Το Σαββατόβραδο του… Στέλιου

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΥΣΤΑ

Δεν είχα ξαναπάει σε αυτή την γειτονιά και μου έκανε εντύπωση ότι είχε μείνει ανέπαφη ίσως ταίριαζε κοντά στην δεκαετία του 1960. Και όχι μόνο η γειτονιά αλλά και οι άνθρωποι, καθώς δυό γειτόνισσες αντικριστά ασβέστωναν τις μάντρες της αυλής τους για να υποδεχθούν την άνοιξη.
Και μου ήλθαν στην θύμηση, οι μάντρες στις αυλές, όταν δεκάχρονο παιδάκι παίζαμε στους ακόμη χωμάτινους δρόμους σε μια όμορφη κεντρική συνοικία της Αθήνας, στο Κουκάκι, που παραμένει ακόμη να είναι όμορφη και θελκτική.

Ήταν και δύο μάντρες με ασβεστωμένους τοίχους που είχαν στην μέση δύο μεγάλες μουριές και για ντεκόρ γκαζοντενεκέδες με βασιλικό, στα πάτωμα χαλικάκι ψιλό και λιγοστές ψάθινες καρέκλες.
Γέμιζαν τα ανοιξιάτικα Σαββατόβραδα από τους εργένηδες και τους «εμιγκρέδες» της γειτονιάς και η Μαρκοπουλιώτικη ρετσίνα παρέα με το τζουκ μποξ, μαλάκωνε την καρδιά και φούντωνε την πίκρα…. 
Στην μάντρα της γειτονιάς μας, στην γωνία Ζαχαρίτσα και Τούσα Μπότσαρη, σκαρφάλωνε κάθε άνοιξη το αγιόκλημα και το γιασεμί κι ανάμεσά τους κάθε βράδυ ζωντάνευε το «τζουκ-μποξ» που χάριζε απλόχερα το παράπονο και τα …αχ του Καζαντζίδη, που έφευγαν από την αυλή και τρύπωναν στα ανοικτά παράθυρα και μπαλκόνια, χάϊδευαν τους τοίχους, μάζευαν δάκρυα, πόνο κι ελπίδα και έβρισκαν τα μισοάδεια μπακιρένια κατρούτσα όταν ξαναγύριζαν ανακουφισμένα στα τραπεζάκια της μάντρας… 
«Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη Παίζουν τον έρωτα κρυφά στις μάντρες τα παιδιά.
…………………………………………….
Πάει κι απόψε τ’όμορφο τ’όμορφο τ’απόβραδο από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι»
Αχ να ’ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο……»
…………………………………………………
Αναφέρει σε άρθρο του ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος
«Γεννήθηκε με το παράπονο. Ούτε η επιτυχία και τα χρήματα που ήρθαν ούτε η λατρεία των θαυμαστών του κατόρθωσαν να τον παρηγορήσουν. 
Τις δεκαετίες '50-'60 οι Έλληνες ζούσαν υπό τραγικές συνθήκες• η οικονομική εξαθλίωση, η αναγκαστική μετανάστευση, η αδικία, τα βάσανα και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί είχαν κάνει τη ζωή τους απελπισία. 
Η άρχουσα τάξη της χώρας προσέβλεπε στη Δύση και περιφρονούσε έως εξοστρακισμού κάθε στοιχείο λαϊκής έκφρασης που δεν είχε το δυτικό του αντίστοιχο. Το ρεμπέτικο τραγούδι είχε σβήσει μέσα στις περιθωριακές ομάδες που εκπροσωπούσε, και στο κρατικό ραδιόφωνο και στα κοσμικά κέντρα της εποχής έπαιζαν δυτικότροπα ελαφρά τραγούδια, μάμπο, τσατσά και ρούμπες. 
Τότε ακούστηκε ο Στέλιος. 
Μια κρυστάλλινη, αρρενωπή φωνή με κύρος πέρναγε πάνω από τις στέγες των φτωχόσπιτων και συναντούσε τους ανθρώπους στους δρόμους, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις αυλές των σπιτιών• έμπαινε από τις ανοιχτές πόρτες στα δωμάτια που έμεναν ολόκληρες οικογένειες και τους έκανε να σωπάσουν συλλογισμένοι. Ήταν μια φωνή που τραγουδούσε τα δικά τους βάσανα, τα ανύψωνε σε δραματικές σφαίρες, και σε ορισμένες περιπτώσεις τούς προσέδιδε διαστάσεις έπους. 
Τα τραγούδια του Στέλιου είναι ένα μεγάλης ακρίβειας ρεπορτάζ των παθών και των αισθημάτων του ελληνικού λαού. Πήρε πάνω του όλο το ψυχικό φορτίο για τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τον ξεριζωμό και το χαμένο όνειρο. Αλλά δεν έγινε απλώς ένας χαρισματικός διαμεσολαβητής μεταξύ κάποιου συνθέτη και των ακροατών στα μαύρα χρόνια. 
Ήταν ο ίδιος απαρηγόρητος…..»
………………………………………………..
Και η φωνή του συνέχιζε να ταξιδεύει πάνω στα κεραμίδια και στις νοτισμένες αυλές.
«Άντρες σχολάν απ’ τη δουλειά και τον βαρύ καημό τους
Να θάψουν κατεβαίνουνε στο υπόγειο καπηλειό
Και το φεγγάρι ντύνει, λες, με τ’ άσπρο νυφικό του 
Τις κοπελιές που πλένονται στο φτωχοπλυσταρίο»
Αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια» ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
«Έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό το μαγικό τραγούδι, που αγκαλιάζει ολόκληρη την Ελλάδα, με τους χυμούς της, τους αγώνες της, τις γειτονιές της, να το τραγουδάει κάποιος άλλος εκτός από τον Καζαντζίδη……..»
Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό το τραγούδι με γυρίζει πίσω πολύ και μου θυμίζει κάποια Μεγάλη Παρασκευή….. που κάθε φορά ξαναγύριζα και πάλι στην Πάτρα.
Η Μεγάλη Παρασκευή των παιδικών μου χρόνων είναι απόλυτα συνδεδεμένη με
-την μπάντα του Δήμου, που συνόδευε τον επιτάφιο με τη σύνθεση του μαέστρου Θ. Κάββουρα, το πένθιμο εμβατήριο «Marcia Funebre Lacrimosa», 
-τις ταινίες «ο Βασιλεύς των Βασιλέων» και «Η Ωραιότερη Ιστορία του Κόσμου», που βλέπαμε από το πρωί δύο και τρεις φορές συνέχεια στο ΡΕΞ, Γούναρη και Κανακάρη, 
-την ορφανή (χωρίς λάδι) χοντρομπίγουλη με ντομάτα και
- το «Σαββατόβραδο» με τους υπέροχους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη και με το σπαρακτικό… αχ του μοναδικού Στέλιου, να βγαίνει από την ασβεστωμένη μάντρα και να κόβει βόλτες στην γειτονιά μας….

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ