Η υπόθεση Siemens που σέρνεται για μια δεκαετία μας φέρνει αβίαστα στο μεγάλο πρόβλημα της λειτουργίας των θεσμών και της θωράκισής τους.
Με αφορμή την αναβολή της δίκης με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε μεταφρασμένο το σύνολο του βουλεύματος στη γλώσσα των κατηγορουμένων, θα αναφερθώ σε κάποια δεδομένα.
Το σκάνδαλο Siemens ήταν μία σύνθετη υπόθεση με οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις (προμήθειες ΟΤΕ, ΟΣΕ, Υγείας, Πολιτισμού, Προστασίας του Πολίτη-C41 κλπ.).
Οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής άρχισαν στις 3 Φεβρουαρίου 2010 και έγγραφα της δικογραφίας αναζητούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της, δεδομένου ότι δεν είχε λάβει εξ αρχής μία ολοκληρωμένη δικογραφία.
Η μελέτη της δικογραφίας του σκανδάλου της Siemens και των αποτελεσμάτων των εργασιών της Εξεταστικής οδήγησαν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η Δικαιοσύνη στη συγκεκριμένη περίπτωση επέδειξε χαρακτηριστική βραδύτητα σε σχέση με τη σπουδαιότητα της απόφασης, η οποία είχε και διεθνή διάσταση. Μια ποινική υπόθεση η εξέταση της οποίας ξεκίνησε το 2005 και μέχρι και την υποβολή του πορίσματος το 2011 δεν είχε περατωθεί η ανάκριση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι πληθώρα ενδείξεων έδειχναν την κατεύθυνση προς την οποία οι δικαστικές αρχές έπρεπε να κινηθούν.
Οι αιτήσεις δικαστικών συνδρομών ή απαντήσεις σε δικαστικές συνδρομές, όπως της Ιταλίας, της Ουρουγουάης, του Λιχνενστάιν και της Μεγάλης Βρετανίας περιείχαν ένα κοινό στοιχείο «για να πραγματοποιηθούν παράνομες πληρωμές και δωροδοκίες είχε σχηματιστεί εγκληματική οργάνωση από πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της Siemens». Σύμφωνα με τις τότε καταγγελίες οι ιταλικές εταιρίες του ομίλου Siemens, καθώς και η ίδια η Siemens AG, είχαν χρησιμοποιήσει άτομα για τη σύναψη των συμβάσεων σε διάφορες χώρες σε όλον τον κόσμο.
Στην έρευνας που διεξήχθη από τις δικαστικές αρχές του Μονάχου και της Ελβετίας ανακαλύφθηκαν μαύρα ταμεία σε Ελβετία, Αυστρία, Λιχτενστάιν και αλλού.
Παρόμοιες διαστάσεις πήρε το θέμα και στην Ουρουγουάη, όπου επελήφθη εξειδικευμένο κατά του οργανωμένου εγκλήματος τμήμα της Ποινικής Δικαιοσύνης.
Όμοιες αναφορές για οργανωμένο έγκλημα, δωροδοκία, ξέπλυμα χρήματος στην Ελλάδα για τη σύμβαση του ΟΤΕ με τη Siemens γίνονταν και στα έγγραφα δικαστικής συνδρομής από το Λιχνενστάιν.
Αντιθέτως από πλευράς ελληνικής δικαιοσύνης υπήρξε μία όλως διαφορετική προσέγγιση.
Κι ενώ προέκυπτε από πληθώρα εγγράφων ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρίας διατηρούσαν τα μαύρα ταμεία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη με τις διατάξεις του οργανωμένου εγκλήματος.
Χρειάστηκε η αναφορά της Εξεταστικής 24 Αυγούστου 2010 προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την άσκηση ποινικής δίωξης για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης (σύμβαση 8002/1997 για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ, προμήθεια του C41, αγορά συστημάτων τύπου Patriot).
Σύμφωνα με το πόρισμα, μαύρο χρήμα διοχετεύτηκε από το Νοέμβριο του 1990 και τουλάχιστον μέχρι το 2008 σε ανώτατους αξιωματούχους, πολιτικούς, μέλη Κυβερνήσεων κλπ. Από τις αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων προέκυψε ότι για όλες τις συμβάσεις που συνήψε με τη Siemens το Ελληνικό Δημόσιο κατέβαλε για κάθε μία 10% της αξίας της.
Να σημειωθεί ότι έστω και οριακά των διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος η Βουλή ψήφισε το ν. 3961/2011 καταργώντας το σύντομο χρόνο παραγραφής των αδικημάτων που τελούν οι Υπουργοί και οι Υφυπουργοί.
Στη σκανδαλώδη υπόθεση της Siemens χρέος της Δικαιοσύνης είναι η ολοκλήρωση της δίκης για να καταλογιστούν οι ευθύνες και να αποκαλυφθούν οι αποδέκτες των μαύρων ταμείων.
Είναι χρέος της πολιτείας διότι με τη διακίνηση του άνομου χρήματος εξαγοράζονται συνειδήσεις και διαβρώνονται θεσμοί με αποτέλεσμα να απαξιώνονται οι λειτουργίες του Κράτους. Άλλωστε το φαινόμενο της διαπλοκής και της διαφθοράς πλήττει τον πυρήνα της Δημοκρατίας.
Είναι πια κοινή διαπίστωση ότι το χτύπημα της διαφθοράς και της διαπλοκής δεν είναι υπόθεση κομματικών αντιδικιών, αλλά προτευόντως θέμα δικαιοσύνης αν ληφθεί υπό όψη ότι η ζημία για το ελληνικό Δημόσιο ήταν 2 δις ευρώ σύμφωνα με το πόρισμα της Εξεταστικής.