Οι διεστραμμένοι εγκέφαλοι του Ιερού Πολέμου κατά της Δύσης και του πολιτισμού εν γένει, έχουν έναν σοβαρό στόχο: να προκαλέσουν την μήνι του δυτικού ανθρώπου κατά παντός μουσουλμάνου. Με πιο απλά λόγια, σε μία Ευρώπη η οποία έχει σήμερα στην καρδιά της περί τα 40 εκατομμύρια μουσουλμάνους, επιδιώκουν την πρόκληση μιας νέας συγκρούσεως με ξεκάθαρα θρησκευτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά.
Υπό αυτή την έννοια, θέτουν στις κοινωνίες δικαίου της Δύσης ένα σοβαρό δίλημμα: περισσότερη ελευθερία ή μεγαλύτερη ασφάλεια; Ευρύτερο κράτος δικαίου ή περιστολή του; Λιγότερα ή περισσότερα δικαιώματα για τους μουσουλμάνους της Δύσης, οι οποίοι το 2050 θα φθάνουν τα 65 εκατομμύρια;
Στο πλαίσιο αυτό, οι άνθρωποι της ισλαμικής πανώλους λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα και, βεβαίως, αξιοποιούν πλήρως τους μηχανισμούς δικαίου και κοινωνικής προστασίας των δυτικών δημοκρατιών.
Κυρίως, όμως, «παίζουν» με την ιδεολογική αφροσύνη των αποκαλούμενων «προοδευτικών» πολιτικών και διανοουμένων και με τις εγκληματικές οργανώσεις που λειτουργούν στον δυτικό κόσμο. Έτσι, στην τροφοδότηση του Ισλαμικού Κράτους με όπλα, χρήμα και ανεγκέφαλους δολοφόνους-καμικάζι, σημαντικός είναι ο ρόλος των διαφόρων μαφιών που λειτουργούν στην Αλβανία, στο Κόσσοβο, στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στην Τσετσενία και στην Τουρκία, καθώς και κάποιων ιμάμηδων που έχουν έδρα στο Βέλγιο, στην Γαλλία, στην Ολλανδία και στην Γερμανία.
Από την άποψη αυτή, στο Βέλγιο για παράδειγμα, μία βόλτα στην περιοχή του Μολενμπέεκ –η οποία πλέον θεωρείται και το κεντρικό επιτελείο των σκληρών ισλαμιστών– πείθει ακόμα και τους πιο δύσπιστους ότι ο τζιχαντισμός είναι πανταχού παρών. Στον δρόμο είναι σπάνιο να ακούσει κανείς την γαλλική ή την φλαμανδική γλώσσα. Στις καφετέριες, βλοσυροί σερβιτόροι αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία οποιονδήποτε μη μουσουλμάνο και τού δίνουν να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητος. Στους παράδρομους της περιοχής, η διακίνηση ναρκωτικών δίνει και παίρνει, είναι δε φανερή η ανοχή των αρχών απέναντι στην αποκαλούμενη «μικρή εγκληματικότητα». Στα τζαμιά της πόλης τα αντιδυτικά κηρύγματα μίσους βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη και βεβαίως φαντάζουν πολύ πειστικά σε ανεγκέφαλους νέους οι οποίοι επιδοτούνται εφ’ όρου ζωής από το βελγικό κοινωνικό κράτος.
Εξάλλου, στο Μολενμπέεκ, επί δημαρχίας του σοσιαλιστή Φιλίπ Μουρώ, η σύντροφος του οποίου είναι Μαροκινή, υπήρχε απόλυτη ανοχή στην εφαρμογή του ισλαμικού νόμου, με αποτέλεσμα Βέλγοι, Ιταλοί και Ισπανοί που κατέκλυζαν την περιοχή να την εγκαταλείψουν. Σε κριτική που είχε ασκηθεί από Βέλγο δημοσιογράφο για τα έργα και τις ημέρες του δημάρχου Μουρώ, ο τελευταίος τον καθύβρισε χαρακτηρίζοντάς τον «γκαιμπελίσκο» και «όργανο του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού».
Έτσι, υπό την σκέπη αυτή της ιδεολογικής ασυναρτησίας, το Μολενμπέεκ είναι σήμερα πραγματικός ομφαλός του ακραίου ισλαμισμού στην καρδιά της Ευρώπης, γεγονός που διευκολύνει την αντιμετώπισή του αν οι βελγικές αρχές θελήσουν να δράσουν υπεύθυνα και σοβαρά. Οι βελγικές αρχές ασφαλείας γνωρίζουν ποιος είναι ποιος σε μία περιοχή όπου απαγορεύεται στις γυναίκες να αναζητούν εργασία και απειλούνται από μαφιο-ισλαμικά δίκτυα οι ενήλικες που επιθυμούν να σπουδάσουν!
Τόσο το Μολενμπέεκ, δίπλα στις Βρυξέλλες, όσο και άλλες περιοχές, στην Γαλλία και ιδιαίτερα στο Παρίσι και την Μασσαλία, χρόνια τώρα ελέγχονται από ισλαμικές μαφίες, τις οποίες κανείς δεν ενοχλεί εν ονόματι του κράτους δικαίου. Όπως στο παρελθόν ουδείς ασχολήθηκε με τους τρόπους που οι μαφίες αυτές στρατολογούσαν «χρήσιμους ηλίθιους» στα γκέτο –τα οποία οι ίδιες δημιούργησαν, ακριβώς για να μπορέσουν να δρουν άνετα και με άλλοθι τον …«νεοφιλελευθερισμό» και την παγκοσμιοποίηση. Τα τελευταία χρόνια, πάνω από 2.000 νέοι ταξίδεψαν από το Βέλγιο και την Γαλλία προς την Συρία και το Ιράκ και, σύμφωνα με τις επίσημες αστυνομικές καταγραφές, οι 800 έχουν επιστρέψει «ματσωμένοι» στην Ευρώπη. Επηρεάζουν έτσι άμεσα τα δίκτυα φίλων και συγγενών που διαθέτουν και τα οποία συμμετέχουν και αυτά με τον τρόπο τους στην ανάπτυξη της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, η σημερινή Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει πολλά και σοβαρά προβλήματα, με καίριο την απάντηση στο ερώτημα ελευθερία ή ασφάλεια.
Ωστόσο, ένα άλλο επίσης πολύ σημαντικό ερώτημα είναι αυτό των δεσμών μεταξύ εγκληματικότητας και ισλαμοφασιστικής τρομοκρατίας. Πιστεύουμε ότι μία μέθοδος αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού δεν έγκειται τόσο στην πρόληψη, όσο στο κόστος της ποινής του παραβάτη. Αν η ασφάλεια έχει κόστος στις μέρες μας, είναι υψηλότερο το αντίστοιχο κόστος της ανασφάλειας. Συνεπώς, οι παράγοντες που προκαλούν ανασφάλεια δεν είναι δυνατόν να κινούνται και να δρουν στο χαμηλότερο δυνατό κόστος γι αυτούς.
Αυτή είναι μία πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως ευρωπαϊκή βεβαίως θα πρέπει να είναι και η απάντηση στο θέμα της ασφάλειας. Όλες οι άλλες εκδοχές και αστείες ερμηνείες μόνον υπηρεσίες προσφέρουν στην διάδοση της ισλαμικής πανώλους.