ότι συνεπώς «υπάρχει μεγάλο ρίσκο, γιατί αν ξεκινήσει από τα σχολεία μία διασπορά δεν θα μπορεί να είναι ελεγχόμενη. «Γιατί να ληφθεί ένα τέτοιο ρίσκο; Ποιο θα είναι το όφελος;», ρώτησε σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Για τα μέτρα της κυβέρνησης στο επίπεδο της οικονομίας και της εργασίας είπε ότι οδηγούν σε μειώσεις μισθών και συρρίκνωση των θέσεων εργασίας και πως η κυβέρνηση «δεν δημιούργησε κανένα πλαίσιο προστασίας για την ημέρα που θα ανοίξουν οι επιχειρήσεις, ενώ στις ίδιες τις επιχειρήσεις δεν δόθηκε μία πραγματική ένεση ρευστότητας με ζεστό χρήμα».
Τόνισε ότι υπήρχαν δυνατότητες και κεφάλαια ώστε το κράτος να καλύψει τον μισθό των εργαζομένων που πλήττονται και να δώσει μία ένεση ρευστότητας, με 3 δισ. ευρώ μη επιστρεπτέας ενίσχυσης, στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πως με αυτά οι επιχειρήσεις θα υποχρεώνονταν να διατηρήσουν τους ίδιους εργαζόμενους με τις ίδιες σχέσεις εργασίας.
Ανέφερε ότι το επίπεδο της επικείμενης ύφεσης «είναι ως ένα βαθμό αντικειμενικό», όμως «έχει ευθύνη η κυβέρνηση για το μέγεθος της ύφεσης, διότι δεν έλαβε γενναία οικονομικά μέτρα στήριξης της αγοράς και των εργαζομένων».