Ως Δικαιοσύνη, θα πρέπει να εννοήσουμε το σύστημα απονομής και τους ανθρώπους που το υπηρετούν. Μία πρώτη σοβαρή παρατήρηση, από την άποψη αυτή, είναι ότι η δικαστική εξουσία δεν λειτουργεί εν κενώ. Επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο λειτουργίας των άλλων εξουσιών. Καμμία δικαστική εξουσία, έτσι, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν υπάρχει από την άλλη πλευρά πολυνομία και κακονομία, ή ακόμα και ανεπαρκής δράση της Διοικήσεως.
Τούτου δοθέντος, είναι προφανές ότι η πολιτική, η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία, καθώς και οι λειτουργίες τους, πρέπει κατ’ αρχήν να συνεργάζονται μεταξύ τους για την επίτευξη του κοινού στόχου, που είναι η ευημερία των πολιτών και η ισχυροποίηση του Κράτους Δικαίου. Ποιο είναι, όμως, το όριο αυτής της συνεργασίας; Προφανώς, οι προβλέψεις του Συντάγματος και των νόμων.
Αντιλαμβάνομαι, δηλαδή, την συνεργασία των εξουσιών για την καλύτερη οργάνωση και διοίκηση της Δικαιοσύνης, για παράδειγμα, σε θέματα μηχανοργάνωσης, αξιοποίησης της πληροφορικής, πιθανή τοποθέτηση manager. Αντιλαμβάνομαι επίσης την συνεργασία με τη νομοθετική εξουσία για την ψήφιση νόμων οι οποίοι θα συμβάλλουν γενικότερα στην καλύτερη και ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης.
Πολλές φορές, όμως, οι συνεργασίες αυτές ανοίγουν την όρεξη και δημιουργούν άλλες προσδοκίες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις στενές επαφές με τον πολιτικό κόσμο, που από την φύση του έχει άλλους στόχους. Και εδώ υπεισέρχεται, κατά την γνώμη μου, ο σπουδαιότερος παράγων: ο χαρακτήρας του Δικαστικού Λειτουργού. Ο χαρακτήρας που τού επιτρέπει ή όχι να αντιστέκεται.
Ο Δικαστής πρέπει να αποφασίζει ανεπηρέαστος από παρεμβάσεις και επιρροές της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Την ώρα που κρίνει, δεν πρέπει να τον απασχολεί ότι πρέπει να φανεί αρεστός στους ανωτέρους του ή στον πολιτικό κόσμο, ή να επηρεάζεται από την συγκυρία που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Πρέπει να βλέπει μακρυά και να μπορεί να διαβλέψει τις επιπτώσεις της απόφασής του στο μέλλον. Η πολυετής εμπειρία μου με έχει διδάξει πάντως ότι η συντριπτική πλειονότητα των Δικαστών, ακόμη και αυτοί που είχαν επιλεγεί με καθαρά κομματικά κριτήρια, ανεξαρτητοποιούνται και αποστασιοποιούνται μετά την επιλογή τους και ακολουθούν την φωνή της δικαστικής του συνειδήσεως, αντιλαμβανόμενοι το βάρος της ευθύνης τους και του έργου που επιτελούν.
Υπάρχει, βέβαια, και το μέγα θέμα της εσωτερικής ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος. Τέλος, υπάρχουν και οι δικαστές εκείνοι που, είτε λόγω χαρακτήρα, είτε κυρίως λόγω της αδυναμίας να ανταποκριθούν στο έργο που τούς έχει ανατεθεί, θέλουν να φαίνονται πάντα ευχάριστοι και για τον λόγο αυτόν υποκύπτουν σε πιέσεις και προσπαθούν να ικανοποιήσουν άνωθεν ή έξωθεν επιθυμίες. Αν οι δικαστές αυτοί ήταν απομονωμένοι, το πρόβλημα δεν θα ήταν μεγάλο. Όμως, τα τελευταία χρόνια συμβαίνει να εξαπλώνεται ο αριθμός τους διότι επιδιώκουν να αποκρύπτουν την αδυναμία τους προάγοντας συναδέλφους τους που έχουν τις ίδιες ή και μεγαλύτερες αδυναμίες. Και το πρόβλημα διογκώνεται και έχει πάρει πλέον επικίνδυνες διαστάσεις.
Συμπέρασμα: Η Δικαιοσύνη δεν απειλείται από κανέναν, αν η ίδια δεν τείνει ευήκοον ους στις εξωθεσμικές παρεμβάσεις και πιέσεις. Απειλείται μόνον από τον κακό της εαυτό, δηλαδή τους ανάξιους και άτολμους δικαστές.