Αύξηση του κόστους εργασίας, παρά τις μειωμένες αποδοχές, εξαιτίας της πτώσης της παραγωγικότητας που προέκυψε από το «πάγωμα» της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, κατέγραψε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για το 2015.
Με αυτό το δεδομένο καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει στην πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ενώ επισημαίνει και την ανάγκη για κάποιου είδους ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Παράλληλα, ο Οργανισμός προβλέπει επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη το 2017, αλλά με μικρότερο ρυθμό απ’ ό,τι η κυβέρνηση, και μικρή αποκλιμάκωση της ανεργίας και του χρέους, με τους δύο δείκτες όμως να παραμένουν στα ύψη.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι αδύναμες επιδόσεις στην παραγωγικότητα αντιστοιχούν σε σημαντικό μέρος της μείωσης της παραγωγής από τότε που ξεκίνησε η κρίση, ενώ το 2015 η υποχώρηση της παραγωγικότητας οδήγησε σε αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ύστερα από τη σημαντική υποχώρηση που είχε καταγράψει τα προηγούμενα χρόνια, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός συνιστά την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν μεταξύ Αθήνας και δανειστών τον Αύγουστο του 2015, καθώς έτσι θα βελτιωθεί σημαντικά το ΑΕΠ την επόμενη δεκαετία. Σημειώνει, μάλιστα, ότι «περισσότερες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται για τη στροφή της οικονομίας προς τις εξαγωγές και τις νέες επιχειρήσεις», ενώ προσθέτει ότι η «χαλάρωση» του κανονιστικού πλαισίου στις βιομηχανίες δικτύων θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές. «Περαιτέρω περιορισμός των γραφειοκρατικών διαδικασιών και των σχετικών βαρών για τις επιχειρήσεις θα βελτιώσει την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις» επισημαίνει ο Οργανισμός.
Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη, ο ΟΟΣΑ «βλέπει» ότι η οικονομία θα ανακάμψει στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 και εκτιμά ότι το 2017 θα υπάρξει ανάπτυξη 1,9% από ύφεση 0,2% φέτος. Υποστηρίζει ότι η αύξηση του ΦΠΑ θα δημιουργήσει προσωρινά θετικό πληθωρισμό, αλλά εν συνεχεία θα κινηθεί και πάλι αρνητικά ή κοντά στο μηδέν, ενώ η ανεργία θα υποχωρήσει στο 24% φέτος από 24,9% πέρυσι, και στο 23,2% το 2017.
Για το θέμα του χρέους, ο Οργανισμός υποστηρίζει πως οι επιτυχημένες διαπραγματεύσεις για τη μείωση του χρηματοδοτικού κόστους εξυπηρέτησης του χρέους θα βελτιώσουν σημαντικά τους κινδύνους για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Οπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, το τεράστιο δημόσιο χρέος υπονομεύει τις επενδύσεις και την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, και στο πλαίσιο αυτό το να υπάρξει κάποια επιπρόσθετη ελάφρυνση (μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, για παράδειγμα) «είναι κρίσιμο». Πάντως προσθέτει ότι η πλήρης και ταχεία εφαρμογή των δομικών μεταρρυθμίσεων θα αυξήσει την εμπιστοσύνη και θα οδηγήσει σε ταχύτερη ανάκαμψη, προειδοποιώντας πως «παραστρατήματα» σε αυτό το μέτωπο θα είναι επώδυνα για την οικονομία.
Πέραν αυτών, ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι η προσφυγική κρίση κόστισε στην οικονομία 0,4% του ΑΕΠ, και μπορεί ο λογαριασμός να είναι υψηλότερος φέτος. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρει ότι ο ρυθμός της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει επιβραδυνθεί, αλλά αυτό είναι κάτι που αρμόζει, δεδομένης της ανάγκης για ανάπτυξη και των αυξημένων δημοσιονομικών πιέσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δημιουργεί η προσφυγική κρίση. Η εφαρμογή πολιτικών όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και τα προγράμματα σχολικών γευμάτων και η «Βοήθεια στο σπίτι» θα μειώσουν τη φτώχεια και την ανισότητα, που αυξήθηκαν έντονα κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ ο Οργανισμός επισημαίνει πως το ανεπαρκές δίχτυ προστασίας δεν κατόρθωσε να ανακόψει την αύξηση της φτώχειας.
Επισημαίνει, τέλος, ότι το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με την Ε.Ε. τον περασμένο Αύγουστο μείωσε την αβεβαιότητα και σε συνδυασμό με τον σταδιακό περιορισμό των capital controls τόνωσε την εμπιστοσύνη και την ανάπτυξη. Επίσης υποστηρίζει ότι η αντιμετώπιση του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες αποτελεί προτεραιότητα για να αποκατασταθεί η διαθεσιμότητα πιστώσεων για επενδύσεις.