Η τελευταία απεργία των δημοσιογράφων πέρασε απαρατήρητη από το ευρύ κοινό, γεγονός που θα έπρεπε να είναι σοβαρό αντικείμενο προβληματισμού για τις συνδικαλιστικές ενώσεις τους και όχι μόνον. Όπως, βέβαια, το αύριο της επαγγελματικής δημοσιογραφίας είναι ένα θέμα πολύ σοβαρότερο από την επιβίωση του Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφάλισης-Περίθαλψης (ΕΔΟΕΑΠ), όπου ΔΕΝ υπάγονται όλοι οι δημοσιογράφοι, όπως λαθεμένα πιστεύουμε. Αυτή, όμως, είναι μία άλλη θλιβερή ιστορία που δεν αφορά το παρόν σημείωμα. Ας επανέλθουμε λοιπόν στο γιατί η τελευταία απεργία των δημοσιογράφων πέρασε απαρατήρητη και πώς η αδιαφορία αυτή θα αυξάνεται.
Πριν 19 χρόνια ακριβώς, σε συνάντηση των μελών της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συντακτών στην Πάτρα, ως εκπρόσωπος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) στην οποία ήμουν πρόεδρος, είχα επισημάνει στους συναδέλφους μου δύο εξελίξεις:
*Η πρώτη αφορούσε την σε βάθος χρόνου κατάργηση ενός φόρου υπέρ τρίτων, που ήταν το αγγελιόσημο –πράγμα που έγινε το 2015.
*Η δεύτερη αφορούσε την ραγδαία εξάπλωση του Διαδικτύου, μέσω του οποίου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα καταργούσαν τα εκδοτικά δικαιώματα και θα επέτρεπαν στον καθένα να δημοσιογραφεί –αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει στο τριμηνιαίο περιοδικό Δημοσιογραφία ο Μιχάλης Παναγιωτάκης, αναλυτής Διαδικτύου και δημοσιογράφος, «κάποτε, στα τέλη του 20ου αιώνα, οι απεργίες των δημοσιογράφων είχαν άμεση επίδραση στους πολίτες αυτής της χώρας. Προκαλούσαν ένα αισθητό κενό ενημέρωσης. Οι εφημερίδες που δεν έβγαιναν, οι ειδήσεις στα ραδιόφωνα και τα κανάλια που δεν μεταδίδονταν, γινόντουσαν αντιληπτές σαν μία ενοχλητική σιωπή. Τα Μέσα πληροφόρησης για το τί γίνεται στον κόσμο και στην χώρα, ήταν κλειστά. Κάθε δημόσιος διάλογος έπαυε.
»Σήμερα, καμμία απεργία δημοσιογράφων δεν δημιουργεί την ίδια αίσθηση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην απαξίωση της δημοσιογραφίας παντού, και με ιδιαίτερη ένταση –για πολλούς συγκυριακούς και συστημικούς λόγους– ειδικά στην χώρα μας. Όμως, κυρίως οφείλεται στην δραματική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ενημερώνεται ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των πολιτών.
»Στην Ελλάδα και στον κόσμο ολόκληρο, το Διαδίκτυο ανέτρεψε το μοντέλο διάδοσης και παραγωγής της ενημέρωσης. “Εκδημοκράτισε” και κατέστησε απλή την “έκδοση” πάσης φύσεως δημοσιογραφικών ή ενημερωτικών εγχειρημάτων σε όλο το φάσμα –από το ερασιτεχνικό και το ακτιβιστικό μέχρι τα διάφορα ενημερωτικά “μικρομάγαζα” κάθε είδους. Η κυριαρχία των social media (κοινωνικών μέσων ή μέσων κοινωνικής δικτύωσης –ΜΚΔ), στην συνέχεια, άλλαξε τελείως τους τρόπους διάχυσης της είδησης και “προσωποποίησε” τις ροές ειδήσεων και πληροφορίας. Οι αλλαγές αυτές δεν είναι κάτι το δευτερεύον. Επηρεάζουν και μεταβάλλουν δραστικά ολόκληρο το οικοσύστημα της πληροφόρησης και της δημόσιας συζήτησης. Σπάζουν μερικώς (συχνά εικονικά) την ασυμμετρία μεταξύ πομπού και δέκτη της πληροφόρησης. Αλλάζουν τις πρακτικές και τις δεξιότητες που απαιτούνται από δημοσιογράφους, δημοσιολογούντες και αναγνώστες. Και αυξάνουν τον λόγο θορύβου προς σήμα της διαχεόμενης πληροφορίας.
»Στην πορεία δημιουργούν, ή μάλλον επεκτείνουν από εκεί που την είχε αφήσει η τηλεόραση, μία έρημο του κατά Μποντριγιάρ “υπερπραγματικού”, και αναδεικνύονται σε υπονομευτές της δυνατότητας για έλλογη συζήτηση, κάτι που επικρεμόταν πάντα σαν ένας από τους λανθάνοντες κινδύνους (ή στόχους;) της μαζικοποίησης των Μέσων ενημέρωσης και της συγκεντρωτικής εμπορευματοποίησής τους».
Είναι έτσι κατάδηλο ότι στο επικοινωνιακό και δημοσιογραφικό τοπίο διαμορφώνεται μία εντελώς ανατρεπτική κατάσταση σε σχέση με το παρελθόν, η οποία έχει ήδη αισθητές προεκτάσεις στην οικονομία, την πολιτική και τις κοινωνικές συμπεριφορές. Και οι τελευταίες είναι αμφίβολο σε ποιον βαθμό γίνονται αντιληπτές από τους εμπλεκόμενους στην επικοινωνία και την πληροφόρηση. Τα γεγονότα όμως είναι παρόντα και συμβαίνει να έχουν πείσμα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την ποσοτική τους αρχή: Πυλώνας πλέον της ενημέρωσης σαν μέσο είναι το διαδίκτυο. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στην Ελλάδα, το 2014, το 68% περίπου του πληθυσμού έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Το ποσοστό στους κάτω των 44 ετών είναι 83% και πάνω, σε αντίστροφη αναλογία με την ηλικία. Από αυτούς, το 85% διαβάζει ειδήσεις online. Το 65% (που γίνεται 88% στις μικρές ηλικίες) μπαίνει στις σελίδες υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης (όπως Facebook, Twitter, Instagram κλπ.). Μπορούμε λοιπόν να δούμε πως, κατά μέσον όρο, ήδη στην Ελλάδα, πάνω από τους μισούς κατοίκους της χώρας ενημερώνονται από το Διαδίκτυο. Αν συνυπολογιστεί και η χρήση των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης (που φιλοξενούν ενημερωτικούς συνδέσμους κάθε είδους) το ποσοστό γίνεται τεράστιο, ιδίως στις ενεργές ηλικίες.
Στις ΗΠΑ, το 63% των χρηστών του Facebook και του Twitter δήλωναν το καλοκαίρι του 2015 στην Pew Research ότι οι πλατφόρμες αυτές κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν και την βασική τους πηγή ειδησεογραφικής πληροφόρησης. Συνεπώς, στο κέντρο της «κατανάλωσης περιεχομένου» γενικά και ειδησεογραφίας (και ανάλυσης) ειδικά, βρίσκονται όλο και περισσότερο τα ΜΚΔ. Οι πλατφόρμες τους αποτελούν τα νέα «αμφίδρομα» κανάλια. Ήδη, στους περισσότερους ειδησεογραφικούς ιστοχώρους οι παραπομπές συνδέσεων από το Facebook είναι, εδώ και 3-4 χρόνια τουλάχιστον, πολύ περισσότερες από εκείνες από το Google.
Γίνεται έτσι ηλίου φαεινότερον από αυτά που προηγούνται ότι, με ταχύτατο πλέον ρυθμό, τα ΜΚΔ, που θα έπρεπε να διαχωρίζονται από τα media, είναι βασικοί κόμβοι στο δίκτυο της πολιτικής οικονομίας των «νέων» μορφών επικοινωνίας. Σαφώς δε μεταβάλλεται άρδην και το δημοσιογραφικό περιβάλλον. Και από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως το Βαρόμετρο Εμπιστοσύνης της Edelman για το 2016, σε 28 χώρες, δείχνει πως πιο αξιόπιστες πηγές ειδήσεων θεωρούνται από τους πολίτες των χωρών αυτών οι μηχανές αναζήτησης. Η ψαλίδα μεταξύ των παραδοσιακών Μέσων (στα οποία περιλαμβάνονται βέβαια και τα διαδικτυακά τους σκέλη) και των αμιγώς διαδικτυακών κλείνει –με αυξανόμενη την αξιοπιστία και των ΜΚΔ. Ειδικά στους κάτω των 33, η ψαλίδα αυτή έχει κλείσει ήδη και ως προς τα διαδικτυακά ΜΜΕ όσο και ως προς τα ΜΚΔ.
Πρόκειται συνεπώς για μία ριζικά νέα κατάσταση, η οποία, όπως θα δούμε με ξεχωριστό σημείωμά μας, κυριαρχεί πλέον απόλυτα στην Ελλάδα. Με αποτέλεσμα, κοινό και επιχειρήσεις να είναι εύκολοι στόχοι της παραπληροφόρησης και της παραδημοσιογραφίας –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική δραστηριότητα και τις κοινωνικές ισορροπίες στην χώρα μας. Ακόμα χειρότερα, όπως προσωπικά έχουμε καταγράψει, μέσα στο τοπίο αυτό πληθαίνουν τα κρούσματα εκβιασμού επιχειρήσεων και κατασυκοφάντησης «επωνύμων» πολιτών, τα οποία, για ευνόητους λόγους, συνήθως δεν γίνονται γνωστά.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι πώς αντιμετωπίζουν η κοινωνία και οι οικονομικοί της θεσμοί τις εξελίξεις και πόσο σοβαρά τις αντιλαμβάνονται.