Στο πρόσφατο βιομηχανικό συνέδριο που διοργάνωσε ο ΣΕΒ με θέμα «Ισχυρή Βιομηχανία για Καινοτομία, Ανάπτυξη και Δουλειές», αναδείχθηκαν τρία κύρια συμπεράσματα.
Το πρώτο και σημαντικότερο συμπέρασμα ήταν ότι τα τελευταία χρόνια καταγράφεται στην Ελλάδα μία ιστορικά πρωτοφανής και μοναδική στον ευρωπαϊκό χώρο αποεπένδυση, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με συμβατικά εργαλεία πολιτικής. Κάθε χρόνο απαξιώνονται περίπου 14 δισεκατομμύρια ευρώ παγίων επενδεδυμένων κεφαλαίων, που δεν αναπληρώνονται με νέες επενδύσεις.
Το δεύτερο μήνυμα του Συνεδρίου ήταν ότι, για να ανακάμψει η ελληνική οικονομία και ταυτόχρονα να αλλάξει, χρειάζεται πολλές και καλές επενδύσεις σε δραστηριότητες με εξαγωγικό κυρίως προσανατολισμό και υψηλότερη τεχνολογική αξία. Σε δραστηριότητες, δηλαδή, όπου παραδοσιακά υστερούμε και που συνδέονται άμεσα με την βιομηχανική παραγωγή.
Το τρίτο συμπέρασμα ήταν ότι οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να είναι πρωτίστως ιδιωτικές. Οι δημόσιοι πόροι δεν αρκούν για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη της βιομηχανίας και κατ’ επέκταση της οικονομίας.
Ως σήμερα, η ελληνική πολιτεία και οι εταίροι μας δεν έχουν καταφέρει να δώσουν αποτελεσματικές απαντήσεις στα παραπάνω προβλήματα, με αποτέλεσμα να έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα διαρκώς καθοδικό, υφεσιακό σπιράλ που μάς φτωχαίνει όλους και εν τέλει διώχνει από την χώρα εργάτες γνώσεις και απαξιώνει το παραγωγικό μας κεφάλαιο.
Αυτό συμβαίνει διότι οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στο κράτος, στους θεσμούς, είτε καθυστερούν είτε –ακόμη και όταν γίνονται– αργούν να φέρουν αποτελέσματα. Επιπλέον, οι συνεχείς φοροεπιδρομές λειτουργούν τιμωρητικά πρωτίστως απέναντι στους συνεπείς φορολογούμενους, επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Εκείνους, δηλαδή, από τους οποίους περιμένουμε να επενδύσουν και να δαπανήσουν χρήματα για να έρθει η ανάπτυξη.
Χρειαζόμαστε μία ριζικά διαφορετική προσέγγιση στην ασκούμενη φορολογική πολιτική, που θα λειτουργήσει συμπληρωματικά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα σταματήσει να βλέπει τις επιχειρήσεις αποκλειστικά ως δεξαμενή άντλησης φόρων. Σκοπός μιας έξυπνης πολιτικής σε εγνωσμένες συνθήκες αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών θα ήταν, αντί να συνθλίβει τις καλές επιχειρήσεις, να τις βοηθήσει να γίνουν οι ίδιες φορείς αναδιάρθρωσης της οικονομίας.
Μία από τις προτάσεις που θέτουμε λοιπόν στην δημόσια συζήτηση σε αυτή την κατεύθυνση, είναι η υιοθέτηση του μέτρου των υπεραποσβέσεων. Η φορολογία μπορεί να έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα αν συνδεθεί καλύτερα με τον αναγκαίο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις των επιχειρήσεων σε στοχευμένες κατηγορίες παγίων που μπορούν να εκσυγχρονίσουν την παραγωγική μας βάση και να κάνουν πιο ανταγωνιστικές τις ελληνικές επιχειρήσεις στο διεθνές περιβάλλον.
Επενδύσεις σε εξοπλισμό αναγκαίο για την παραγωγική διαδικασία, στην εφοδιαστική αλυσίδα, σε δαπάνες για έρευνα και καινοτομία, σε τεχνολογία με χαμηλό ενεργειακό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα, σε συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας, σε εξοπλισμούς μηχανοργάνωσης και ψηφιοποίησης των επιχειρήσεων μπορούν να βελτιώσουν την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και έτσι να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας διεθνώς.
Γιατί λοιπόν δεν βοηθάμε κυρίως τις μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν το αναγκαίο ποιοτικό άλμα προς τις διεθνείς αγορές, ενισχύοντας τόσο την ρευστότητα όσο και την κερδοφορία τους μέσα από νέα εργαλεία πολιτικής όπως οι υπεραποσβέσεις;
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως περισσότερες επιχειρήσεις που να παράγουν κέρδη. Κέρδη τα οποία να επανεπενδύονται, ώστε να μετατρέπονται σε περισσότερες δουλειές, που με την σειρά τους θα δημιουργήσουν περισσότερα έσοδα για το κράτος για να μπορεί να πληρώνει μισθούς και συντάξεις και να εξυπηρετεί τα χρέη του. Η έξοδος από τον φαύλο κύκλο της κρίσης απαιτεί νέες ιδέες και ταυτόχρονα την συλλογική συνειδητοποίηση ότι η επιχειρηματικότητα είναι η λύση στα προβλήματά μας.