Στη νότια Ευρώπη για δεκαετίες κυριάρχησαν συντηρητικά κόμματα τα οποία στηρίχτηκαν στα συντηρητικότερα κομμάτια των κοινωνιών τους. Οι βασικές αξίες τους ήταν συναφείς με το τρίπτυχο πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Αυτές πέρασαν στο σχολείο, την εργασία, στους κρατικούς μηχανισμούς.
Αποτέλεσμα; Ο αποκλεισμός των «αντιπάλων», η αναγόρευσή τους σε εχθρούς. Συνέπειες της λογικής αυτής ήταν η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η εξώθηση των αντιπάλων στον ριζοσπαστισμό.
Η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η προσφυγή σε παραδοσιακές πελατειακές πρακτικές κατέστησε τις κυβερνήσεις αυτές άκρως ανελαστικές και ευάλωτες. Ετσι αντιδράσεις μεγάλης κλίμακας ή εξεγέρσεις, με εξαίρεση τη Γαλλία, οδηγούσαν συχνά στην εγκαθίδρυση καθεστώτων έκτακτης ανάγκης.
Στη συνθήκη αυτή και με έντονα τα σημάδια από την πολιτική και οικονομική κρίση, στη δεκαετία του 1980 ήρθαν στην εξουσία θριαμβευτικά παντού, με μερική εξαίρεση την Ιταλία, τα σοσιαλιστικά κόμματα.
Οραματικά και χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην εξουσία, διεκδικούσαν να αλλάξουν ριζικά τις κοινωνίες τους. Σύντομα κύλησαν στον πραγματισμό. Οι διεθνείς πιέσεις και ο οικονομικός ανταγωνισμός τούς οδήγησαν να αφήσουν τα οράματα και να υιοθετήσουν τις κυρίαρχες διεθνώς πολιτικές.
Το παρωχημένο θεσμικό πλαίσιο επέτρεψε στους σοσιαλιστές να το βελτιώσουν, να ενεργήσουν ως μεταρρυθμιστές. Μέτρα προνοιακά για τους αδύναμους, για την ισονομία. Ετσι και το παράδοξο: οι σοσιαλιστές έγιναν η κατεξοχήν δύναμη αστικού εκσυγχρονισμού. Με τον χρόνο τα οράματα ξέφτισαν, ο πραγματισμός έγινε η πυξίδα της πολιτικής τους.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα της νότιας Ευρώπης βάδισαν στα χνάρια των σοσιαλδημοκρατών αδελφών τους της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, περιορίστηκαν στη διαχείριση του καθημερινού. Ελλείψει οραμάτων, στη συνθήκη κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, έχασαν την ψυχή τους, απομιμήθηκαν τους νεοφιλελεύθερους ανταγωνιστές τους.
Για τους σοσιαλιστές της νότιας Ευρώπης η μεταστροφή ήταν ακόμη πιο οδυνηρή. Καθώς η απόσταση ανάμεσα σε λόγους και πολιτικές, σε οράματα και πρακτικές ήταν μεγαλύτερη, η μεταστροφή φάνηκε, συντάραξε τους ψηφοφόρους τους. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά που ήταν κόμματα μαζών, αυτά, με εξαιρέσεις, ήταν κόμματα στελεχών.
Ελλείψει αντίβαρου, η απουσία ισχυρών δεσμών με τα λαϊκά στρώματα κατέστησε τη μεταστροφή ευκολότερη. Η απαξίωση, τέλος, των οραμάτων μετέτρεψε τη στροφή στον πραγματισμό σε άσκηση πολιτικής χωρίς πυξίδα.
Ετσι τα μέχρι πρότινος κυρίαρχα κόμματα και οι ασκούμενες πολιτικές στη νότια Ευρώπη απαξιώθηκαν. Γεννήθηκαν νέα πολιτικά μορφώματα, τα περισσότερα αντισυστημικά, ή μεγάλωσαν τα υφιστάμενα. Οσα από αυτά βρέθηκαν στη διακυβέρνηση έχουν μπροστά τους πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στο παρελθόν τα σοσιαλιστικά κόμματα.
Αυτό ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ στα καθ’ ημάς. Η τάση δεν είναι να γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ ή να γίνει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι διαχρονικά ίδιο. Αυτό του Ανδ. Παπανδρέου ήταν μαζικό, λαϊκό και λαϊκίστικο, μετασχηματίστηκε στη συνέχεια σε κόμμα στελεχών των αστικών κυρίως στρωμάτων των μεγάλων πόλεων.
Η σημερινή κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα, βρίσκεται σε αρκετά πράγματα σε παρόμοια θέση με το ΠΑΣΟΚ στα πρώτα του βήματα, σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύ πιο περίπλοκο και δύσκολο και σε μια συνθήκη όπου βασικές αποφάσεις διαμορφώνονται εκτός συνόρων.
Και τώρα υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε λόγο και πρακτικές, και τώρα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού είναι νέοι και τώρα τίθενται προς επίλυση θεμελιώδη θεσμικά ζητήματα. Και κυρίως το κεντρικό διακύβευμα είναι συναφές: η σχέση πραγματιστικού και οραματικού λόγου. Αλλιώς, πώς ο πραγματιστικός λόγος, η καλή διαχείριση της καθημερινότητας, θα πάρει τη θέση που του αρμόζει χωρίς να ακυρώσει τον οραματικό.
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ η ανάληψη της διακυβέρνησης σήμανε έφοδο στο κράτος. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι είναι κόμμα στελεχών με ευρεία λαϊκή βάση.
Εύκολα μπορεί να αποκοπεί από το λαϊκό του έρεισμα, να μην έχει ερεθίσματα, να χάσει το κοινωνικό του στίγμα, να ξεμείνει από οράματα, αρχές και ιδέες. Το πρόβλημα δεν φαίνεται ακόμη σε όλες του τις διαστάσεις για δύο λόγους. Καταρχήν υπάρχουν πολλά θεσμικά ζητήματα ανοιχτά, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει πολλή δουλειά.
Από την άλλη, το παρελθόν των βασικών του ανταγωνιστών για την εξουσία και η αντιπολιτευτική τους στάση είναι τόσο ατελέσφορα που απαλύνουν δραστικά την κυβερνητική φθορά. Ομως ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο μπορούν να κρατήσουν για πολύ ακόμη.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών