Μπορεί τελικά το Hellenic American University (HAU), η Ελληνοαμερικανική Ένωση και το ελληνικό τμήμα της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (ΕΕΔ) να διοργάνωσαν μία εσπερίδα με θέμα το ερώτημα αν η Ελλάδα ανήκει στην Δύση, πλην όμως ήταν αυτό το σωστό ερώτημα; Μήπως οι διοργανωτές θα έπρεπε να πάνε πιο μακρυά και να αναρωτηθούν ποια είναι τα βαθύτερα αίτια του πολιτικού ανορθολογισμού στην χώρα;
Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να ομολογηθεί ότι στην Ελλάδα, αν εξαιρέσει κανείς την μελέτη των ζητημάτων που σχετίζονται με την άρθρωση του πνευματικού κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δεν έχει ακόμη γίνει πρωτογενής και συστηματική έρευνα για τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν το πεδίο της ιδεολογίας, των συλλογικών στάσεων, αλλά και των επιστημονικών ιδεών. Δεν έχει ακόμη μελετηθεί το φαινόμενο της μεταφοράς συγκεκριμένων ρευμάτων σκέψης και ιδεολογικών από την Δύση στον ελληνικό χώρο, αλλά ούτε και ο βαθμός της διήθησής τους στην ελληνική διανόηση με βάση τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Δεν έχει επίσης μελετηθεί η διαδικασία συγκρότησης των «γηγενών» φιλοσοφικών και γενικότερα ιδεολογικών μορφωμάτων που σε ιστορική αντιστοιχία με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, ή σε υπαλληλία προς αυτά, διαμόρφωσαν τον ορίζοντα της ελληνικής σκέψης.
Μάλιστα, με σπάνιες ίσως εξαιρέσεις, δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί στο επίπεδο των ιδεών ούτε οι κρίσιμες τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν η ελληνική διανόηση αμφιταλαντεύεται μεταξύ των αρχών και των αξιών του οικονομικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού κα της αναδίπλωσης στον εθνικό πυρήνα, δηλαδή της αναδιάταξης της ιδεολογίας του παραδοσιακού εθνοκεντρισμού με άξονα το όραμα του αλυτρωτισμού. Αμφιταλάντευση που, όπως γράφει ο Γιώργος Κόκκινος στο βιβλίο του για τον Νεοκλή Καζάζη, «ωθεί την εγχώρια διανόηση να εγγράψει στο γηγενές αυτό αξιολογικό δίπολο την σύγκρουση που χαρακτηρίζει την δυτικοευρωπαϊκή διανόηση την ίδια περίοδο –όταν στο μεν πεδίο της σκέψης κλονίζεται η ηγεμονία του επιστημονισμού, ενώ, παράλληλα, στο πεδίο της πολιτικής ιδεολογίας, το κυρίαρχο έως τότε «παράδειγμα» του φιλελευθερισμού υποχωρεί μπροστά στην δυναμική του πολιτικού ρομαντισμού και ανορθολογισμού».
Κατά τον συγγραφέα, «η ανεπάρκεια αυτή της ελληνικής ιστοριογραφίας δεν οφείλεται μόνον στην αδυναμία της να ανταποκριθεί σε ένα ποικίλο πλήθος ερευνητικών αναγκών, αλλά οφείλεται και σε μία πάγια δυσπιστία των Ελλήνων ιστορικών προς την ιστορία των ιδεών και την διανοητική ιστορία. Ενώ, δηλαδή, στο ευρωπαϊκό και αμερικανικό ακαδημαϊκό πλαίσιο οι τελευταίες απολαμβάνουν πλήρους ισοτιμίας με τα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα της ιστορίας, στην Ελλάδα, αντίθετα, ίσως η νεωτερικότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούν και ειδικότερα ο προσανατολισμός τους σε τεχνικές ανάλυσης που δανείζονται από την γλωσσολογία και την λογοτεχνική κριτική, όπως η ανάλυση περιεχομένου και η διακειμενικότητα, να συνιστούν τις βασικές αιτίες που τις απωθούν στα ακραία όρια της ιστοριογραφικής πρακτικής, ή που τις εμποδίζουν να υπερβούν την σχετική τους περιθωριοποίηση».
Οι παρατηρήσεις που προηγούνται πιστεύουμε ότι έχουν μεγάλη σημασία και ίσως θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν σε μία έρευνα μελέτης του ελληνικού πολιτικού ανορθολογισμού και την βαθύτερων ιστορικών και, γιατί όχι, ψυχολογικών αιτίων του.
Όταν, για παράδειγμα, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Θάνος Βερέμης υποστηρίζει ότι «στην χώρα μας ο λαός κοιτάει στην Ανατολή και η ηγεσία του στην Δύση», δεν πρόκειται για ένα παράδοξο που χρήζει βαθύτερης αναλύσεως και ίσως ψυχοπαθολογικής έρευνας; Όταν στην εκδήλωση που προαναφέραμε ο καθηγητής κ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης και ο συγγραφέας-δημοσιογράφος κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος τονίζουν ότι «ως κοινότητα δεν έχουμε ποτέ αποφασίσει γιατί θέλουμε να είμαστε στην Ευρώπη», δεν τίθεται για την χώρα ένα σοβαρό υπαρξιακό πρόβλημα; Δεν θα πρέπει έτσι να αναζητηθούν οι πραγματικές ιστορικές και όχι μόνον καταβολές του προβλήματος; Δεν θα χρειαστεί να ξανακάνουμε ένα μακροβούτι στην ιστορία μας και να δούμε εκ νέου πώς αυτή εγγράφεται στον χρόνο πέρα από αρχαιοπληξίες και άλλες επίχρυσες ανακρίβειες;
Ωστόσο, ένα άλλο πολύ σημαντικό πρόβλημα που επισημάνθηκε στην εκδήλωση του HAU είναι αυτό του σχηματισμού της μεταοθωμανικής φαυλοκρατίας στην Ελλάδα και της σημερινής της δράσης μέσω της κρατικής γραφειοκρατίας. Η τελευταία, κατά τον πρόεδρο του HAU κ. Λεωνίδα-Φοίβο Κόσκο, είναι η κύρια πηγή της κακοδαιμονίας της χώρας και το βασικό εμπόδιο εισόδου της νεωτερικότητας στην κοινωνική και οικονομική της οργάνωση. «Ναι, η Ελλάδα ανήκει στην Δύση», λέει ο κ. Κόσκος, «πλην όμως το σύγχρονο ελληνικό υπερσυγκεντρωτικό κράτος, σε συνδυασμό με αδύναμους πολίτες, δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο που κάνει αδύνατη την έξοδο από την κρίση, όπως και την οργανική ένταξη στην Δύση. Πρέπει, λοιπόν, μέσα από την ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών, να υπάρξει αποσυγκέντρωση του αυταρχικού κράτους, το οποίο πριν απ’ όλα προσβάλλει και την διεθνή θέση της χώρας».
Από την άποψη αυτή, δεν είναι λίγοι σε Ευρώπη και Αμερική που θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι μία «μη κανονική χώρα», η οποία δεν εμπνέει πλέον εμπιστοσύνη σε κανέναν. Και μόνον κάποιοι ανόητοι μπορούν να πιστεύουν ότι, χωρίς εμπιστοσύνη, μία κοινωνία έχει δυνατότητες να πάει μπροστά.