Ο περίπλους του Κορινθιακού το 1874!...

του φανη ζουροπουλου*

Ο Αυστριακός Αριστοκράτης Ludwing Salvator, φιλομαθής φυσιοδίφης, περιοδεύων ερευνητής, άοκνος εθνογράφος, δεξιότατος ιχνογράφος και ζωγράφος, πολύγλωσσος, δεινός θαλασσοπόρος και πολυγραφότατος συγγραφέας  γεννήθηκε το 1847 στο Palozzo Pitti της Φλωρεντίας. Ήταν τρίτος γιός του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης Λεοπόλδου Β’ και της Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας Αντωνέτας του γένους των Βουρβώνων. Μετά τη ενοποίηση της Ιταλίας και την εκδίωξη των Αμβούργων από την Τοσκάνη το 1859 ο Λεοπόλδος εγκαθίσταται με την οικογένειά του στον οικογενειακό πύργο, στο Brandeis anderElbe, βόρεια της Πράγας.

Ο LudwingSalvator σπουδάζει στη Βιέννη, συνεχίζει στην Πράγα, ταξιδεύει σε ευρωπαϊκές χώρες, γίνεται συνταγματάρχης του Αυστριακού στρατού, όμως δεν του αρέσει το επάγγελμα του στρατιωτικού και προτιμά τις σπουδές, την συγγραφή βιβλίων, τις εξερευνήσεις και την καταγραφή νέων τόπων.

Στα πλαίσια αυτά και αφού περιόδευσε και κατέγραψε φοβερές εμπειρίες την Άνοιξη του 1874 βρέθηκε με το τέλειο σκάφος του και το έμπειρο πλήρωμά του στην είσοδο του Κορινθιακού. Ξεκινάει ένα ερευνητικό ταξίδι προς την έξοδο του στο Ιόνιο, καταγράφοντας δεξιά και αριστερά, ιχνογραφεί ότι βλέπει, φτιάχνοντας τον πρώτο χάρτη της περιοχής. Μας άφησε ένα πολύτιμο, αντικείμενο, ειλικρινές και εμπλουτισμένο με καλλιτεχνικές πινελιές έργο, μιας περιοχής που βρίσκεται σε μια εποχή μετάβασης από τον Οθωμανικό ζυγό στο νέο Ελληνικό κράτος, μιας Ελλάδας που αντιστέκεται, οδοιπορεί και πλέει αδιάλειπτα στον ιστορικό χρόνο.

Αναδημοσιεύουμε ακριβώς το κείμενο των περιγραφών του   Ludwing Salvator, από την Ακράτα μέχρι το Λαμπίρι που δίνουν την πρώτη και αυθεντική κατάσταση της περιοχής μας. Ένα κείμενο – ζωγραφιά που πρέπει να μείνει παρακαταθήκη για τους επόμενους μελετητές – ιστορικούς.  Δεν αλλάξαμε ούτε λέξη από το συγκλονιστικό αυτό κείμενο που βγαίνει για πρώτη φορά στην δημοσιότητα. Απολαύστε το :

Το Δερβένι

Μετά την εκβολή ενός χειμάρρου (με κοίτη γεμάτη κροκάλες) ακολουθεί το μεγαλύτερο χωριό Δερβένι, στο μυχό του όρμου, προστατευμένο στα ανατολικά από τη μύτη του ακρωτηρίου. Το πλούσιο και περιποιημένο αυτό χωριό κατοικείται από 55 περίπου οικογένειες κι έχει μακρύ, καλοστρωμένο χωματόδρομο που στενεύει προς τα νοτιοδυτικά. Τα σπίτια είναι πέτρινα, με σιδεροδεσιές, κι έχουν συχνά ξύλινα τόξα πάνω από παράθυρα και πόρτες. Είναι όλα σύγχρονα, όπως και τα μαγαζιά που στεγάζονται στα ισόγεια τους. Ένα μόνο μαγαζί στεγάζεται σε κλειστό υπόστεγο, όπως είναι το συνήθειο στα τούρκικα παζάρια. Σε μικρό ύψωμα είναι χτισμένη η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, στην οποία ανεβαίνει απότομο στενό καλντερίμι. Έχει επίπεδη στέγη εγγεγραμμένη στο περίγραμμα του κτηρίου, στηριγμένη σε ξύλινους πεσσούς με τόξα, ξύλινο σκαλιστό τέμπλο και πάνω από την είσοδο υπερώο με τουρκικό καφασωτό. Το δάπεδο είναι στρωμένο με μαλτεζόπλακες. Υπέροχη είναι η θέα από αυτό το σημείο: βλέπει κανείς τον κόλπο και τη Σκάλα Σαλώνων απέναντι, καθώς και το γυμνό ακρωτήρι του Αγίου Νικολάου. Από κάτω απλώνονται κήποι με λεμονιές και πορτοκαλιές, ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν κι αρκετές ροδιές, μουριές και συκιές. Οι κήποι ποτίζονται με τα νερά του ποταμού. Το χωριό έχει όμως και πολύ καλό πηγαδίσιο νερό. Ο τόπος παράγει καλό λευκό κρασί.

Οι λόφοι πίσω από το Δερβένι έχουν ελιές και αμπέλια. Στην ακτή υπάρχει κεραμιδοκάμινο κι ακολουθεί το χωριό Πεταλού, που έχει ελάχιστα σπίτια και ασβεστωμένη εκκλησία, εμε εξέχουσα εξωτερικά αψίδα, αφιερωμένη στον Άγιο Ανδρέα. Επιβλητικό  και  άγριο με τις ορθοπλαγιές του από μονοκόμματα βράχια μοιάζει από δω το βουνό της Εβροστίνας, δασωμένο στην κορυφή και στις υπώρειές του. Πάνω από την Πεταλού, στην κοιλάδα που ανεβαίνει τους πρόποδες της Εβροστίνας, υπάρχει και άλλο μικρό χωριό, με μια εκκλησίαπου έχει καμπαναριό με καμάρα. Κάτω ακριβώς από το χωριό, μικρός χείμαρρος περνάει ανάμεσα στους πυκνούς ελαιώνες κι ακλουθώντας την κοιλάδα χύνεται στη θάλασσα.

Προς την Ακράτα (Αιγές)

Η μικρή προβολή της στεριάς με το φρούριο του Παλιοκάστρου, για το οποίο θα μιλήσουμε αργότερα, έχει χωράφια κι αμπέλια και καταλήγει σε μικρή βραχώδη μύτη. Ακολουθεί μικρός όρμος, με αμπέλια που φτάνουν ως το γιαλό και λίγα ερειπωμένα σπίτια. Ανάμεσα στα δέντρα ξεχωρίζουν ερείπια πιο επιβλητικά, που έχουν το όνομα Γλινός. Εκεί μπροστά χώνεται η θάλασσα μικρή αμμώδης μύτη, την οποία σχηματίζει η εκβολή του χειμάρρου Βλοβοκάτη (Κριός). Ο χείμαρρος κατεβαίνει από μια βαθιά κοιλάδα. Στη συνέχεια απλώνεται η ακτή της Ακράτας, όπου υπάρχουν αρκετά παραλιακά σπίτια, φτάνοντας ως το ομώνυμο ακρωτήριο. Συνολικά είναι 14 σπίτια, μερικά με υπόστεγα, όλα πετρόχτιστα. Τον καιρό του τρύγου αποθηκεύεται εδώ η σταφίδα, ενώ οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν  τους επτά. Στο βάθος σχεδόν του μυχού ανοίγεται μικρή κοιλάδα, απ’ όπου κυλάει ποταμάκι με κοίτη από ψιλή άμμο και χωμάτινες όχθες. Στην άκρη υπάρχουν τρία πηγάδια με χτιστό επίπεδο στόμιο. Έχουν και τα τρία νερό και πέτρινες ποτίστρες δίπλα τους. Τα δύο βρίσκονται στην απέναντι όχθη του χειμάρρου, το ένα μπροστά σε ένα καπηλειό. Προς τη μύτη του ακρωτηρίου υπάρχουν κι άλλα, άλλα  γεμάτα χώματα. Το ακρωτήρι έχει χαμηλή ράχη, που πέφτει απότομα προς τα κάτω. Στην ακτή του, που αποτελείται από νεότερα κροκαλοπαγή βράχια και είναι γεμάτη αγκαθιές, στέκουν και τρία απομονωμένα σπίτια. Στο ύψος του ακρωτηρίου της Ακράτας είναι χτισμένο πάνω στα βράχια το μικρό ομώνυμο χωριό, όπου τώρα κατοικούν 4-5 οικογένειες, αυτή είναι η σημερινή κατάντια των αρχαίων Αιγών, που είχαν μεγαλόπρεπο ναό του Ποσειδώνα. Τα λιγοστά σπίτια είναι πετρόχτιστα, έχουν  υπόστεγα και ξύλινα υποστηρίγματα και πόρτες με λίθινο υπέρθυρο, κάποιες από τις οποίες φέρουν περιμετρικά τούρκικο διάκοσμο. Το χωριουδάκι είναι γραφικό κι όμορφο, περιτριγυρισμένο από μουριές, ροδιές, λεμονιές και ελιές. Οι κήποι έχουν φράχτες από πασσάλους μπηγμένους στο χώμα και πλεγμένα κλαριά. Η θέα από δω προς τον τριπλό όρμο του Δερβενίου και την Εβροστίνα είναι θαυμάσια. Στο πάνω μέρος του χωριού βρίσκεται η σχετικά μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, με επίπεδη στέγη, τρούλο στηριγμένο σε οκταγωνική βάση με και πλευρική πύλη εισόδου με τρία τόξα. Το απλό εσωτερικό του ναού έχει γύψινο τέμπλο. Σε αυτή την εκκλησία ανήκουν και τα σπίτια από κάτω, καθώς κι εκείνα που σχηματίζουν μικρό οικισμό προς τα μέσα, στην πλαγιά. Πίσω από το χωριό ανεβαίνει η μαλακή πλαγιά ράχης που σχηματίζει το ακρωτήριο, πλαγιά γεμάτη σκίνα κι ελιές. Ακολουθεί δεύτερη με ελιές και αμπέλια (που δίνουν κρασί και σταφίδα) σ’ αυτή συναντάμε αρχαίο γκρεμισμένο τείχος  και σπασμένα αγγεία.

Στον Κραθιά

Στους πρόποδες του λόφου και στην αρχή της ράχης του ακρωτηρίου, μισοκρυμμένο ανάμεσα σ’ ελιές , λεμονιές μουριές, κλαίουσες, ιτιές και κυπαρίσσια, απολαμβάνοντας την ευεργετική δροσιά της σκιάς τους, είναι το χωριό Κραθιάς, με 150 περίπου οικογένειες κι 140 σπίτια. Έχουν γίνει δαπανηρές εγκαταστάσεις για την ύδρευση του χωριού από πηγή ψηλά στο βουνό, και τώρα ο Κραθιάς έχει τέσσερις βρύσες με καμάρα. Τα σπίτια είναι πέτρινα με ξυλοδεσιές, σκόρπια χτισμένα τα περισσότερα, άλλα υψηλότερα και άλλα χαμηλότερα. Πολλά έχουν χαγιάτια με ξύλινα μπαλκόνια κι εξωτερικές ξύλινες σκάλες, που συχνά στηρίζονται σε χτιστές κολόνες με τόξα. Οι πόρτες τους έχουν αψιδωτό μονοκόμματο υπέρθυρο, άλλοτε πέτρινο και άλλοτε ξύλινο. Ένα μεγαλύτερο σπίτι, που προφανώς ανήκει σε κάποιον εύπορο άνθρωπο , έχει δικό του κήπο με πορτοκαλιές και λεμονιές, είσοδο με τετράριχτο υπόστεγο κι εξωτερικές τούρκικες καμινάδες. Το χωριό έχει δύο μικρές πλατείες: στη μια βρίσκεται το καφενείο και μερικά μαγαζάκια, στην άλλη το σχολείο κι η εκκλησία. Το σχολείο είναι ένα περιποιημένο κτήριο , η είσοδος έχει τρεις αψίδες κι αέτωμα και οδηγεί σε δύο ωραίες κι ευάερες αίθουσες διδασκαλίας. Η εκκλησία του Άγιου Χαράλαμπου είναι ένα μακρόστενο κτίριο με τρίτοξο καμπαναριό, τρεις κυκλικές αψίδες στον μπροστινό τοίχο του ιερού και κυκλικό τρούλο στηριγμένο σε δύο σειρές ημικυκλικών τόξων. Δίπλα στην πλευρική είσοδο, που χωρίζεται σε τρία μικρά τόξα, βρίσκεται πελώρια αναρριχόμενη τριανταφυλλιά, φορτωμένη άνθη. Στο εσωτερικό του ναού η στέγη είναι επίπεδη εγγεγραμμένη στο περίγραμμα του κτιρίου. Υπάρχουν δύο τοξωτά παράθυρα σε κάθε πλευρά σε κάθε πλευρά, στασίδια ολόγυρα, υπερώο με καφασωτό μέχρι κάτω και γυναικωνίτης, χρυσοποίκιλτο τέμπλο. Το χωριό δείχνει πλούσιο. Παράγει λάδι, σταφίδα και κρασί, που καλύπτουν ίσα-ίσα τις ανάγκες των ντόπιων, αλλά πολύ μετάξι.

Στη Βλοβοκά (Αιγές)

Το μονοπάτι ξεκινάει από τη μαρίνα και μέσω της κοιλάδας του ποταμού Βλοβοκάτη(πότε ανεβαίνοντας στην πλαγιά και πότε προχωρώντας μέσα στην κοίτη του χειμάρρου, την οποία  περνάει πολλές φορές) φτάνει στο χωριό Βλοβοκά (Αιγές). Στις όχθες του καλλιεργούνται αμπέλια και λίγες ελιές. Δεξιά στο ύψωμα βλέπουμε (ανάμεσα σε αμπέλια κι ελιές επίσης) τα 60 περίπου σκόρπια σπίτια του χωριού Βελά, που έχει εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Σπυρίδωνα. Η κοιλάδα γίνεται πιο απότομη, βλέπουμε στον πυθμένα της μεγάλα πεσμένα κροκαλοπαγή βράχια ανάμεσα στις πικροδάφνες και στα σκίνα, και τέλος συναντάμε γεφύρι με ψηλό τόξο, τουρκικής κατασκευής, κάποτε περνούσε το ποτάμι, τώρα είναι απλά μια γραφική εικόνα με φόντο τις απότομες ορθροπλαγιές της Εβροστίνας. Στ’ αστέρια βλέπουμε τις διαστρωματώσεις του πέτρινου φυσικού αυτού τείχους από μάργα και μια διακλαδιζόμενη κοίτη, που ανήκει στο Παλαιόκαστρο. Πάνω στα βράχια ακουμπούν τα  τρία τόξα του υδραγωγού που φέρνει νερό από τον ποταμό. Στη συνέχεια φτάνουμε σε έναν παρατημένο νερόμυλο. Στα αριστερά μας έχουμε την Εβροστίνα, στα δεξιά μας τις στρογγυλές χιονισμένες κορφές των Βελιανιτίκων. Οι πλαγιές τους είναι σκεπασμένες με σκίνα, πεύκα και αγριελιές, αργότερα όμως συναντάμε κι αμπέλια. Δεξιά συναντάμε ένα μεγάλο σπίτι και λίγο ψηλότερα απ’ αυτό βλέπουμε κι άλλα. Η κοιλάδα πλαταίνει κι ανοίγει, βλέπει κανείς μέχρι κάτω το χωριό Βλοβοκά, δεξιά στην πλαγιά τον οικισμό Βερσοβά (Χρυσάνθιο) και στην κορυφή το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Η βαθιά κοιλάδα με τον πυθμένα από μάργα χωρίζεται κάτω από την Βλοβοκά σε δύο χωριστούς χείμαρρους με άφθονο νερόκαι το μονοπάτι προχωράει ανάμεσα σε σκόρπια βράχια  στη ράχη που είναι μεταξύ τους. Η Βλοβοκά είναι ένα γραφικότατο  χωριό στη ρίζα των κάθετων κροκαλοπαγών βράχων της Εβροστίναςαπό όπου σε πολλά σημεία αναβλύζουν νερά. Έχει 70 περίπου σπίτια κι άλλες τόσες οικογένειες. Τα σπίτια είναι χτισμένα στη σκιά μεγάλων πλατάνων (των συνηθισμένων Platanusorientalis), πάνω στους οποίους αναρριχώνται αγριοκλήματα. Είναι πέτρινα, το χωριό δεν υπέστη πολλές ζημιές στο σεισμό του 1861. Ενώ τα Σάλωνα κι οι Δελφοί καταστράφηκαν, εδώ τον σεισμό ίσα που τον  ένιωσαν. Στο άκρο της πλαγιάς, που καλλιεργείται σε φροντισμένες αναβαθμίδες, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Περιβάλλεται από κυπαρίσσια, ενώ στις γωνιές του προαύλιου χώρου της υπάρχουν και λίγα λιόδεντρα. Στην είσοδο μπροστά είναι φυτεμένη μια νεαρή μοσχοϊτιά (Elegnusangustifolia). Η εκκλησία είναι μεγάλη, με λιτή εξωτερική όψη και εντυπωσιακό εσωτερικό: η επίπεδη στέγη έχει τρία τόξα από κάθε πλευρά στηριγμένα σε κίονες, ξυλόγλυπτο τέμπλο και γυναικωνίτη με χαμηλό κιγκλίδωμα κάτω.

Στο Παλαιόκαστρο και στην Αιγείρα

Από τη Βλοβοκά θέλει κανείς μια ώρα για να φτάσει στη Βεργουβίτσα (Μοναστήρι) που βρίσκεται στην πίσω μεριά του βουνού κι έχει 80 σπίτια, ενώ μισή ώρα αρκεί για το Παλαιόκαστρο. Σε αυτό το δεύτερο κατευθυνόμαστε. Προχωρώντας στη ρίζα των απότομων ορθοπλαγιών την Εβροστίνας, φτάνουμε σε ένα γεφύρι πνιγμένο στους κισσούς, τις αγριοβατομουριές και τα σκιερά πλατάνια. Από κάτω του περνούν κελαρύζοντας τα νερά, ενώ γύρω του μαζεύονται την ώρα του μεσημεριού τα κατσίκια για να σταλίσουν. Όταν περάσουμε το γεφύρι, συναντάμε μια στενή κι απότομη κοιλάδα με λυγερά ψηλά πλατάνια, το νερό εδώ αναβλύζει από βράχια που τα σκεπάζουν μούσκλια και φτέρες. Στην κροκαλοπαγή μάργα της πλαγιάς βλέπουμε λίγο πιο κάτω μια τούρκικη βρύση με διπλή γούρνα και το μονοπάτι (σε έδαφος πετρώδες, από χονδροκρυσταλλικό ψαμμίτη με ασβεστόλιθο συνδετικό υλικό) μας οδηγεί στην κορυφή του υψώματος, στο Παλαιόκαστρο. Ο οχυρός αυτός λόφος με το φρούριό του (που αποτελεί ένα αυτόνομο σύνολο) ήταν η Ακρόπολη της αρχαίας Αιγείρας. Στη ράχη του διάσελου βλέπουμε τείχη από ακανόνιστες πέτρες πλίνθους σε οριζόντιες σειρές, ενώ από την άλλη μεριά υπάρχει επιβλητικός όγκος από κροκαλοπαγή βράχο και πέντε μισογκρεμισμένες επιμήκεις καμάρες, που σχηματίζουν χωριστά δωμάτια, το ύψος τους δεν ξεπερνάει το ανάστημα  ενός άνδρα κι είναι απέξω ασοβάτιστα, χτισμένα από πέτρες και πλίνθους  οι οποίες είναι βαλμένες σε τετράγωνα, όπως συνηθίζεται στα τούρκικα κτίσματα. Στο εσωτερικό τους διακρίνεται γραμμικός διάκοσμος στο σοβά ανάμεσα στις σειρές των τούβλων. Πρόκειται για κτίσμα μάλλον τουρκικό. Εκεί κοντά σώζονται και οι ογκόλιθοι της γωνίας ενός αρχαίου κτίσματος. Στη συνέχεια συναντάμε ένα μεγάλο αλώνι και πιο πέρα από το σπίτι με ένα καλύβι δίπλα του. Η ισοπεδωμένη κορυφή του υψώματος (στις πλαγιές του οποίου διακρίνονται απομεινάρια κυκλώπειου τείχους) μας υποδέχεται με τα ερείπια ενός οχυρού, χτισμένου σε σχήμα έλλειψης με ακανόνιστες πέτρες κι αρχαίους ογκόλιθους. Μόνο τα θεμέλια του στέκουν ακόμα. Στη μέση τους κλείνουν μια κουκουναριά, ενώ πιο κάτω, προς τη θάλασσα υπάρχουν κι άλλες. Υπέροχη είναι από εδώ η θέα του κόλπου, από τη μια άκρη ως την άλλη: Βλέπουμε τα Καλά  Νησιά και τα Τριζόνια. Τα Γεράνεια Όρη και το όρος  Ριγάνι, βλέπουμε στους πρόποδες του Παρνασσού τους όμορφους, ευδιάκριτα χωρισμένους κόλπους των Σαλώνων και των άσπρων Σπιτιών, τα ακρωτήρια της Ψαρομύτας, της Ανδρομάχης και του Αγίου Νικολάου, βλέπουμε ακόμα κάτω δεξιά το Κιάτο, αριστερά το Αυγό και τέλος την  Ακράτα και τον κάβο Τρυπιά. Μπροστά μας έχουμε τις επίπεδες αναβαθμίδες της πλαγιάς και πίσω μας επιβλητική Εβροστίνα. Οι ράχες κάτω από το φρούριο είναι σπαρμένες με αρχαία ερείπια, κροκαλοπαγή αγκωνάρια από την περιτείχιση και τα εγκάρσια διαζώματά της, μάρμαρα και θραύσματα αγγείων, σημαδεύοντας έτσι τη θέση της αρχαίας Αιγείρας. Τα ερείπια αυτά συνεχίζονται ως κάτω στο βραχώδες ακρωτήρι και τη θάλασσα, όπου διακρίνονται ακόμα ίχνη τείχους κι ενός αρχαίου μόλου.

Η ράχη της μύτης της Ακράτας χωρίζεται στα δύο από την πετρώδη κοίτη ενός πλατιού χειμάρρου με το ίδιο όνομα. Είναι ο αρχαίος Κράθις, που εκβάλλει στα δεξιά του ακρωτηρίου καθώς κοιτάζουμε τη θάλασσα. Κατεβαίνοντας συναντάμε μεγάλο γεφύρι με οχτώ τόξα-τα δύο κεντρικά ψηλότερα από τα άλλα. Πριν περάσουμε το ποτάμι, συναντάμε δίπλα σε έναν  ελαιώνα  μεγάλο κτήριο με αρκετά χαμηλά σπιτάκια δεξιά και αριστερά του. Το ακρωτήρι είναι χαμηλό κι επίπεδο. Από την άλλη του πλευρά σχηματίζει μικρό όρμο, όπου μπορεί κανείς να αγκυροβολήσει προστατευμένος καλά από τους ανατολικούς ανέμους. Η ακτή πίσω του είναι έρημη: στα ψηλώματα διακρίνουμε τη στρωτή κορυφογραμμή χαμηλών λόφων, ύστερα μια μικρή σάρα κι από κάτω της απότομη ράχη με πεύκα και θάμνους. Η ράχη αυτή χώνεται στη θάλασσα σχηματίζοντας ακρωτήριο και στη συνέχεια μικρό, ασήμαντο ορμίσκο (όπου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου). Τις πλαγιές του, όπου υπάρχουν αμπέλια κι ελιές, κατεβαίνουν δύο μικροί χείμαρροι.

Το χωριό Πλάτανος

Μετά την κοίτη του δεύτερου χειμάρρου, ψηλά στην πλαγιά βρίσκεται το μικρό κι όμορφο χωριό     Πλάτανος, στο οποίο ανήκουν όλα τα γύρω κτήματα. Έχει περίπου 70 σπίτια κι εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ανδρέα. Η ράχη αυτής της πλαγιάς φτάνει ως τη μύτη της Κακιάς Σκάλας, που έχει ένα μονοκόμματο μεγάλο βράχο στην άκρη ο παράλιος δρόμος και τα τηλεγραφόξυλα (που διαδέχονται το ένα το άλλο κατά μήκος όλης της ακτής)περνούν από πάνω του. Ακολουθεί η επίπεδη, πράσινη, σκεπασμένη με αμπέλια μύτη Πούντα, στη έξοδο μιας γραφικής κοιλάδας όπου υπάρχουν ελιές και συκιές, στην αριστερή μεριά της εκβάλλει στη θάλασσα ένας χείμαρρος, ανάμεσα σε καλαμιές.

Στο Διακοφτό

Λίγο πιο κάτω συναντάμε το ακρωτήρι Διακοπτίτικο και το ακόμα μεγαλύτερο Τρυπιά. Σχηματίζεται κι αυτό από την εκβολή ενός χειμάρρου, που λέγεται Βουραϊκός. Έχει πάρει το όνομα του από την αρχαία πόλη Βούρα και διασχίζει (με κατεύθυνση μάλλον προς τα δυτικά) ένα φαράγγι άγριας ομορφιάς, ανάμεσα σε δύο βουνά που έχουν ακαλλιέργητες πλαγιές γεμάτες θάμνους, πρόκειται για τη Φτέρη (Κερύνεια) και το Μαραθιά. Στην ακτή, στην από πλευρά του κόλπου, όπου το νερό έχει βάθος πάνω από 15 οργιές, μπορεί κανείς να αγκυροβολήσει άνετα, υπάρχουν μερικά σπιτάκια ερειπωμένα, από τη διάβρωση του εδάφους, και μια εγκαταλελειμμένη σταφιδοαποθήκη. Στο ακρωτήρι είδαμε αμπέλια, ελιές και μερικές μεγάλες συκιές, ο ποταμός που κυλάει, τα νερά του μουρμουρίζοντας ανάμεσα σε μυρτιές, ποτίζει και τις καλλιέργειες. Στη μέση αυτής της έκτασης βρίσκεται το χωριό Διακοπτίτικα (Διακοφτό) με 200 σπίτια περίπου, σκόρπια ανάμεσα στις ελιές. Άλλα είναι χτισμένα από πλίνθους κι άλλα από πέτρα και περιβάλλονται τα περισσότερα από λεμονιές. Κοντά στο χωριό υπάρχουν περιφραγμένα δεντροπερίβολα με λεμονιές και κυπαρίσσια. Τρεις ώρες αργότερα φτάνουμε στο Δικαοπτό (Άνω Δικαοφτό). Το σχολείο βρίσκεται πια μέσα στο χωριό. Κάτω στη θάλασσα βλέπουμε μόνο το εγκαταλελειμμένο σχολικό κτήριο.

Γύρω από το χωριό Τρυπιά

Ο Βουραϊκός ποταμός, στον οποίο φτάνουμε αμέσως μετά ακολουθώντας το δρόμο, έχει πανύψηλες όχθες και ξύλινο γεφύρι, κοντά στο οποίο φυτρώνουν πικροδάφνες και κουτσουπίες. Στους πρόποδες του Μαραθιά βρίσκεται ο μικρός οικισμός Ζαχλωρίτικα Καλύβια, όπου κατοικούν κυρίως εργάτες. Λίγο πιο πέρα είναι η Σπηλιά του Ηρακλή, μια τεχνητή σπηλιά στα κροκαλοπαγή βράχια, που με τους σεισμούς έχασε το μπροστινό της μέρος. Έχει δύο εσοχές-κόγχες και στο καπνισμένο εσωτερικό της,  όπου βρίσκουν καταφύγιο εργάτες και βοσκοί, διακρίνει κανείς ακόμα σε κάποια σημεία ξεραμένη λάσπη στα τοιχώματα-απομεινάρια παλιού σοβά με στρογγυλά διακοσμητικά στολίδια, όπποθυ τώρα φωλιάζουν πετροχελίδονα. Η σπηλιά έχει ένα παρακλάδι με τρύπα στην οροφή, από όπου μπαίνει φως, και δεύτερο χώρο από πάνω, με άνοιγμα σαν μπαλονάκι και δύο μικρά παράθυρα. Εδώ ήταν εγκατεστημένο τα αρχαία χρόνια ένα διάσημο μαντείο. Η τοποθεσία έχει πολλή καλή θέα: βλέπει κανείς τον κάμπο με τα αμπέλια και προς τη μεριά της Βοστίτσας στο ακρωτήριο Τέμενη. Κοντά στη Σπηλιά του Ηρακλή είναι και το μετόχι των Τρυπιών: ανήκει στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, το οποίο απέχει πέντε ώρες δρόμο. Αποτελείται από τρία σπίτια, χτισμένα από πλίνθους και πέτρες, έχει  καλό πηγαδίσιο νερό και το κατοικούν μια χούφτα καλόγεροι. Το χειμώνα ωστόσο έρχονται κι άλλοι. Έχει μεγάλο λιοτρίβι με δύο πέτρες, μικρές σανίδες καλύπτουν την συντριπτική επιφάνεια κι έχει χειροκίνητα πιεστήρια, όπου πιέζουν τα κοφίνια με τον καρπό της ελιάς. Δίπλα του έχει λεμονιές, κυπαρίσσια και πλατάνια, καθώς και την  εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα (με εξέχουσα εξωτερικά αψίδα). Λίγο παρακάτω, στο πλάτωμα, βρίσκεται και το χωριό Τρυπιά (Ελαιώνας), με τα 30 περίπου σπίτια του.

Αξίζει να πάει κανείς κι ως το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, που δεσπόζει σε όλη τη γύρω περιοχή. Το μονοπάτι, στην πλαγιά του όρους Κερύνεια, ανηφορίζει ανάμεσα στους συνηθισμένους θάμνους της περιοχής, διασχίζει μια χαράδρα με πολλές λυγαριές (vitex agnus cactus) και φτάνει τέλος σε ένα πλάτωμα με γέρικες, βαθύσκιωτες βελανιδιές (Quercus pubescens), από τη φλούδα των οποίων οι γύρω χωρικοί παίρνουν τανίνη. Το έδαφος αποτελείται εδώ από κροκαλοπαγή πετρώματα με μικρές και μεγάλες συσσωματώσεις. Αμέσως μετά μπαίνουμε σε μια μικρή, στενή κοιλάδα με ψηλά και πολύκλαδα πλατάνια.

Στη μονή της Αγίας Τριάδας

Στις ρίζες τους, δίπλα σε μια κατεστραμμένη βρύση με πέτρινη γούρνα, τρέχει δροσερό νερό. Λέγεται Παναγία Ελεούσα, επειδή υπήρχε κάποτε εδώ εκκλησία με αυτό το όνομα. Λίγα βήματα πιο πάνω, δίπλα σε μια κατεστραμμένη δεξαμενή λαδιού, βρίσκεται σε  μια σπηλιά μισοκρυμμένη πίσω από τις θεριεμένες ελιές η εκκλησία των Τριών Ιεραρχών. Η εκκλησία αποτελείται από το άνοιγμα της σπηλιάς, μπροστά στο οποίο χτίστηκε τοίχος με ένα παραθυράκι. Στο εσωτερικό της υπάρχει κι άλλος τοίχος, μερικές κόγχες στα τοιχώματα του βράχου  και τέλος ένα πρόχειρο τέμπλο από απλές σανίδες. Λίγο πιο πάνω είναι μια τούρκικη βρύση με γούρνα πέτρινη και στέρνα άδεια πια. Το μονοπάτι συνεχίζει σκαρφαλώνοντας τα απότομα βράχια, ανάμεσα σε πουρνάρια, φίδες ρείκια (Erica arborea), με πολλές συνηθισμένες κουμαριές και γλιστροκουμαριές (Arbutus unedo και Arbutus andrachne), αλλά και πεύκα, από τα οποία οι χωρικοί των γύρω χωριών παίρνουν ρετσίνι. Γραφικό προβάλει εμπρός μας το μοναστήρι μέσα σε αυτή την άγρια και όμορφη ερημιά. Βρίσκεται σε  υπέροχη  τοποθεσία κι έχει θαυμάσια θέα προς τον κόλπο με όλα τα ακρωτήρια, ως το Αυγό και προς την Εβροστίνα, με όλα τα βουνά γύρω της. Δίπλα στο μοναστήρι υπάρχουν μυγδαλιές και συκιές και στην είσοδο δύο λυγερά κυπαρίσσια. Το κτήριο της μονής (ή μάλλον τα κτίσματα που την αποτελούν) είναι από πέτρες και πλίνθους, δίχως  σοβά, ο τοίχος του περιβόλου έχει στο πάνω μέρος του θάμνους στερεωμένους με ξεραμένη λάσπη. Στο προαύλιο της μονής υπάρχουν δύο κυπαρίσσια από τα οποία κρέμεται η καμπάνα. Δίπλα της κρέμονται και δύο σήμαντρα: ένα ξύλινο κι ένα σιδερένιο. Η εκκλησία η ίδια είναι χτισμένη με πολύ παράξενο τρόπο, όπως φαίνεται κι από τον ορατό ξύλινο σκελετό της. Είναι ολοστρόγγυλη κι έχει κωνικό κεραμοσκεπή τρούλο, που αντιστηρίζεται με λιθόκτιστα τόξα. Στο εσωτερικό της έχει δύο πλευρικά παράθυρα, στασίδια σκαλιστό ξύλινο τέμπλο με διπλή κόγχη πίσω του κι έναν πολυέλαιο κρεμασμένο από τον τρούλο. Οι μαυρισμένοι πια από την καπνιά τοίχοι είναι αγιογραφημένοι. Δίπλα στον ανεπίχριστο νάρθηκα αυτής της εκκλησίας υψώνεται ένα άλλο πέτρινο περίκεντρο κτίσμα, με κωνικό ψηλό τρούλο, που έχει άνοιγμα στην κορυφή του. Πριν από 385 χρόνια, όταν ζούσε ακόμα ο ευσεβής ερημίτης, ο κτήτορας του ναού, έτρωγαν εδώ οι καλόγεροι, υπάρχουν ακόμα το τραπέζι και οι πάγκοι από εκείνη την εποχή. Παράξενος είναι και ο εξώστης στραμμένος προς το προαύλιο της μονής, έχει ένα είδος κιγκλιδώματος φτιαγμένου από σανίδες. Πίσω από το μοναστήρι υπάρχει ένας ράμνος (Rhamnus alaternus) κι ένα μεγάλο πεύκο με πλούσια σκιά. Από εκεί αφήνουμε το βλέμμα μας να πλανηθεί στον κόλπο και στον επιβλητικό Παρνασσό απέναντι. Στη μονή ζουν τώρα έξι καλόγεροι-αν μετρήσουμε και τους δόκιμους.

Οι μονές Παναγίας και Αγίου Λουκά

Από την Αγία Τριάδα μας χωρίζει μισή ώρα δρόμος από το γυναικείο μοναστήρι της Παναγίας. Το μονοπάτι ανηφορίζει ανάμεσα στους θάμνους της απότομης πλαγιάς. Στη χορταριασμένη ράχη (όπου υπάρχουν και λίγα αμπέλια)βρίσκεται το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Συνεχίζοντας βλέπουμε την άγρια κοιλάδα και το πλάτωμα της  Βοστίτσας με τις δύο μύτες που χώνονται στη θάλασσα, τα δύο όμορφα υψώματα (το Ρούσκιο, που το λένε Βιλιβίνα και τη Φτέρη), καθώς και το χιονισμένο ακόμα Βοϊδιά. Το έδαφος είναι έντονα κοκκινωπό. Σε μια μικρή κοιλάδα, πνιγμένη στις κουτσουπιές, τις αφροξυλιές και τους κισσούς, συναντάμε μια ντουζίνα πέτρινα σπιτάκια: είναι το μοναστήρι της Παναγιάς, όπου βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας. Έχει νάρθηκα χωρίς επίχρισμα, όπου τώρα έχει μεταφερθεί η καμπάνα του ετοιμόρροπου  καμπαναριού. Μια μικρή πλαϊνή πόρτα με τοξωτό  υπέρθυρο οδηγεί στο εσωτερικό. Ο ναός έχει ημικυλινδρικό θόλο με μικρά παράθυρα στην μπροστινή πλευρά, ασοβάτιστο τέμπλο, αψίδα με λιτή αγιογράφηση και μπρούντζινο πολυέλαιο. Κάτω από την εκκλησία αναβλύζει πηγή, όπου πλένουν οι καλόγριες. Εξαίρετη είναι από εδώ η θέα προς το πλάτωμα της Βοστίτσας, ως το βουνό Ριγάνι, πίσω από τη Ναύπακτο. Το παλιό μοναστήρι ήταν λίγα βήματα πιο πέρα, χτισμένο δίπλα ακριβώς στους σκαμμένους κροκαλοπαγείς βράχους. Εκεί μπορούμε να δούμε την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και μικρά σπιτάκια-κελιά, όπου κατοικούν ακόμα μερικές καλόγριες. Στο παλιό και στο καινούργιο μοναστήρι ζουν πλέον συνολικά 25 καλόγριες, γριές και ασθενικές γυναίκες οι περισσότερες.

Από το υψίπεδο πίσω από το γυναικείο μοναστήρι βλέπουμε ένα πλάτωμα  και πιο πίσω τα χιόνια του Χελμού. Προχωρώντας λίγο πιο πέρα προβάλλει   εμπρός μας, πάνω σε μια ψηλή προεξοχή του βράχου, το μοναστήρι του Αγίου Λουκά, παλαιό, επιβλητικό και γραφικό κτίσμα   με ξύλινο ευρύχωρο υπόστεγο και παρεκκλήσι δίπλα του. Παραδίπλα, πάνω στον ίδιο βράχο, είναι το μοναστήρι και μια ωραία κληματαριά. Μια πόρτα με τοξωτό υπέρθυρο οδηγεί σε θολωτό διάδρομο κι από εκεί στο προαύλιο, που είναι στενό, περιβάλλεται από υπόστεγα κι έχει από κάτω στάβλο. Το εκκλησάκι έχει πολυγωνικό τρούλο με τούρκικο κοσμήτη από επάλληλες εξέχουσες πλίθινες ταινίες. Στο εσωτερικό μπαίνουμε από μια πόρτα με μικρή αγιογραφημένη κόγχη στο υπέρθυρό της. Μπροστά έχει δύο οξυκόρυφα τόξα. Ένα τρίτο τόξο συνιστά την κόγχη του ιερού και δύο ημικυκλικά τόξα δεξιά και αριστερά αποτελούν τον νάρθηκα. Ο τρούλος στηρίζεται σε διπλά επίκρανα και από το κέντρο του κρέμεται μπρούντζινος πολυέλαιος. Το επιχρυσωμένο τέμπλο έχει ένα εικόνισμα σε κουβούκλιο και πίσω του κόγχες. Ο νάρθηκας του ναού είναι χωρίς επίχρισμα, ενώ στη δεξιά πλευρά υπάρχει μικρό δίλοβο  παράθυρο. Στον εξωτερικό χώρο της εκκλησίας υπάρχει μικρός ξύλινος εξώστης, στραμμένος προς το Μέγα Σπήλαιο (που απέχει από εδώ δύο ώρες δρόμο) και το Διακοφτό (στο βάθος χαμηλά). Το μοναστήρι δεν έχει ούτε πηγάδι ούτε στέρνα. Ένας δόκιμος με μακριά κατσαρά μαλλιά πηγαίνει με το γέρικο γαϊδουράκι της μονής και φέρνει νερό από μια δροσερή πηγή, που είναι μισή ώρα μακριά. Συνολικά μένουν τώρα στο μοναστήρι 6 καλόγεροι.

Το Άνω Διακοφτό

Το Άνω Διακοπτό (Άνω  Διακοφτό), στο πλάτωμα της κοιλάδας αποτελείται από 300 και παραπάνω σπίτια, σκόρπια και πολύ αραιά χτισμένα  ανάμεσα στα δέντρα. Έχει εφτά εκκλησίες : τους Αγίους Αναργύρου, τον Άγιο Νικόλαο, την Κοίμηση της Θεοτόκου, την Αγία Τριάδα, τον Άγιο Ιωάννη, τον Άγιο Γεώργιο και τους Αγίους Θεοδώρους. Ένα απότομο μονοπάτι οδηγεί από το μοναστήρι στην πλαγιά τη γεμάτη κίστους και γέρικα πεσμένα πεύκα, από εκεί κατηφορίζει προς το χωριό. Αλλά μπορεί κανείς να στρίψει αριστερά από αυτό το μονοπάτι και να φτάσει στη δημοσιά δίπλα σε ένα μικρό πευκόφυτο ύψωμα, όπου είναι χτισμένο το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Ο καλός αυτός δρόμος συνεχίζει στη  αριστερή πλαγιά, πάνω σε έδαφος από μάργα, που δεξιά και αριστερά έχει χωράφια. Στους πρόποδες των βράχων συναντάμε την κοίτη ενός χειμάρρου. Το μέρος έχει πολλά πλατάνια, κατεβάζει πολύ νερό την εποχή των βροχών, αλλά δεν ξεραίνεται ποτέ, μιας και από εδώ βρίσκει το δρόμο προς τη θάλασσα και το νερό μιας πηγής. Οι πλαγιές είναι γεμάτες πεύκα, σκίνα, και πουρνάρια. Ο δρόμος περνάει κάτω από την Αγία Τριάδα, χώνεται σε μια βαθιά χαράδρα με κροκαλοπαγή πρανή και φτάνει στην Αγία Ελεούσα –και στη θάλασσα.

Γύρω από τον Βουραϊκό Ποταμό

Μετά το επίπεδο ακρωτήρι Τρυπιά, όπου βλέπουμε στην ακτή μερικά χαλάσματα, η γη σχηματίζει όρμο με χαμηλή αμμουδιά, όλο καλαμιές. Ο Βουραϊκός ποταμός εκβάλλει στη θάλασσα αριστερά του ακρωτηρίου. Η θέα από δω προς το άγριος φαράγγι από το οποίο κατεβαίνει το ποτάμι προς το Μαραθιά με τους ελαιώνες στα ψηλώματά του είναι υπέροχη. Ξεχωρίζει το μοναστήρι των Τρυπιών. Αμέσως μετά υπάρχει και δεύτερη στενή κοιλάδα, παρόμοια με το φαράγγι του Βουραϊκού: έχεις στις κατωφέρειές της όμορφους ελαιώνες, ενώ στον πυθμένα της κυλάει τα νερά του ο ποταμός Μπουφούσκια, ο αρχαίος Κερυνίτης. Η πλατιά πετρώδης κοίτη του διασχίζει λοξά το πλάτωμα και πέφτει στη θάλασσα. Εδώ είναι χτισμένα μερικά μικρά σπιτάκια κι ένα μεγαλύτερο, που ανήκει επίσης στο μοναστήρι. Λίγο παρακάτω, στους πρόποδες του ορεινού όγκου, είναι το χωριό Ζευγολατιό, με 100 σπίτια περίπου, χωρισμένα σε τρεις οικισμούς. Στην ακτή, στη θέση περίπου της αρχαίας Ελίκης, βρίσκονται μερικά σπίτια. Πίσω από την εκβολή του ορμητικού ποταμού Βοστίτσας, του αρχαίου Σελινούντα, συναντάμε το χωριουδάκι Τέμενη με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Προχωρώντας προς τα μέσα , προς την ενδοχώρα, προβάλλουν εμπρός μας μερικά αρχοντόσπιτα, περιτριγυρισμένα από ψηλά κυπαρίσσια κι άλλα δέντρα, μετά τη μεγάλη εκκλησία, που τώρα χτίζεται. Γι’ αυτό το χωριό θα ξαναμιλήσουμε. Το ακρωτήρι Γύφτισσα, το οποίο σκεπάζουν ελιές κι αμπέλια, έχει στο άκρο του ψιλή αμμουδιά όπου υψώνεται πάνω σε χτιστή τετράγωνη βάση φάρος στηριγμένος σε τέσσερις πασσάλους. Εδώ στρίβει κανείς για να μπει στο καραβοστάσι της Βοστίτσας, που προβάλει εμπρός μας σε όλης της την εντυπωσιακή ομορφιά, χωμένη στην αγκαλιά των γύρω λόφων. Πίσω από το ακρωτήρι απλώνεται μια λιμνοθάλασσα, που τη σκεπάζουν βούρλα και καλάμια. Δύο χτιστά κανάλια την ένωναν με τη θάλασσα τώρα το ένα, στην άκρη της μύτης, έχει γεμίσει πέτρες και άμμο κι έχει κλείσει. Το άλλο το κρατούν ανοιχτό τα δυνατά κύματα της τραμουντάνας. Τα δύο  αυτά κανάλια ήταν κάποτε είσοδοι της λιμνοθάλασσας, όπου άραζαν βάρκες. Θα μπορούσε και σήμερα να εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, αν πρώτα καθάριζαν τον πυθμένα της από τις λάσπες, να βαθύνει λίγο. Και τώρα πάντως είναι ψαρότοπος :σε σημείο μάλιστα, στο βάθος της, όπου έχει πολλές ρηχιάδες, υπάρχει καλύβα πλεγμένη από καλάμια. Μετά τη μύτη ακολουθεί παραλία με πέτρες και βότσαλα τ’ αμπέλια, προστατευμένα από την τραμουντάνα χάρη στις καλαμιές, τις μυρτιές και τους άλλους ψηλούς θάμνους, φτάνουν σχεδόν μέχρι το γιαλό. Εκεί, στην ακρογιαλιά, βρίσκεται και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Κι αμέσως μετά αρχίζουν τα σπίτια της Βοστίτσας.

 

Η Βοστίτσα Αίγιο

Η Βοστίτσα, της οποίας το όνομα πρέπει να είναι Βυζαντινό, είναι το αρχαίο Αίγιο. Οι Νεοέλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν ξανά αυτή την ονομασία. Η μικρή πόλη έχει περίπου 1200 σπίτια και 3000 κατοίκους, που ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο της σταφίδας και άλλων προϊόντων του τόπου, τα οποία φορτώνονται μια φορά το χρόνο σε σημαντικό αριθμό πλοίων. Το Αίγιο βρίσκεται πάνω σε μια ράχη από κροκαλοπαγή βράχια, ύψους περίπου δεκαπέντε μέτρων, που πέφτει απότομα, κάθετα σχεδόν στη θάλασσα, αφήνοντας ανάμεσα στα πόδια της και στο γιαλό μικρή και στενή αμμουδιά .  Εδώ είναι χτισμένες οι αποθήκες της σταφίδας, η καθεμιά με το δικό της (συνήθως ξύλινο) μόλο. Στη μέση, στο σημείο όπου διακρίνονται ακόμη ίχνη του αρχαίου μόλου, υπάρχει κι ένας μεγαλύτερος με σκάλα , όπου γίνεται η φόρτωση των μεγάλων καραβιών. Πίσω του  αράζουν προστατευμένες οι μικρές βάρκες. Απέναντί του βλέπουμε μια κόκκινη σημαδούρα, όπου σταματάει αροδο το ελληνικό  ατμόπλοιο της γραμμής . το καλύτερο σημείο για να αγκυροβολήσει κανείς στα δυτικά της, όπου το νερό έχει βάθος 14 οργιές , εκεί θα τον προστατεύει κάπως η άκρη της μικρής αμμώδους μύτης που σχηματίζει ένας χείμαρρος, ο Μειγανίτας (Γαϊδουροπνίχτης) , κατά τον Παυσανία. Η Βοστίτσα, αν και εκτεθειμένη στο βορειοανατολικό άνεμο , είναι το καλύτερο αγκυροβόλιο της νότιας ακτής του κόλπου. Κάτω από σπίτια, στα πόδια του κάθετου βράχου (στον οποίο ακουμπούν χρησιμοποιώντας τις σπηλιές του ως αποθήκες) , υπάρχουν καφενεία και ταβερνάκια. Πολλά πλατάνια ρίχνουν εδώ τον ευεργετικό τους ίσκιο, ανάμεσα τους κι ένα πελώριο γέρικο πλατάνι, ο κούφιος κορμός του έχει περίμετρο δεκατρία μέτρα και είναι ένα από τα αξιοθέατα της Βοστίτσας, στον ίσκιο του κάθονται οι θαμώνες του κοντινού καφενείου. Την εποχή της Επανάστασης , η κουφάλα του χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ως φυλακή. Δίπλα είναι και οι Δώδεκα Βρύσες (Λιονταράκια του Μόλου), ένας τοίχος με δεκαπέντε τόξα που ακουμπούν στο βράχο κι ένα οξυκόρυφο τόξο που σχηματίζει τη γωνία, το νερό κυλάει ορμητικά σε μια σειρά από πέτρινες γούρνες και χύνεται σαν ποταμάκι στη θάλασσα. Στο μόλο υπάρχει μια παρόμοια βρύση με οχτώ τόξα και πέτρινες γούρνες, αλλά έχει χαλάσει και το νερό της περνάει και χύνεται στο έδαφος.  Στις δύο αυτές βρύσες οι γυναίκες πλένουν. Κοντά στο μόλο υπάρχει και άλλη μια βρύση, μόνη της τα  λίγα σκαλάκια σε κατεβάζουν ως τη γούρνα της. Τούτη η βρύση μοιάζει πιο καινούργια από τις άλλες. Όλες έχουν θαυμάσιο νερό- κι έτσι κοντά στην ακτή που είναι , αποτελούν πραγματική ευλογία για τα καράβια που θέλουν να εφοδιαστούν με πόσιμο νερό ( γιατί εκτός από τ’ άλλα, μπορεί κανείς εύκολα να κουβαλήσει ως εκεί τα βαρέλια του και να τα γεμίσει). Γύρω τους υπήρχαν (σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος είχε ήδη θαυμάσει το άφθονο και καλό νερό τους) τέσσερις ναοί, μέσα στο ιερό άλσος Ομάριον, όπου ο Αγαμέμνονας συγκάλεσε το πρώτο πολεμικό συμβούλιο πριν από την εκστρατεία κατά της Τροίας .

Από  τη μαρίνα, δύο δρόμοι οδηγούν πάνω στο χείλος των βράχων, εκεί όπου είναι χτισμένο το Αίγιο. Ο ένας , ανηφορικός και λιθόστρωτος, περνάει μέσα από μια ( στο μεγαλύτερο μέρος τεχνητή) σήραγγα του κροκαλοπαγούς βράχου-που από ένα άνοιγμα της έχουμε θαυμάσια θέα προς τον κόλπο. Αυτό το δρόμο τον χρησιμοποιούν κυρίως οι πεζοί. Ο άλλος, λίγο πιο ανατολικά , λιθόστρωτος επίσης και  με αυλάκι στη μέση του, είναι πολύ πιο ομαλός-παρ’ όλο που κι αυτός είναι αρκετά ανηφορικός. Ξεκινάει από τη μαρίνα , κοντά σε ένα εργοστάσιο, αλευρόμυλο και ελαιοτριβείο ταυτόχρονα. Έχει ψηλό τετράγωνο φουγάρο κι εγγλέζικη ατμοκίνητη μηχανή 14 ίππων, που βγάζει πέρα όλη της δουλειά του μύλου. Στο ισόγειο βλέπουμε το ελαιοτριβείο, με τις διπλές πέτρες κι όλες τις απαραίτητες  συσκευές για την παραγωγή λαδιού. Σε μικρή απόσταση ο δρόμος στρίβει-και στο σημείο αυτό είναι τοποθετημένο ένα μάλλον πρωτόγονο φανάρι. Από εδώ βλέπει κανείς όχι μόνο το αγκυροβόλιο και τον κόλπο, αλλά και  μερικά σπίτια από κάτω, καθώς και ένα μύλο στην ακρογιαλιά με κωνικό ξύλινο σιφούνι, το νερό φτάνει  ως εκεί από έναν ανοιχτό αγωγό, φτιαγμένο από σανίδες και στηριγμένο σε ξύλινους πασσάλους. Από τη γωνία ο δρόμος ανεβαίνει ίσια ανάμεσα στα πλινθόκτιστα σπίτια, που έχουν υπόστεγα κι εξώστες στηριγμένους επίσης σε ξύλινους πασσάλους. Στη συνέχεια στρίβουμε αριστερά (αφήνοντας δεξιά μια πλατειούλα, όπου τις Κυριακές στήνεται αλογοπάζαρο) κι ακολουθώντας ένα φαρδύ λιθόστρωτο δρόμο φτάνουμε στο κέντρο της πόλης-δηλαδή σε ένα ύψωμα όπου λειτουργεί μόνιμο παζάρι. Πρόκειται για ένα στενό, άθλιο δρομάκι με έντονο τούρκικο χαρακτήρα, τα περισσότερα μαγαζάκια  είναι χαμηλά κι έχουν τούρκικους πάγκους μπροστά τους,  πουλούν εργόχειρα, μαχαίρια και διάφορα σιδερένια μικροπράγματα, παπούτσια και άλλα.

Το έδαφος είναι ανώμαλο σε όλο το χωριό. Τα σπίτια, ιδίως της ανατολικής πλευράς, είναι πλινθόκτιστα, με πλίνθους φτιαγμένες από  κόκκινο χώμα πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το χωριό  - και υπεύθυνοι γι αυτό είναι οι συχνοί σεισμοί, που το 1817 και το 1819 κατέστρεψαν τα πάντα εδώ.  Έχουν τετράριχτες κεραμοσκεπές (μερικές με τούρκικες διαρροές), ξύλινες παραστάδες σε πόρτες και παράθυρα, τούρκικες εξώπορτες με κρίκους κι απλόχωρα στεγασμένα χαγιάτια. Υπάρχουν δρόμοι άστρωτοι, με ελαφρά υπερυψωμένα πεζοδρόμια στις άκρες, κι άλλοι λιθόστρωτοι με αυλάκι στη μέση για να φεύγει το νερό, που στο Αίγιο είναι άφθονο. Το χρησιμοποιούν για τη λάτρα των σπιτιών τους  (τροφοδοτεί όλες τις τοξωτές βρύσες του χωριού), αλλά και για το πότισμα των πολυάριθμων κήπων ανάμεσα στα σπίτια , όπου έχουν φυτεμένες λεμονιές, μουριές, συκιές, και ροδιές, καθώς και λίγους μεμονωμένους φοίνικες. Όλο αυτό το νερό έρχεται από το Βόβοδα (Μαυρίκι) , με έναν αγωγό, ως ένα πλάτωμα πάνω από την πόλη και από εκεί διανέμεται σε όλες τις βρύσες της. Αυτό ωστόσο συμβαίνει εδώ τα τελευταία τρία χρόνια. Παλιότερα υπήρχαν μόνο οι βρύσες που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι στη μαρίνα , για τις οποίες ήδη μιλήσαμε.   

Δεξιά από τα παζάρια είναι οι καλύτεροι δρόμοι, στην αρχή άστρωτοι και όλο στροφές, αλλά με καλά πεζοδρόμια-πεζοδρόμια έχουν άλλωστε και πολλά στενοσόκακα. Εδώ υπάρχουν μερικά καλά σπίτια, ιδιοκτησίες τα περισσότερα πλουσίων αμπελουργών κι εμπόρων, η Βοστίτσα έχει πολλούς ευκατάστατους σταφιδοπαραγωγούς. Υπάρχει επίσης μεγάλο καφενείο με μπιλιάρδο.

Λίγο πιο πάνω ανηφορίζει ένας φαρδύς και ίσιος δρόμος, με εκκλησία στ’ αριστερά του. Ο δρόμος αυτός καταλήγει στο ύπαιθρο κι έχει κι από τις δύο πλευρές του δρομάκια που τον τέμνουν κάθετα. Εδώ βλέπουμε κι άλλα πλουσιόσπιτα, ακόμα πιο επιβλητικά: σπίτια με σιδερένια μπαλκόνια, κατά το νεοελληνικό γούστο, ακροκέραμα στις γωνίες κι ανασηκωμένα γείσα στις άκρες των σκεπών, όπως στο Γαλαξίδι. Το αρχοντικό του Γεωργίου Πετιμεζά ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Εδώ και εκεί ωστόσο βλέπουμε και σπίτια ετοιμόρροπα, βαμμένα σε πολλά και διάφορα χρώματα, με υπόστεγα και κυπαρίσσια δίπλα τους, που θυμίζουν το τουρκικό παρελθόν του τόπου. Μερικά σπίτια έχουν στη πρόσοψη σοβατισμένους προβόλους.

Στα δυτικά της Βοστίτσας υπάρχει μεγάλο χορταριασμένο πλάτωμα με ελαφρά κλίση. Εκεί είναι το Δημοτικό Σχολείο (με τρεις υπόστεγες κάμαρες, δύο πλευρικά τόξα και δύο πτέρυγες με μεγάλες ευάερες αίθουσες) . στο σχολείο φοιτούν 200 περίπου παιδιά, κι έμεινα έκπληκτος ακούγοντας το δάσκαλο να βάζει τέρμα στη φλυαρία  και στο σαματά τους με ένα δυνατό σφύριγμα. Εκεί κοντά υπάρχει ωραιότατη βρύση: το νερό χύνεται από το στόμα του πέτρινου λιονταριού, ενώ τις μαρμάρινες πλάκες στις τέσσερις πλευρές της κοσμούν τέσσερα δελφίνια.  Απ’ αυτή την πλατειούλα μπορεί κανείς να ατενίζει ανεμπόδιστα τον κόλπο με τον όρμο της Βοστίτσας και το διπλανό όρμο του Λόγγου, αλλά και την αντικρινή ακτή, με τον Παρνασσό και τον Ελικώνα, τα Τριζόνια, καθώς και  τον πολύ χαμηλότερο λόφο στα ανατολικά της πόλης, όπου βρέθηκαν τ’ απομεινάρια του αρχαίου Αιγίου. Από εδώ μπορεί κανείς επίσης να διασχίσει ένα επίπεδο τμήμα του χωριού και να φτάσει ξανά στα παζάρια, που βρίσκονται λίγο ψηλότερα. Κοντά εκεί υπάρχει και τρίτη πλατειούλα , φυτεμένη με βρομοκαρυδιές (Ailanthus), όπου γίνεται ένα ακόμα παζάρι τις Κυριακές.

Εκκλησίες στο  Αίγιο

Το Αίγιο έχει πολλές εκκλησίες . στη δυτική  πλευρά της μαρίνας υπάρχει το μοναστήρι της Παναγίας Τρυπητής, στο οποίο οδηγεί ωραιότατη αλέα με δεκαπεντάχρονα κυπαρίσσια. Μπροστά στο μοναστήρι , που είναι στριμωγμένο ανάμεσα σε έναν τοίχο με έξι τοξωτά αντερείσματα κι έναν άλλο κολλητά στο βράχο, φυτρώνουν σκίνα. Μια (κατά τμήματα εξωτερική) σκάλα οδηγεί σε μια μεγάλη κάμαρα με εξώστη , όπου κρέμεται μια καμπάνα κάτω από μικρό ξύλινο στέγαστρο.  Βλέπει κανείς θαυμάσια από εδώ τον όρμο της Βοστίτσας και την αντικρινή ακτή , αλλά και τις λεύκες και τα σκιερά πλατάνια κάτω από το μοναστήρι, όπου οι ντόπιοι τραβάνε τις βάρκες τους για να τις επιδιορθώσουν. Με αυτή την κάμαρη επικοινωνεί και από αυτή φωτίζεται η εκκλησία, που είναι χωμένη σε βαθύ άνοιγμα του κροκαλόπαγου   βράχου. Από το 1870 άρχισε να συντηρείται και επεκτείνεται με έξοδα που καλύπτει η ίδια η μονή από τα εισοδήματά της.

Η επιχρισμένη κοιλότητα του  βράχου, που προς τα πίσω σχηματίζει ημικυλινδρικό θόλο στηριγμένο σε κολόνα και δύο τόξα, έχει ως δάπεδο το σκαμμένο βράχο. Στο μπροστινό τμήμα έχει ακανόνιστο θόλο με τον Παντοκράτορα Χριστό και γύρω του τον έναστρο ουρανό και τους τέσσερις Ευαγγελιστές. Πίσω από το επίχρυσο τέμπλο διακρίνονται ακανόνιστες  επιφάνειες γυμνού βράχου. Προς το μικρό διάδρομο των κελιών (όπου ζουν οι καλόγεροι) φαίνεται το κροκαλοπαγές πέτρωμα στο οποίο στηρίζεται η στέγη του κτίσματος κι έτσι το σπήλαιο μοιάζει κλειστό τελείως. Στην πλαγιά προς τη μαρίνα υψώνεται-τριγυρισμένη από κυπαρίσσια-η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, με αψίδα που προεξέχει από το κεντρικό οκτάγωνο του ναού γείσο από επάλληλες εξέχουσες ταινίες. Στ’ αριστερά της υπάρχει πυργίσκος με πολλές σιδεροδεσιές.  Η στέγη είναι  επίπεδη, με το Χριστό απεικονισμένο στον ωοειδή σε κάτοψη θόλο της. Πάνω από την είσοδο υπάρχει το υπερώο.

Στο  πάνω τμήμα της πόλης υπάρχουν πολλές εκκλησίες, μεγαλύτερη και σημαντικότερη από τις οποίες είναι η εκκλησία της Φανερωμένης. Βρίσκεται σε μια μικρή πλατεία γεμάτη κυπαρίσσια, όπου είναι και ο τάφος του Λόντου, μια απλή σαρκοφάγος από ογκόλιθους. Το ευρύχωρο εσωτερικό της έχει επίπεδη στέγη στηριγμένη σε έξι ιωνικές ξύλινες κολόνες από κάθε πλευρά, με ελλειπτικό θόλο στη μέση όπου εικονίζεται ο Παντοκράτορας Χριστός. Έχει επίσης χρυσοστόλιστο τέμπλο με πολλά εικονίσματα, τρεις κόγχες, μεγάλο υπερώο πάνω από την είσοδο και γυναικωνίτη με κιγκλίδωμα από κάτω του. Περιμετρικά, αλλά κι ανάμεσα στις κολόνες υπάρχουν στασίδια. Μπροστά  στην εκκλησία στέκει ένας άσχημος ξύλινος πυργίσκος κι απέναντί της ένα σπιτάκι στον ίσκιο γέρικου κυπαρισσιού, στη βεράντα του οδηγεί σκάλα φτιαγμένη από αρχαία κομμάτια μαρμάρου , βλέπει κανείς εκεί ιωνικούς κίονες, κιονόκρανα, στυλοβάτες , κομμάτια από μετόπη, ένα χέρι μαρμάρινο και στο δάπεδο της βεράντας θραύσματα ψηφιδωτού, κόκκινα, μαύρα και άσπρα.  Αυτά όλα βρέθηκαν πίσω από το σπίτι. Κοντά στα παζάρια, στο δρόμο που οδηγεί στο μεγάλο καφενείο, υπάρχει η μικρή εκκλησία του Αγίου Μελετίου. Στο τέρμα του δρόμου η εκκλησία των Ταξιαρχών, ένα νεότερο , επιβλητικό κτίσμα με αέτωμα και νάρθηκα αποτελούμενο από τρία τόξα με βυζαντινούς κίονες και δύο ημιτελείς πύργους στα πλάγια. Δίπλα υψώνεται και μια τζιτζιφιά. Εκεί κοντά, στο ψηλότερο άκρο της πόλης (στο μικρό πλάτωμα όπου βρίσκεται το σφαγείο κι όπου πωλούνται μουνουχισμένα κριάρια), είναι η εκκλησία αφιερωμένη στα Εισόδια  της Θεοτόκου. Η εξωτερική της όψη θυμίζει απλό παράπηγμα, δίπλα στο οποίο υψώνεται ξύλινο καμπαναριό. Στο εσωτερικό της όμως έχει ωραιότατο μαρμάρινο δάπεδο, επίπεδη στέγη με μεγάλα γωνιαία επίκρανα, στασίδια ολόγυρα κι επιχρυσωμένο τέμπλο, υπερώο πάνω από την είσοδο και γυναικωνίτη με κιγκλίδωμα. Μερικά βήματα πιο κάτω βρίσκεται το περιφραγμένο κοιμητήριο και το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, με πλευρικό νάρθηκα κι εξέχουσα εξωτερικά αψίδα. Έχει εκεί λίγα κυπαρίσσια κι ένα λυγερό φοίνικα. Ορισμένοι τάφοι είναι χτιστοί και παντού υπάρχουν ξύλινες θήκες για τα καντήλια. Στο ψηλότερο σημείο είναι στημένο το καμπαναριό.

Στο Ζευγολατιό  και στην Τέμενη

Από τη Βοστίτσα ξεκινάει πλατύς, καλός αμαξιτός δρόμος για την Τέμενη. Στο πλάι το, δεξιά, λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό συναντάμε ένα ερείπιο από μεγάλους ογκόλιθους κι αρχαίο μαρμάρινο επιστύλιο, που φέρει την υπογραφή : ΤΙΟΣΣΩΡΑΝΟΣ ΒΙΨΑΝΙΑΛΟΥΚ. Στην αρχή ο δρόμος  είναι πολύ καλός, αργότερα χαλάει λίγο και χωρίζει στα δύο:  δεξιά πάει προς το Ζευγολατιό,   αριστερά προς την Τέμενη. Διασχίζει ελιές και μεγάλα αμπέλια, που ευδοκιμούν θαυμάσια σε αυτό το ελαφρό χώμα, το ανακατεμένο με μικρές πέτρες. Ανάμεσα στην Τέμενη και στο Ζευγολατιό συναντάμε τον ποταμό της Βοστίτσας, που στο σημείο αυτό χωρίζεται στα δύο. Στις όχθες του φυτρώνουν ιτιές πλατάνια, μυρτιές και λυγαριές, καθώς και λίγες καλαμιές. Στους πρόποδες του λόφου βλέπουμε πέντε οικισμούς οι τρεις προς τα Δυτικά είναι σταφιδοαποθήκες. Προς τα Ανατολικά, στη θέση περίπου της αρχαίας Κερύνειας, είναι το χωριό Ριζόμυλος με ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκεί ζουν 20 οικογένειες. Στη μέση είναι το Ζευγολατιό (Ελίκη), με 50 περίπου οικογένειες. Τα σπίτια είναι σκορπισμένα ανάμεσα σε καρυδιές, ροδιές και μεγάλες λεμονιές, λεύκες, κουφοξυλιές κι άλλα δέντρα, κι έχουν τα περισσότερα ξύλινους εξώστες με εξωτερική σκάλα. Λίγα μόνο, των πιο ευκατάστατων χωρικών, έχουν σιδερένια μπαλκόνια. Στο πάνω μέρος του χωριού από όπου μπορεί κανείς να δει όλη την πεδιάδα στα πόδια του, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, που χτίστηκε πριν από δύο χρόνια. Έχει πόρτες και παράθυρα με οδοντωτό κόσμημα περιμετρικά, δίτοξο καμπαναριό, επίπεδη στέγη, στασίδια περιμετρικά, γύψινο τέμπλο, καθώς και υπερώο με κιγκλίδωμα πάνω από την είσοδο. Στις πλαγιές πίσω από το χωριό συναντάμε το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη και σε μια μικρή κοιλάδα στον οικισμό Γαρδενά (Κερύνεια), που κατοικείται μόνο τους παγερούς μήνες της χρονιάς από ορεσίβιους που κατεβαίνουν εδώ να ξεχειμωνιάσουν. Σε μισή ώρα φτάνουμε στα Βαλιμίτικα, δίπλα σε ένα βαλτότοπο γεμάτο καλάμια στην ακτή. Το χωριό αυτό έχει 50 χαμηλά πλινθόχτιστα σπιτάκια, άλλα με δίριχτη κι άλλα με οξυκόρυφη ψηλή στέγη. Ορισμένα είναι ασβεστωμένα κι έχουν φράχτες από αγκαθωτούς θάμνους. Η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, που ανεγέρθηκε πριν από΄δυόμισι χρόνια, έχει επίπεδη στέγη με ωοειδή τρούλο, καλή πλακόστρωση, στασίδια, υπερώο με κιγκλίδωμα και γυναικωνίτη.

Εδώ όπως και σε όλη την πεδιάδα, η ύδρευση γίνεται αποκλειστικά με πηγάδια-τα οποία ωστόσο έχουν καλό νερό. Συνεχίζοντας προς την ενδοχώρα, κάπου δεκαπέντε λεπτά δρόμο μακριά από τα Βαλιμίτικα βρίσκεται η Τέμενη περιτριγυρισμένη από λεύκες, μουριές, κυπαρίσσια και λίγους κήπους με λεμονιές και πορτοκαλιές. Τα περίπου 50 πλινθόχτιστα χαμηλά σπίτια έχουν πολλές τετράριχτες στέγες, ξύλινους εξώστες  και κάποιες τούρκικες εξώπορτες. Τα περισσότερα   είναι ασβεστωμένα. Υπάρχουν και άλλα πλουσιόσπιτα:  κατά μήκος ενός δρόμου όπου υπάρχει πηγάδι με ξύλινο μάγκανο και πλατάνι, καθώς και στην άκρη του δρόμου που  έρχεται  από τη Βοστίτσα. Σε μια πλατεία υψώνεται η μεγάλη, επιβλητική πέτρινη εκκλησία, μισοτελειωμένη ακόμα. Έχει  τριπλή  εξέχουσα εξωτερικά αψίδα, παράθυρα με ημικυκλικά τόξα, πόρτα με αέτωμα. Στο εσωτερικό της  έχει πλευρικούς νάρθηκες, που χωρίζονται από τον κεντρικό με ημικυκλικές επίσης καμάρες. Ο δεξιός ωστόσο έχει καταρρεύσει εξαιτίας της κακής κατασκευής. Απέναντι σε αυτή την εκκλησία, στον ίσκιο των ψηλών πλατάνων, βρίσκεται το παλαιό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, το οποίο θα μετατραπεί σε σχολείο μετά την ολοκλήρωση του ανεγειρόμενου ναού. Έχει πλευρική αψίδα, καμπαναριό με καμάρα και ανεπίχριστο πλευρικό νάρθηκα στα αριστερά. Στο εσωτερικό η στέγη είναι επίπεδη με ελλειπτικό τρούλο, επιχρυσωμένο τέμπλο, υπερώο με κιγκλίδωμα και γυναικωνίτη.

Από το Αίγιο προς τη Μονή Ταξιαρχών

Από τη Βοστίτσα μπορούν να γίνουν πολλές εκδρομές.  Μια από τις ωραιότερες είναι η επίσκεψη στο Μοναστήρι των Ταξιαρχών, που βρίσκεται τρεις ώρες μακριά. Ο δρόμος διασχίζει τον πυθμένα μιας ευχάριστης κοιλάδας, που πλαταίνει πίσω από το χωριό κι ανοίγεται  προς τα ανατολικά. Είναι πυκνοφυτεμένη με αμπέλια, αλλά έχει λίγες ελιές. Στη Δυτική πλευρά της τη διατρέχει μικρός χείμαρρος με θαμνόφυτες όχθες από νεότερο κροκαλοπαγές πέτρωμα. Λίγο ψηλότερα, σε μια πλαγιά με πολλά πουρνάρια, συναντάμε  τα σχετικά πρόσφατα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Η ράχη από την άλλη μεριά της κοιλάδας έχει επίσης πολλά αμπέλια-κι εδώ κι εκεί λίγα σπίτι. Το έδαφος, όπως και στον πυθμένα, είναι αφράτο κοκκινόχωμα. Ανηφορίζοντας ως την κορυφή της, έχει κανείς  θαυμάσια θέα όλου του κόλπου και του κάμπου με τ’ αμπέλια, που απλώνεται ως τα Τρυπιά. Εμπρός μας ανοίγεται η κοιλάδα του ποταμού της Βοστίτσας: με το βουνό Κολοκοτρώνη στα αριστερά να καταλήγει σε ένα χαμηλό κώνο, το βουνό Τράπεζα στα δεξιά και τον όγκο του  Κλωκού στο βάθος. Στους πρόποδες του πρώτου φαίνεται ένα χωριό και λίγο πιο πέρα το Ζευγολατιό. Από δω διασχίζουμε ένα πλάτωμα με ελαφρά κλίση προς το βουνό κι αρκετά βότσαλα ανακατεμένα με το χώμα του, περνάμε μια κοίτη γεμάτη πικροδάφνες, συνεχίζουμε ανάμεσα σε ελιές και αμπέλια που δίνουν καλό μαύρο κρασί και συναντάμε τέλος λίγα σπίτια. Το μονοπάτι, δίπλα στο οποίο υπάρχει και μικρή βρύση με πέτρινη γούρνα, αρχίζει να ανηφορίζει. Λίγο πιο πάνω βρίσκουμε τη φαρδιά κοίτη του ποταμού της Βοστίτσας, που χύνεται- όπως είδαμε-στη θάλασσα δεξιά της Τεμένης. Στα αριστερά του ποταμού είναι το χωριό Κουλούρα, με την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου πίσω από μικρό ελαιώνα. Ακολουθώντας τα ψηλώματα της στενής χαράδρας που διατρέχει ο ποταμός της Βοστίτσας (με κατακρημνίσεις στα πρανή και αμπέλια ή θάμνους στις ράχες της), φτάνουμε στο χωρουδάκι Βόβωδα, πίσω από το οποίο συναντάμε σε μικρή απόσταση το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Τα σπίτια του χωριού είναι χαμηλά κι όλα σχεδόν πέτρινα με ξυλοδεσιές. Ακολουθεί ένα στενό φαράγγι κι ύστερα η κοιλάδα πλαταίνει. Οι πλαγίες της είναι καταπράσινες, όλο μυρτιές και πεύκα. Μπροστά μας υψώνεται ο δασωμένος Κλωκός. Από τον Κλωκό ξεκινάει μια ράχη από κροκαλοπαγή πετρώματα σε δύο κλιμακωτά επίπεδα. Δίπλα σε αειθαλείς βελανιδιές (Quercus ilex)  συναντάμε το παλαιό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη, ο ναός είναι τετράγωνος, χτισμένος από πέτρα και πλίνθους και έχει οκταγωνικό τρούλο. Πάνω από την είσοδο υπάρχει ημικυλινδρική κόγχη με πλίνθινη επένδυση από πλίνθινο διακοσμητικό σταυρό  στη μέση της. Η εκκλησία καλύπτεται στο εσωτερικό της από ημικυλινδρικό θόλο που διακόπτεται από την υπερύψωση του τρούλου που φωτίζεται από τέσσερα παράθυρα. Δεξιά και αριστερά του τρούλου υπάρχουν δύο μικρά τόξα, στον εγκάρσιο νάρθηκα διπλά μικρότερα παράθυρα, κι ένα ακόμα στην αψίδα. Η Αγία Τράπεζα είναι πέτρινη, διακοσμημένη με αρχαίο ανάγλυφο. Ο δρόμος, κατά μήκος του οποίου υπάρχουν κροκαλοπαγή βράχια σταφανωμένα από κουκουναριές, κατηφορίζει στη γεμάτη πλατάνια κοίτη του χειμάρρου. Κι αφού την περάσει, ανηφορίζει ξανά στην αντικρινή όχθη, κάτω από το κάθετο μέτωπο των βράχων-από όπου το νερό πέφτει σαν ασημένια κορδέλα. Σε ένα ψηλό βράχο, στραμμένο προς το πάνω μέρος της κοιλάδας, βρίσκονται τα ερείπια της παλιάς μόνης του Αγίου Λεοντίου που ήταν γαντζωμένη σαν χελιδονοφωλιά πάνω από τον γκρεμό.   Ακόμα διακρίνεται μια σκάλα στηριγμένη πάνω σε ένα μεγάλο και δύο μικρότερα τόξα.

Η Μονή Ταξιαρχών

Περνώντας την κοίτη του ποταμού τη γεμάτη πλατάνια και φτέρες (Pteris), όπου το νερό κελαρύζει ανάμεσα στις κροκάλες και τις ασβεστολιθικές πλάκες, κι ύστερα μια δεύτερη κοίτη, γεμάτη επίσης πλατάνια και λεύκες, όπου υπάρχει και μονότοξο γεφύρι, προβάλλει εμπρός μας  (στους πρόποδες του Κλωκού) το επιβλητικό μοναστήρι των Ταξιαρχών με λυγερά κυπαρίσσια εμπρός του.  Η πρόσοψη, την οποία βλέπουμε πρώτη΄, έχει μερικούς εξώστες, παράθυρα με ημικυκλικά τόξα κι έναν κυλινδρικής κάτοψης οχυρό πύργο. Η πλευρά της εισόδου απαρτίζει με το κτήριο της μονής έναν ελεύθερο χώρο. Πάνω από  την πύλη εισόδου υπάρχουν τρεις κόγχες με εικόνες Αγίων και δύο σκεπαστά χαγιάτια. Οι τοίχοι είναι χωρίς επίχρισμα, ένα μόνο μέρος της κατοικίας του ηγούμενου είναι σοβατισμένο. Το ευρύχωρο προαύλιο περιβάλλεται από σειρά ημικυκλικών τόξων, που σχηματίζουν σκεπαστή στοά. Από πάνω της υπάρχουν διπλοί ξύλινοι εξώστες στις δυόμισι πλευρές, στην υπόλοιπη μιάμιση πλευρά, μια σειρά. Οι εξώστες αυτοί στεγάζονται  με σανίδες και υποστηρίζονται από δοκίδες που προβάλλονται από τους τοίχους, έχουν πάγκους και χρησιμοποιούνται για το πλύσιμο. Στη μεριά που κοιτάζει το βουνό υπάρχει γάργαρη πηγή. Στη μέση του προαυλίου υψώνεται ο ναός των Ταξιαρχών, με αψιδωτό, αδρά διαμορφωμένο εξωνάρθηκα κατασκευασμένο πριν από δώδεκα χρόνια: έχει δύο μονότοξα καμπαναριά δεξιά και αριστερά του και μεγάλο αέτωμα στη μέση που δεν ταιριάζει καθόλου στις καθαρές, δυνατές γραμμές του ναού που είναι χτισμένος με πέτρες και πλίνθους. Στο εσωτερικό συναντάμε, μετά τον εσωνάρθηκα, την κάλυψη του ναού με ημικυλινδρικό θόλο, ο οποίος διακόπτεται στο μέσον από το ζωγραφισμένο τρούλο. Το τετράγωνο κάλυψης του υποστηρίζεται με τέσσερις κίονες που γεφυρώνονται με ημικυκλικά τόξα. Πίσω από το χρυσοστόλιστο τέμπλο (με μια ωραία ασημένια πλάκα στα δεξιά του) βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, που έχει και από τις δύο πλευρές της σκευοφυλάκια. Στα αριστερά της εκκλησίας υψώνεται οχυρός τετράγωνος πύργος με μικρό παράθυρο και καταχύτρα πιάνω από την  καμάρα στο τέλος της εξωτερικής σκάλας. Στη μονή ζουν 60 καλόγεροι κι 60 δόκιμοι, από εννέα-δέκα χρονών και πάνω. Οι δόκιμοι δεν τρώνε στην τραπεζαρία μαζί με τους μοναχούς, αλλά σε μικρές ομάδες, τριών-τεσσάρων ατόμων, υπό την επίβλεψη ενός δασκάλου. Το μοναστήρι έχει πολλά σταφιδάμπελα, που βρίσκονται κάτω στη μαρίνα. Κοιτάζοντας το κτήριο της μονής, βλέπουμε στα δεξιά τον ξενώνα όπου φιλοξενούνται οι προσκυνητές, ο οποίος έχει μεγάλη αυλή και σταύλους. Πίσω βρίσκεται το κοιμητήριο, με ένα εκκλησάκι στη μέση κυπαρίσσια δίπλα του. Μπροστά σε αυτή την αυλή υπάρχει κληματαριά κατά μήκος μικρού δεντρόκηπου, με ιτιές κλαίουσες και πολλές εντυπωσιακές τριανταφυλλιές.

Παίρνοντας από τη Βοστίτσα  το δρόμο    για την Πάτρα, δίπλα στα βράχια της ακτής συναντάμε το ρέμα του Γαϊδουροπνίχτη, του αρχαίου Μειγανίτα, που εκβάλλοντας στη θάλασσα σχηματίζει ακρωτήριο, όπως ήδη ανέφερα, το ακρωτήριο που προστατεύει το αγκυροβόλιο της Βοστίτσας. Υπάρχει γεφύρι  ξύλινο που περνάει το ποτάμι. Το γύρω πλάτωμα έχει αμπέλια και ελιές. Στην πλατιά, γεμάτη κροκάλες κοίτη του φυτρώνουν μικρά αρμυρίκια και αμέτρητες πικροδάφνες από την πλευρά του μοναστηριού υπάρχει μύλος με ξύλινο κωνικό φυσούνι για να πέφτει το νερό. Στην αντικρινή όχθη του ποταμού συναντάμε τρία χωριά: τα Μουρλά (Ροδοδάφνη) με τον Άγιο Γεώργιο, τα Αγριδέικα (Άγιος Κωνσταντίνος) με τον Άγιο Δημήτριο και τα Μεσορρουγιώτικα (Αγία Ελένη) με τον Άγιο Αθανάσιο είναι σε τόσο μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, που από μακριά νομίζει κανείς ότι πρόκειται για ένα χωριό. Ακλουθώντας το ποτάμι, λίγο πιο πάνω συναντάμε το Δημητρόπουλο, πάνω σε μικρό ύψωμα με ελιές δίπλα στο ρέμα. Ακόμα πιο ψηλά η κοιλάδα στενεύει, για να ανοίξει ξανά σε ένα μικρό λεκανοπέδιο, με την Ψαρομύτα στο βάθος. Η κοίτη του ποταμού είναι εδώ πολύ πλατιά κι έχει δεξιά και αριστερά της χαμηλά πλατάνια. Στο σημείο που το λεκανοπέδιο στενεύει και πάλι, υψώνονται στις όχθες του ποταμού δύο νερόμυλοι με ξύλινο μεγάλο σιφούνι. Στ’ αριστερά υπάρχουν μερικά σπίτια και το έδαφος αποτελείται από ψαμμίτες με διάσπαρτους κατακόκκινους πυρήνες ίασπη. Δεξιά στην πλαγιά βλέπουμε την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα 20 περίπου, πέτρινα κυρίως σπιτάκια του χωριού Χατζής. Πάνω από το χωριό υπάρχει βρύση με στρογγυλή στέρνα δίπλα της. Από εκεί μπορεί κανείς να αγναντέψει όλη την κοιλάδα του ποταμού και η θέα είναι πανέμορφη.

Από τα Αγριδέικα ξεκινάει δρόμος που οδηγεί σε άλλη κοιλάδα, με λίγα αμπέλια. Από το πλάτωμα της αντικρινής πλαγιάς βλέπει κανείς τον κόλπο, την επίπεδη ακτή και τα Σελιανίτικα στο μυχό ενός όρμου, λίγο πιο πέρα και προς τα μέσα το Λόγγο, μες στους ελαιώνες , κι ύστερα-μετά το ακρωτήριο-τη λωρίδα με τις άσπρες κροκάλες του χειμάρρου Σαλμενίκου (Φοίνικα). Από την άλλη έχουμε τη Βοστίτσα κι όλο τον κόλπο ως τα Γεράνεια όρη. Μετά από τούτο το πλάτωμα ξεκινάει κοιλάδα με μικρές χαράδρες στα πρανή της οι αντικρινές πλαγιές καταλήγουν στο βουνό του Αγίου Ιωάννη. Βαδίζοντας πάνω στη ράχη που χωρίζει αυτές τις δύο κοιλάδες, περνάμε από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου και τον οικισμό Μερτίδι και βλέπουμε στις πλαγιές του Αγίου Ιωάννη αρκετά χωριά: σε ένα μικρό γήλοφο την Τούμπα, με 12-14 σπίτια και εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο, τη Γρόπα (Λάκκα), με 30 σπίτια και τη μισοτελειωμένη ακόμα εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και τέλος τα Αραγόζενα (Άλσος), σε μια εσοχή του βουνού, με 40 σπίτια περίπου κι εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Τα σπίτια είναι πέτρινα και πολλά από αυτά με ασβεστόλιθους, έτσι που το χωριό φαντάζει άσπρο και καθαρό. Ορισμένα παράθυρα μάλιστα έχουν σιδερένια και όχι  ξύλινα  κάγκελα. Ανηφορίζοντας τις απότομες ασβεστολιθικές πλαγιές του βουνού Άγιος Ιωάννης, βλέπουμε σε ένα ύψωμα μετά την κοιλάδα τα κοντινά χωριά Δουκαναίικα (με περίπου δέκα σπίτια), Αρραβωνίτσα (με εκκλησία της Παναγιάς) και τις χαράδρες του Βοϊδιά και του Σαλμενίκου. Τα βουνά της Ρούμελης, απέναντι αποτελούν το γραφικό φόντο του τοπίου.

Συνεχίζοντας από τη Βοστίτσα δυτικά προς τη θάλασσα, συναντάμε μετά την εκβολή του Γαϊδουροπνίχτη τη μικρή μύτη για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει: είναι χαμηλή σκεπασμένη με αμπέλια και ελιές, προστατεύει το αγκυροβόλιο κι από τη μέση της περίπου ξεκινάει μια δεύτερη μύτη, που αγκαλιάζει τον επόμενο όρμο. Ο όρμος αυτός λέγεται Δυτικό και στο μυχό του έχει μια αγροικία με κυπαρίσσια. Προς την ενδοχώρα βλέπουμε ειδυλλιακές χαράδρες και χωριουδάκια, που ήδη αναφέραμε, μερικά σπίτια στην κοιλάδα και στην ακτή το μικρό χωριό Σελιανίτικα: εδώ, μόνο δύο σπίτια βρίσκονται στην ακρογιαλιά, τα υπόλοιπα είναι χτισμένα πάνε σε ένα χαμηλό μονοκόμματο βράχο, λίγο ψηλότερα. Είναι περίπου 50, όλα σχεδόν πέτρινα κι έχουν δίριχτες ή τετράριχτες στέγες. Στο πάνω άκρο του χωριού υψώνεται η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, μισοτελειώμενη ακόμα, με ανεπίχριστη οροφή και αδρά διαμορφωμένο  γύψινο τέμπλο, που έχει στο πάνω μέρος  του μικρή σειρά τόξων. Στο εσωτερικό του ο ναός έχει στασίδια και υπερώο με κιγκλίδωμα πάνω από την είσοδο. Το χωριό έχει τρία πηγάδια με πλακόστρωτο στόμιο. Ανάμεσα στα αμπέλια διακρίνουμε και λίγα πλατάνια. Εδώ κοντά, δίπλα στο χείμαρρο Θολοπόταμο, βρισκόταν η αρχαία πόλη Ρύπες, από την οποία δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Μετά βλέπουμε το Λόγγο, σε μικρή απόσταση από την ακτή, ανάμεσα στα αμπέλια και σύδεντρα, με 40 περίπου σπίτια κι εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Μπροστά του χώνεται στη θάλασσα η μύτη Σαλμενίκος, που προστατεύει αποτελεσματικά το όρμο της Βοστίτσας. Είναι μια πλατιά και θαμνώδης γλώσσα γης, με πολλές πικροδάφνες. Λίγο  προς τα μέσα βλέπουμε ένα σπίτι με κυπαρίσσια και κοντά στην ακρογιαλιά ένα δεύτερο, μόνο του. Στον όρμο (στο αρχαίο λιμάνι του Ερινεού), που σχηματίζει αυτή η μύτη με το επόμενο μικρό ακρωτήριο Λαμπίρι, εκβάλλει ο φουσκωμένος ποταμός Σαλμενίκος. Στην κοιλάδα βλέπουμε από την εδώ όχθη το χωριό Δράγανο, με 30 σπίτια μόνο κι εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και στην αντικρινή όχθη δύο  άλλα χωριά: τις Καμάρες , σε στρογγυλό ύψωμα με 120 σπίτια περίπου κι εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγιά, και λίγο ψηλότερα τη Ζήρια, με εκκλησία που μόλις αποπερατώθηκε και δεν έχει λειτουργηθεί ακόμα. Σε μικρό όρμο του ακρωτηρίου Λαμπίρι βρίσκεται το εξοχικό ενός κυρίου από τη Βοστίτσα με νεογοτθικά παράθυρα και αποθήκη που τη βρέχει το κύμα. Δίπλα υπάρχει βρύση με τούρκικη καμάρα κι ολόγυρα απλώνονται σταφιδάμπελα, ενώ οι πλαγιές πίσω από το σπίτι είναι πευκόφυτες.

Το ακρωτήριο, Λαμπίρι είναι μια μεγάλη, πράσινη, θαμνώδης γλώσσα γης την οποία σχίζουν πολλές μικρές χαράδρες. Αποτελεί συνέχεια του όρους Λούμπιστα, από κοκκινωπό ή γκρίζο ασβεστόλιθο, στις πλαγιές του οποίου φυτρώνουν κουκουναριές. Μπροστά στη μύτη του Δρεπάνου, το  Λαμπίρι  είναι μια ράχη με σποραδικές χαμηλές κατακρημνίσεις  από κοκκινωπό ασβεστόλιθο. Στην ακτή του διακρίνεται μικρό εξωκλήσι τριγυρισμένο από δέντρα.  Ωραιότατη είναι η θέα προς την αντικρινή ακτή με το κάστρο της Ναυπάκτου. Εδώ υπάρχει μικρή θαμνόφυτη μύτη – και ανάμεσα σε αυτή και στο Δρέπανο μπορεί κανείς να αγκυροβολήσει προστατευμένος από τους ανατολικούς και τους δυτικούς ανέμους , το νερό έχει βάθος 17 οργιές. Υπάρχει εδώ και σπίτι με πηγάδι, το οποίο όμως δεν έχει πολύ καλό νερό. Δίπλα του βλέπουμε αχλαδιές και μικρά αμπέλια, πίσω από τα οποία εκτείνεται πραγματικό ρουμάνι, με πλατάνια, μυρτιές,  λυγαριές και κουτσουπιές. Στο μυχό του όρμου το έδαφος γίνεται λασπερό και καταλήγει σε μικρό βάλτο με καλάμια και βούρλα, που το νερό του χύνεται στη θάλασσα. Από αυτή τη μεριά του ακρωτηρίου υπάρχει και μικρός οικισμός που ανήκει στο Δρέπανο. Τα σπίτια του είναι από πλίνθους και έχουν στέγες από κεραμίδια ή καλάμια. Κατοικούν σε αυτά μερικοί φτωχοί άνθρωποι, ρακένδυτοι και άθλιοι. Πίσω από τον οικισμό προβάλλει μια μικρή μύτη και πίσω από αυτήν  ακολουθεί το ακρωτήριο Δρέπανο.

Το χωριό Δρέπανο

Το Δρέπανο είναι επίπεδο κι έχει πολλές μεγάλες πέτρες, λίγα σκυφτά πλατάνια και λυγαριές. Ο ομώνυμος ποταμός κυλάει τα νερά του στα δεξιά του ακρωτηρίου, σε πλατιά κοίτη μεγάλη κροκάλες, και χύνεται στη θάλασσα. Στην άκρη της μύτης υπάρχει μικρή λιμνοθάλασσα, όμοια με εκείνη της Γύφτισσας στη Βοστιτσα. Η εξωτερική της περίμετρος γράφεται από μια εκτεταμένη ξέρα που μοιάζει με δρεπάνι στραμμένο προς το στόμιο του κόλπου – εξού και το όνομα Δρέπανο. Δίπλα στο ποτάμι, όπου κάτω από πλατάνια και λεύκες υπάρχει μύλος με ξύλινο σιφούνι, βρίσκεται και το χωριό Δρέπανο με 50 περίπου σπίτια. Είναι χωρισμένο σε δύο συνοικίες: η μια βρίσκεται προς τα πάνω, κοντά στο νερόμυλο, η άλλη πιο κάτω. Τα σπίτια είναι μικρά, χαμηλά και ασοβάτιστα, έχουν δίριχτες στέγες  με κεραμίδια  που τα συγκρατούν πέτρινες πλάκες, αψιδωτά υπέρθυρα και παράθυρα με μικρούς ξύλινους εξώστες. Το χωριό έχει μια μισοτελειωμένη καινούργια εκκλησία κι ένα εκκλησάκι τον  Άγιο Νικόλαο. Το μικρό αυτό εκκλησάκι βρίσκεται σε ένα ύψωμα με εξαίρετη θέα προς τον κόλπο, στη σκιά ενός πελώριου σκίνου και μιας γέρικης χαρουπιάς. Είναι απλά χτισμένο κι έχει εξέχουσα εξωτερικά αψίδα. Στην άλλη πλευρά του ακρωτηρίου υπάρχουν λίγα μόνο σπίτια ανάμεσα στα αμπέλια.  

 

 

*Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι εκτελεστικός Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Τ. Πρόεδρος της Ένωσης Επαρχιακού Τύπου.

 

Διαβάστε επίσης