Κωνσταντινουπολίτης που το 1999 αποφάσισε να κάνει ακαδημαϊκή καρριέρα στο Στρασβούργο, ο καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης Samim Ackognul, 47 ετών, θεωρείται από τους κορυφαίους Γάλλους ειδικούς σε θέματα μουσουλμανικών και μη μειονοτήτων και τουρκικής πολιτικής. Απαντώντας στο ερώτημά μας κατά πόσον το πραξικόπημα-οπερέττα της 15ης Ιουλίου 2016 βοηθά τον ισλαμιστή Τούρκο πρόεδρο να επιβάλει την δική του δικτατορία, ο καθηγητής είναι ξεκάθαρος:
«Αν και απορρίπτω κατηγορηματικά την θεωρία της συνωμοσίας, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σας. Η Τουρκία οδεύει πλησίστια προς μία νέα δικτατορία, η οποία ενδέχεται να έχει δραματικές συνέπειες για τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη, την Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) θα αποδυναμώσει τον στρατό από πολιτικής πλευράς, θα υιοθετήσει έναν δογματικό ισλαμισμό και θα καταλάβει πλήρως την δικαιοσύνη και την γραφειοκρατία. Έτσι θα ενισχύσει τον νεποτισμό του και θα προκύψει ένα ιδιότυπο ολοκληρωτικό καθεστώς που σίγουρα θα επηρεάσει και την τουρκική εξωτερική πολιτική. Τα πράγματα αλλάζουν προς το χειρότερο στην Τουρκία και αναδιαμορφώνεται μία νέα εθνική ταυτότητα, συμβατή με ένα εκ των άνω επιβαλλόμενο σχέδιο συντηρητικής κοινωνικής μηχανικής».
Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων (που κάθε άλλο παρά καινούργιες είναι), ειδικοί των τουρκικών υποθέσεων –όπως, για παράδειγμα, ο δρ. Ζήνων Τζιάρρας, διδάσκων Ασφάλεια και Γεωπολιτική στο πανεπιστήμιο Central Lancashire στην Κύπρο– επισημαίνουν ότι η Τουρκία υπό το ΑΚΡ απομακρύνεται από τους δυτικούς θεσμούς, τους οποίους και εκβιάζει απροκάλυπτα. Η βαθμιαία κατάργηση του διπολικού κόσμου, η τόνωση της παγκοσμιοποίησης και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες νέων παικτών στην διεθνή σκηνή, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, το Ιράν και η Νότιος Αφρική, έχουν δημιουργήσει ένα τοπίο στο οποίο ο καθένας θέλει να διαθέτει σφαίρες επιρροής ώστε να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο σε περιφερειακό επίπεδο.
Αν και οι ΗΠΑ παραμένουν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, εν τούτοις η από μέρους τους έλλειψη ηγεμονίας ενθαρρύνει διάφορες χώρες να προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την ισχύ και τα οφέλη τους. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία περιφερειακών συστημάτων γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ δύο ή περισσότερων δυνάμεων που φιλοδοξούν να καταστούν ηγετικές ή ηγεμονικές δυνάμεις περιορισμένης εμβέλειας, βάσει όχι μόνον υλικών συνιστωσών ισχύος (π.χ. στρατός και οικονομία), αλλά και ιδεολογικών χαρακτηριστικών (π.χ. σουνιτικό ή σιϊτικό πολιτικό Ισλάμ).
Βλέπουμε έτσι να διαμορφώνονται νέες, συχνά παράδοξες, συμμαχίες-συνεργασίες και αντιμαχίες, αλλά και εστίες ενόπλων –και σχετικά μικρής ή μεσαίας έντασης– συγκρούσεων σε περιφερειακό επίπεδο, στις οποίες ωστόσο συμμετέχουν ποικιλοτρόπως και διεθνείς δυνάμεις. Η Μέση Ανατολή είναι μία περιφέρεια όπου οι προαναφερθείσες δυναμικές εκφράζονται ξεκάθαρα, προκαλώντας εμφανείς γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Απτά παραδείγματα αποτελούν οι συγκρούσεις στην Υεμένη, την Συρία, το Ιράκ και την Λιβύη. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν αντικρουόμενα πολιτικά, οικονομικά ή και ιδεολογικά συμφέροντα. Εξάλλου, ο πλούτος της περιοχής σε ενεργειακούς πόρους, οι ενεργειακοί διάδρομοι που περνούν μέσα από αυτήν και η γεωγραφική της θέση (που μπορεί να λειτουργήσει τόσον ως στρατιωτική βάση όσο και ως βάση για διεθνείς εμπορικές συναλλαγές) δεν είναι δυνατόν να αφήσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις αδιάφορες.
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι βασικοί γεωπολιτικοί “άξονες” που συγκρούονται στην Μέση Ανατολή (και αλλού) σχετίζονται με τον ανταγωνισμό ισχύος που υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ της Δύσης και, σε γενικές γραμμές, της Ανατολής. Σε περιφερειακό επίπεδο, τα συμφέροντα του δυτικού στρατοπέδου φαίνεται να εκφράζονται από σουνιτικές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, αλλά και από το εβραϊκό κράτος του Ισραήλ. Από την άλλη, το στρατόπεδο της Ανατολής, που περιλαμβάνει κυρίως την Ρωσία και την Κίνα, σχετίζεται περισσότερο με τις σιϊτικές δυνάμεις, όπως το Ιράν, το καθεστώς Άσαντ της Συρίας, την κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης στο Ιράκ και την Χεζμπολάχ του Λιβάνου», αναφέρει στο Φόρεϊν Αφφαίρς ο δρ. Ζ.Τζιάρρας.
Αποδεικνύει έτσι τον πιθανό ρόλο στην περιοχή μίας Τουρκίας πλήρως εξισλαμισμένης, υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του. Ένα κόμμα το οποίο, σε προχωρημένο βαθμό, από την μια μεριά, έχει υιοθετήσει την στρατηγική εξουδετέρωσης στο εσωτερικό του κεμαλικού κατεστημένου, όμως, από την άλλη, αναθεωρεί την τουρκική εξωτερική πολιτική με βάση θέσεις και απόψεις του πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου, περί νέου ηγεμονικού ρόλου της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή και σε ευρύτερο περιφερειακό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, η Τουρκία δείχνει να επιδιώκει έναν ρόλο που θα είναι όσο περισσότερο γίνεται ανεξάρτητος από εξωτερικά κέντρα πολιτικής ισχύος και αποφάσεων, όπως η Δύση και οι ΗΠΑ, και θα προβλέπει την ενοποίηση γεωπολιτισμικού και γεωπολιτικού μετα-οθωμανικού χώρου –δίχως, όμως, αυτό να είναι αυτοσκοπός, τουλάχιστον για την ώρα.
Στην παρούσα φάση, όπως μάς είπε ο καθηγητής S.Ackognul, ο Ερντογάν θα προχωρήσει σε θεσμικές και συνταγματικές ανατροπές, ώστε να κατοχυρώσει ένα προεδρικό σύστημα που θα ελέγχεται απόλυτα από τον ίδιο. Επίσης, θα ξερριζώσει οποιουσδήποτε ελέγχους στο σύστημα αυτό και θα επικαλείται συνεχώς την λαϊκή βούληση, όπως ήδη πράττει, για να το κάνει όσο πιο αντιδημοκρατικό γίνεται.