Όπως προκύπτει από σημαντικές μελέτες και αναλύσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο καιρό (ΣΕΒ, ΙΟΒΕ, ΟΟΣΑ), στην Ελλάδα η αποεπένδυση, δηλαδή η μη ανανέωση υπάρχοντος παραγωγικού δυναμικού προσεγγίζει το 50%, ποσοστό που αποτελεί ρεκόρ στις αναπτυγμένες οικονομίες που συμμετέχουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ελληνική βιομηχανία για παράδειγμα, που το 1990 συμμετείχε με ποσοστό 21 % στον σχηματισμό του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος, σήμερα μετά βίας αντιπροσωπεύει το 13 % του ΑΕΠ. Στο μέτρο δε που η χώρα δεν δέχεται ξένες άμεσες επενδύσεις, η απαξίωση του παραγωγικού της δυναμικού θα συνεχιστεί απομακρύνοντας και τις όποιες δυνατότητες για οικονομική ανανέωση και ανάπτυξη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, τα τελευταία φορολογικά μέτρα, που προβλέπουν αύξηση της έμμεσης και άμεσης φορολογίας, είναι βέβαιο ότι θα πλήξουν την όποια αναπτυξιακή προοπτική και κατά την εκτίμησή μας θα οδηγήσουν σε μείωση των προσδοκώμενων εσόδων. Με άλλα λόγια, η αύξηση της φορολογίας δεν θα έχει κανένα εισοδηματικό αποτέλεσμα για το κράτος. Για παράδειγμα, η επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των δημοσίων εσόδων καθώς θα βάζει βαθιά το χέρι του κράτους στις τσέπες των καταναλωτών, οι οποίοι δεν θα έχουν άλλη διέξοδο από το να μειώσουν την κατανάλωση. Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα ο ανήθικος χαρακτήρας της υπερφορολόγησης προϊόντων όπως ο καφές και η μπύρα, τα οποία αποτελούν τρέχουσα καταναλωτική ανάγκη. Περιττό να τονιστεί βέβαια ότι η αυξημένη φορολογία θα απομακρύνει και τους επενδυτές, οι οποίοι θα αναζητήσουν καλύτερες ευκαιρίες σε ξένες αγορές. Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του όλου προβλήματος, ότι η αύξηση του φόρου στα καπνικά προϊόντα θα γιγαντώσει το λαθρεμπόριο και την εγκληματική δραστηριότητα στον κλάδο αυτό με νέες απώλειες για το δημόσιο αντί εσόδων.
Παράλληλα ένα ακόμα ισχυρό σοκ αναμένεται να δεχθεί και ο κλάδος του εμπορίου εξαιτίας της αύξησης κατά μια ποσοστιαία μονάδα του υφιστάμενου συντελεστή ΦΠΑ από την 1η Ιουνίου. Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό, ότι με βάση την κεκτημένη εμπειρία, η αύξηση αυτή έχει εντελώς θεωρητική σημασία δεδομένου ότι είναι αμφίβολο αν θα τονώσει τα έσοδα από το ΦΠΑ.
Σε μια εποχή λοιπόν όπου ακόμη και η ίδια η κυβέρνηση αναγνωρίζει την ανάγκη ανάπτυξης και επενδυτικής ανάκαμψης, μέλημά της θα έπρεπε να είναι το νοικοκύρεμα του δημόσιου τομέα, η περιστολή των σπαταλών του κράτους, ο εξ ορθολογισμός των υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης και βεβαίως η επίλυση του χρόνιου αλλά πολύ σοβαρού προβλήματος της απονομής δικαιοσύνης. Εάν τα προβλήματα αυτά δεν επιλυθούν με την ταχύτητα που υπαγορεύουν οι εξελίξεις, πολύ φοβόμαστε ότι η αποεπένδυση θα αποκτήσει ενδημικό χαρακτήρα, με άμεσο και πολύ οδυνηρό αποτέλεσμα την φυγή από την Ελλάδα επιχειρήσεων και φαιάς ουσίας.
Είναι καιρός λοιπόν η κυβέρνηση να δώσει ειδικό βάρος στα σοβαρά θεσμικά και δομικά προβλήματα της χώρας, επανεξετάζοντας τις πολιτικές της στο επίπεδο των εσόδων, με κριτήριο όμως τον άμεσο και δραστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών.