Και μετά τη δόση, τι;

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Στην μεταπολιτευτική δημοκρατία μας –η οποία ελάχιστα δημοκρατικά χαρακτηριστικά έχει– λαϊκισμός και δημαγωγία καλά κρατούν και, ως φαίνεται, δύσκολα θα εκλείψουν. Ήδη, αυτές οι δύο διαστάσεις της πολιτικής ζωής οδήγησαν στην χρεοκοπία και κάθε σκεπτόμενος δημοκράτης εύχεται να μην έχουμε και χειρότερα. Δηλαδή,να μην οδηγηθεί η χώρα σε έναν αυταρχισμό λατινοαμερικανικού τύπου, δεδομένου ότι, από όσα γνωρίζουμε, κάποια εποχή ο πρωθυπουργός μας κοιμόταν αγκαλιά με το σύνταγμα της Βενεζουέλας. Αυτό που τού είχε δωρίσει ο Ούγκο Τσάβες, ο δικτάτορας που διέλυσε την πρώτη πετρελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο.

Μπορεί λοιπόν να συμβεί και στην Ελλάδα ένα «τσαβικού τύπου» ατύχημα; Η απάντησή μας είναι: γιατί όχι; Από ανθρώπους εξουσιολάγνους και αλαζόνες, όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς, κυρίως τα χειρότερα –που μπορεί να συμβούν την ώρα που κανείς δεν περιμένει. Ιδού γιατί και πώς.

Μετά την τραγική αποτυχία της να επαναδιαπραγματευτεί αδιαπραγμάτευτα μνημόνια, η παρούσα κυβέρνηση, για να κρατηθεί στην εξουσία χωρίς επιβολή στρατιωτικού νόμου, τελικά προχώρησε στην υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου, χειρότερου από τα προηγούμενα, το οποίο όλα δείχνουν ότι είναι ανεφάρμοστο, για πολλούς λόγους τους οποίους θα δούμε στην συνέχεια.

Έτσι, παρά το ότι δεν πιστεύει στην ιδιωτική οικονομία, αναγκάστηκε να φέρει σε εφαρμογή ένα νέο αναπτυξιακό σχέδιο (με αμέτρητα δημόσια έργα, βέβαια) απλώς και μόνον για να εισπράξει τις επιδοτήσεις του ΕΣΠΑ. Όπως επισημαίνει σε άρθρο του στην Οικονομική Επιθεώρηση ο Νίκος Παπανδρέου, «είναι νωρίς ακόμη να καταλάβουμε πώς θα λειτουργήσει ο νέος αναπτυξιακός νόμος κα προς ποια κατεύθυνση».

Επιπλέον, τίθεται κα το θέμα της δημοσιονομικής αξιοπιστίας των Συριζανέλ, εφόσον η κυβέρνηση επέλεξε να ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς με αύξηση της φορολογίας και όχι με περιορισμό των κρατικών δαπανών. Συνεπώς, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι, αν δεν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, δεν θα αυξηθεί κι άλλο η φορολογία; Άλλωστε, στους ελεύθερους επαγγελματίες, φόροι και εισφορές μαζί φθάνουν το 70%-80% του εισοδήματός τους. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης, εκείνοι που θα αντιμετωπίσουν τέτοια άνοδο της φορολόγησής τους δεν θα έχουν καμμία δυνατότητα να πληρώσουν. Η οικονομική πρακτική επιβεβαιώνει ότι από ένα σημείο και μετά η αύξηση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε λιγότερα έσοδα. Προφανώς, οι κυβερνητικοί φωστήρες αυτό το γνωρίζουν. Γιατί λοιπόν συνεχίζουν την αδιέξοδη τακτική τους;

Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι ποσώς τούς νοιάζει. Έκαναν ό,τι έκαναν με την φορολογία και τις τεράστιες αυξήσεις στις κοινωνικές εισφορές για δύο λόγους: Αφ’ ενός, για να ικανοποιήσουν εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που τούς ψηφίζει και το οποίο δεν ανήκει στην τάξη των ελεύθερων επαγγελματιών, αφ’ ετέρου, για να δείξουν στους δανειστές ότι βρήκαν τα έσοδα για να τηρούν τους κανόνες για το πλεόνασμα, να περάσουν τον κάβο της αξιολόγησης και έτσι να απελευθερωθεί η δόση των 7,2 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν κυνικό και πρωτοφανούς ανευθυνότητος τακτικισμό, με επικίνδυνες προεκτάσεις. Υπέγραψαν ό,τι να’ναι προκειμένου να πάρουν τα 7,2 δισεκατομμύρια και με αυτόν τον τρόπο «εξαγόρασαν» άλλους έξι μήνες ζωής ως κυβέρνηση. Με την πρόσφατη δόση είναι πλέον σε θέση να πληρώσουν τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους και να παραμείνουν στο τιμόνι πριν φανεί πόσο στραβό σύστημα έφεραν.

Σκέφθηκαν ότι, παραμένοντας στην εξουσία, θα μπορέσουν να αλλάξουν και τον εκλογικό νόμο, ώστε όταν έλθει η ώρα της λαϊκής κρίσεως να είναι εκ νέου μέσα στο πολιτικό παιχνίδι. Οι κ.κ. Τσίπρας, Καμμένος, Παππάς και άλλοι τινες γνωρίζουν ότι έρχεται το φθινόπωρο, που θα είναι πολύ δύσκολο. Η υπέρμετρη φορολογία δεν θα έχει αποδώσει τα προβλεπόμενα έσοδα, επιχειρήσεις θα έχουν κλείσει, η φοροδιαφυγή θα εντείνεται. Επίσης, θα έλθουν στο τραπέζι και τα εργασιακά, που είναι ωρολογιακή βόμβα.

Ο κυβερνητικός θίασος τα γνωρίζει όλα αυτά. Και γι αυτό, περισσότερο από την διακυβέρνηση της χώρας, τον ενδιαφέρει η παραμονή του στην εξουσία. Οι άνθρωποι του 3% και του παλαιού ΠΑΣΟΚ είναι ικανοί για όλα προκειμένου να έχουν καρέκλες και οφφίτσια.

Όταν δεν πετύχουν τους στόχους τους και όταν ζητηθεί από την τρόϊκα να ενεργοποιήσουν τον αυτόματο κόφτη και να βάλουν το χέρι βαθύτερα στις τσέπες των ψηφοφόρων τους, τότε είναι που θα ξανασηκώσουν το φθαρμένο πια «λάβαρο της αντίστασης» στους «κακούς ξένους» και θα πάνε σε εκλογές. Επειδή όμως γνωρίζουν ότι δύσκολα θα τις κερδίσουν, με τα γκάλοπ όπως είναι και όπως θα είναι σε έξι με οκτώ μήνες, φροντίζουν από τώρα να αλλάξουν τον εκλογικό νόμο ώστε η παραμονή τους στην αντιπολίτευση να είναι σύντομη. Ψήφος στα 17 μπας και αυξήσουν τους ψηφοφόρους τους από την νέα αυτή δεξαμενή. Απλή αναλογική ώστε να μπουν και πολλά μικρά κόμματα (του 3%-5%), με τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, ως δεύτερο κόμμα, θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας τύπου Συριζανέλ.

«Για να πετύχει το σχέδιο, δηλαδή να μπορεί το δεύτερο κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση, πρέπει, πρώτον, να καταργηθεί το μπόνους των 50 βουλευτών για το πρώτο κόμμα και, δεύτερον, να ισχύσει ένα είδος απλής αναλογικής ώστε να μπουν στην Βουλή κάθε είδους γκρουπούσκουλα, που θα χαρούν να συμμαχήσουν ακόμα και με τον διάβολο προκειμένου να γευτούν την εξουσία. Τέλος, για να διατηρήσουν την εξουσία, πρέπει η αλλαγή του εκλογικού νόμου να ψηφιστεί από 200 βουλευτές. Έτσι, η νέα νομοθεσία μπορεί να ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές. Επικίνδυνοι σχεδιασμοί, που οδηγούν σε κυβερνητική αστάθεια. Η απαράδεκτη αυτή τακτική του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πόσο λίγο νοιάζονται για την χώρα και τους πολίτες της και επίσης αποδεικνύει πόσο δεν αντέχουν να ζήσουν χωρίς την εξουσία. Θα γκρεμίσουν τα πάντα για να παραμείνουν στο τιμόνι», εκτιμά ο Νίκος Παπανδρέου, και σίγουρα δεν πέφτει έξω.

Το καίριο ερώτημα, όμως, είναι: Μέχρι πού μπορούν να φτάσουν ασήμαντοι και μακιαβελικοί άνθρωποι, διψασμένοι για εξουσία και συνηθισμένοι σε ίντριγκες και άλλες γελοίες ερμηνείες της πραγματικότητας; Φευ, για την χώρα τα χειρότερα παραμένουν ακόμη μπροστά της…

Διαβάστε επίσης