Κορυφαίος διπλωμάτης μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας που στηρίζει την Ελλάδα του κ. Αλέξη Τσίπρα είναι ξεκάθαρος: «Η κυβέρνησή σας», μάς λέει, «δεν θέλει επενδύσεις παρά μόνον αν αυτές εξυπηρετούν τους στόχους της…
Υπό αυτούς τους όρους, υπονομεύει η ίδια την ανάπτυξη και απομακρύνει την μεγέθυνση του ήδη πτωτικού Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος σας…». Όσο και αν η διαπίστωση αυτή φαίνεται αινιγματική, εν τούτοις κρύβει μεγάλες αλήθειες αν κανείς την αναλύσει σε βάθος. Αλήθειες οι οποίες φέρνουν ανάγλυφη στο προσκήνιο την δραματική πραγματικότητα που βιώνει η χώρα.
Παράλληλα, όμως, η παραπάνω διαπίστωση –που επαληθεύεται και από αρκετά γεγονότα– αποτελεί και ερμηνευτικό κλειδί για την στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου απέναντι στην κυβέρνηση και εξηγεί γιατί η τελευταία δίνει «μάχες» εναντίον του.
Ως γνωστόν, ο κυβερνητικός σχηματισμός δεν ανήλθε στην εξουσία για να πετύχει την έξοδο της χώρας από την κρίση και την είσοδό της σε φάση αναπτύξεως. Σκοπός του ήταν να διαχειριστεί πολιτικά την δημοσιοϋπαλληλία, τις συντεχνίες του δημόσιου τομέα, την διαπλοκή κράτους και κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και τα λούμπεν στρώματα που τροφοδοτούν την παραοικονομία και την εγκληματικότητα. Με πιο απλά λόγια, οι κ.κ. Τσίπρας και Καμμένος ανήλθαν στην εξουσία για να προστατεύσουν τις πιο απεχθείς πτυχές του πελατειακού κράτους και των παραγόντων που το συνθέτουν.
Προστατεύουν, εξάλλου, ένα κράτος το οποίο έχει σε μεγάλο βαθμό αυτονομηθεί από την πολιτική εξουσία, η οποία προσπαθεί πάντα να τοποθετεί σε κάποιες αρθρώσεις του τους ανθρώπους της, τους «ημέτερους». Εκ των πραγμάτων, έτσι, το πελατειακό κράτος είναι κατά των επενδύσεων και της αναπτύξεως, γιατί το ενοχλεί κάθε φαινόμενο που συνεπάγεται κίνηση. Η ακινησία και η αρπαγή αποτελούν για το ελληνικό κράτος ύπατους σκοπούς υπάρξεώς του, με αποτέλεσμα επενδυτές και παραγωγικά άτομα να είναι εχθροί του. Στο επίπεδο αυτό, έτσι, κυβέρνηση και κράτος συγκλίνουν, γεγονός που έχει γίνει πλέον πλήρως αντιληπτό και στους εταίρους-δανειστές μας.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαία ούτε τα ειρωνικά σχόλια του περιοδικού The Economist για τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις στην Ελλάδα, ούτε η περιπαικτική αρθρογραφία δημοσιογράφων όπως ο Ζαν Κατρμέρ, που προσφάτως ακόμα τόνιζε στην Λιμπερασιόν ότι η σωστότερη λέξη για τον όρο επένδυση στην Ελλάδα είναι η «αρπαχτή».
Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι ο ίδιος αρθρογράφος επαινούσε την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η χώρα, τονίζοντας ότι σκοπίμως αυτό οδηγείται σταδιακά εκτός Ελλάδος, για αμιγώς πολιτικούς λόγους. Όσο λιγότερα δημιουργικά και παραγωγικά άτομα διαθέτει μία κοινωνία, τόσο το καλύτερο για την πολιτική και κρατική εξουσία: αποδυναμώνουν τον ανταγωνισμό με δυνάμεις που δεν κερδίζονται καθόλου εύκολα σε μία ανοικτή κοινωνία. Αντιθέτως, με τον δυναμισμό και την εφευρετικότητά τους, δημιουργούν προβλήματα στις ακίνητες κοινωνίες της διαπλοκής, γιατί απλώς αμφισβητούν μονολιθικές σχέσεις εξουσίας.
Κοντολογίς, οι ιδιωτικές επενδύσεις σε μία κοινωνία δημιουργούν θύλακες ελευθερίας οι οποίοι δεν είναι καθόλου επιθυμητοί από πολιτικές παρατάξεις που έχουν καθεστωτική αντίληψη. Για τις παρατάξεις αυτές, ο εξισωτισμός προς τα κάτω αποτελεί μέγα ζητούμενο και αυτός είναι ο λόγος που απεχθάνονται την αριστεία και θέλουν υποβαθμισμένη την εκπαίδευση.
Υπό αυτή την έννοια, επειδή η γνώση είναι εξίσου επικίνδυνη με την επένδυση και την ανάπτυξη, η σημερινή κυβέρνηση θέλει να εξευτελίσει και την παιδεία. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση δημιούργησε μία Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία, η οποία, μέσα από γενικόλογες και πρόχειρες διατυπώσεις, προσπαθεί να καταργήσει στα δημοτικά σχολεία κάθε ζώνη εμπλουτισμού των διαδικασιών μαθήσεως που συνδέουν τα σχολεία με τις τοπικές κοινωνίες, την Ευρώπη και τον σύγχρονο πραγματικό κόσμο. Θέλει να απομακρύνει με κάθε τρόπο το σχολείο από καινοτόμα προγράμματα και δράσεις που μπορούν να προσφέρουν ανάσες προόδου στο πιο συγκεντρωτικό και άθλιο εκπαιδευτικό σύστημα του δυτικού κόσμου.
Ακόμα χειρότερα, όπως επισημαίνει και ο καθηγητής Μέσης Εκπαιδεύσεως κ. Λεωνίδας Καστανιάς, η επιτροπή αυτή «προτίθεται να καταργήσει την βαθμολογία σε όλη την υποχρεωτική εκπαίδευση και να αντικαταστήσει τις ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις στο τέλος του Γυμνασίου με εργασίες. Μία παγκόσμια πρωτοτυπία, στο μέτρο που όλος ο κόσμος εξετάζει και βαθμολογεί με κάποιον τρόπο. Γιατί άλλη η παιδαγωγική αξία της γραπτής εξέτασης επί μεγάλου μέρους της διδαγμένης ύλης και άλλο πράγμα οι ερευνητικές εργασίες. Και απορώ πώς οι καθηγητές της επιτροπής το αγνοούν. Δηλαδή, πώς θα ελέγξω αν ο μαθητής έμαθε να εφαρμόζει τους νόμους δύναμης και κίνησης, ή να λύνει την πρωτοβάθμια εξίσωση; Με εργασία στο βιογραφικό του Newton;».
Είναι κατάδηλο ότι, επειδή οι εξετάσεις προτρέπουν τους μαθητές να μελετούν, να προσπαθούν, να δοκιμάζονται και να αξιολογούνται, η κυβέρνηση θεωρεί την διαδικασία αυτή επικίνδυνη. Δεν θέλει απέναντί της άτομα με κριτικό πνεύμα και ελεύθερη σκέψη. Βολεύεται καλύτερα με μία «φάρμα ζώων», όπως θα έλεγε και ο Τζωρτζ Όργουελ. Μία κοινωνία πιθήκων είναι σίγουρα πολύ κοντά στο «όραμα» του κ. Αλέξη Τσίπρα και των συν αυτώ.