Διχοτομείται η ελληνική κοινωνία

του Δημήτρη Δασκαλόπουλου*

Σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, ο κρατικός μηχανισμός στηρίζεται πολύ στην παραγωγή γνώσης, επιστημονικών στοιχείων και ερευνητικού έργου για να διαμορφώσει πολιτική. Το έργο αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για την αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών κρατών, καθώς περιλαμβάνει τον εντοπισμό των προβλημάτων, την χαρτογράφηση και την ιεράρχησή τους, την ανάλυση διεθνών πρακτικών και την επιλογή της καταλληλότερης λύσης στα εκάστοτε προβλήματα. Σε αυτό το επίπεδο, η Ελλάδα υστερεί δραματικά.

Ο δημόσιος διάλογος για τα πιο σημαντικά και κρίσιμα θέματα είναι ρηχός, ελλιπής σε στοιχεία, διαποτισμένος από προκαταλήψεις και στρεβλώσεις. Βασίζεται περισσότερο σε συνθήματα και επιφανειακές γνώμες, στο συναίσθημα, στον συμβολισμό και όχι σε τεκμηριωμένη πληροφορία. Τα τελευταία χρόνια, εξαντλείται ουσιαστικά σε τηλεοπτικά πάνελς, όπου ανταλλάσσονται άσφαιρα κομματικά πυρά. Ανάγκη δημόσιου διαλόγου υπάρχει μέσα στην ίδια την κοινωνία, αλλά η κυρίαρχη μορφή διαλόγου παραμένει άγονη και αδιέξοδη.

Με αυτές τις σκέψεις και προδιαγραφές αποφάσισα να ιδρύσω την «διαΝΕΟσις». Έναν εντελώς ανεξάρτητο, αυτόνομο, μη κερδοσκοπικό ερευνητικό οργανισμό, με έδρα την Αθήνα.

Στόχος και φιλοδοξία του είναι η τροφοδότηση του δημόσιου διαλόγου με τεκμηριωμένα στοιχεία, η εκπόνηση μελετών βάθους και προοπτικής, και η διατύπωση συγκεκριμένων και εφαρμόσιμων προτάσεων ικανών να συμβάλλουν στην υπέρβαση των κρίσιμων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας. Η «διαΝΕΟσις» θα έχει ελληνική ψυχή, αλλά ευρωπαϊκό μυαλό και παγκόσμια μάτια, καθώς οι μεγάλες ευρωπαϊκές και διεθνείς προκλήσεις και ανακατατάξεις βαραίνουν καθοριστικά στην χάραξη των εθνικών επιλογών.

Η όλη δραστηριότητα της «διαΝΕΟσις» επιβλέπεται από ένα Σώμα Συμβούλων (Advisory Board), ενώ ένα ολιγομελές Εποπτικό Συμβούλιο προσδιορίζει τις γενικές κατευθύνσεις και χαράσσει την πολιτική. Οι 40 διακεκριμένες προσωπικότητες από τον χώρο της επιστήμης, της έρευνας, της επιχειρηματικότητας, των τεχνών και της κοινωνικής προσφοράς, που δέχθηκαν με μεγάλη προθυμία και ανιδιοτέλεια να συμμετάσχουν στα συμβούλια αυτά, πραγματικά μάς τιμούν και γι αυτό θέλω δημόσια να τους ευχαριστήσω.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός παρουσίασε πρόσφατα μία μεγάλη δημοσκοπική έρευνα, που ξεφεύγει από τις κλασσικές μετρήσεις της κοινής γνώμης. Πρόκειται για μία έρευνα που θέλει να προσφέρει μία πανοραμική και ταυτόχρονα αρκετά λεπτομερειακή ακτινογραφία των αντιλήψεων, ιδεών και αξιών που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία. Αποτυπώνει το ιδεόγραμμα της σημερινής Ελλάδας σε αυτή την κρίσιμη, αβέβαιη και ασφαλώς μεταβατική φάση στην οποία βρισκόμαστε. Ο σχεδιασμός της εντάσσεται σε μία ερευνητική στρατηγική μακράς πνοής, καθώς η έρευνα θα επαναλαμβάνεται μία φορά κάθε χρόνο ώστε να έχουμε συγκρίσιμα δεδομένα για το αξιακό προφίλ της ελληνικής κοινωνίας.

Θέλω να σταθώ με ανησυχία σε μία νέα παράμετρο που αναδεικνύεται μέσα από τις απαντήσεις. Ύστερα από 35 χρόνια οργανικής ένταξης στον ευρωπαϊκό θεσμικό και οικονομικό μηχανισμό, η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται σήμερα ουσιαστικά διχοτομημένη σε ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές. Μία διχοτόμηση που προοπτικά, όσο η Ελλάδα παραμένει σε δομική κρίση, μπορεί να εξελιχθεί σε νέο διχασμό.

Τον νεοελληνισμό χαρακτήριζε εξ αρχής ένας μετεωρισμός μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η συνεχής αναζήτηση μιας ταυτότητας, μιας ιδιοπροσωπίας που παρέμενε σχετικά αμορφοποίητη. Η ένταξή μας στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και η εθνική αυτοπεποίθηση που μάς ενέπνευσε τότε, φάνηκε πως έλυνε οριστικά το δίλημμα τού «τί είναι η Ελλάς;». στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ο φιλοευρωπαϊσμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία μιας Ελλάδας που ήθελε να αποτελεί –και αποτελούσε– οργανικό μέλος της Ευρώπης, από την οποία προσδοκούσε ερείσματα για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της.

Η εικόνα αυτή σήμερα αποτελεί παρελθόν, σύμφωνα με την έρευνα.

Η συνεχιζόμενη κρίση, η άγονη αντιπαράθεση μνημονιακών-αντιμνημονιακών επί 6 χρόνια, αλλά και ο άτεγκτος οικονομικός δογματισμός της λιτότητας που δοκιμάζει τις αντοχές της κοινωνίας μας, έχουν δημιουργήσει έναν συμπαγή αντιευρωπαϊσμό –πιο εκτεταμένο και βαθύτερο από την τυπική εκλογική του εκπροσώπηση.

Από την άλλη, ο φιλοευρωπαϊσμός μας έχει προσλάβει έναν αμυντικό, σχεδόν παθητικό χαρακτήρα. Είμαστε παθητικοί Ευρωπαίοι. Μένουμε Ευρώπη γιατί φοβόμαστε ότι εκτός Ευρώπης θα είμαστε χειρότερα. Το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες, ό,τι κι αν σημαίνει σήμερα αυτό, έχει πάψει να εμπνέει την μεγαλύτερη μερίδα και αυτών ακόμα των Ελλήνων πολιτών που δηλώνουν ευρωπαϊστές. Στην πραγματικότητα είναι «ευρωρεαλιστές».

Η Ελλάδα σήμερα έχει ξανά το πρόβλημα προσανατολισμού και εκτρέφει στους κόλπους της το σπέρμα ενός νέου διχασμού. Αυτή είναι η χειρότερη μέχρι στιγμής επίπτωση της οικονομικής κρίσης –η οποία επίσης διχάζει τους Έλληνες, σύμφωνα με την έρευνα.

Παρά ταύτα, εμείς οι Έλληνες, σε συντριπτική πλειοψηφία, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης, κοινωνικής θέσης, μορφωτικού επιπέδου, εξακολουθούμε να έχουμε υψηλή ιδέα για τους εαυτούς μας και την χώρα μας. Η έρευνα λέει ότι, παρά την τραυματική εμπειρία των τελευταίων ετών, δεν πάψαμε να θεωρούμε ότι είμαστε ο περιούσιος λαός, απευθείας απόγονος του αρχαίου λαμπρού παρελθόντος, και ότι ελέω της πολιτιστικής μας κληρονομιάς προσφέρουμε στην Ευρώπη περισσότερα απ’ ό,τι εκείνη μάς παρέχει –και οφείλει να συνεχίσει να μάς παρέχει.

Σύμπλεγμα ανωτερότητας; Εθνική έπαρση; Σύνδρομο εθνικού ναρκισσισμού; Ή μήπως πρόκειται για την επιθετική προβολή ενός ελλείμματος εθνικής αυτοπεποίθησης;

Το ένδοξο παρελθόν μας δεν μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι η θέση μας στην ευρωπαϊκή γεωγραφία και οικονομία παραμένει αμελητέα –και επισφαλής. Η ιδεατή εικόνα που τρέφουμε για τους εαυτούς μας δεν αναιρεί το γεγονός ότι είμαστε μία χώρα που δεν παράγει και ένας λαός που στο μεγάλο μέρος του έχει ξεχάσει να προσπαθεί. Έτσι, στην πράξη, έχουμε αδυναμία προσαρμογής και ενσωμάτωσής μας στην Ευρώπη και στον σύγχρονο κόσμο. Το παρελθόν και οι παραδόσεις μας μάς προσδίδουν αναμφίβολα μία αξιόλογη ιδιοπροσωπία, την οποία οφείλουμε ασφαλώς να διαφυλάξουμε. Αλλά, στον σημερινό ανταγωνιστικό κόσμο, όλα αρχίζουν και καταλήγουν στην οικονομία! Το λαμπρό παρελθόν χωρίς ισχυρή παραγωγική βάση, δεν αποτελεί πλεονέκτημα. Είναι άλλοθι αδράνειας και εμπόδιο στην εθνική μας αυτογνωσία και ενηλικίωση.

Για μένα, το μήνυμα και το δίδαγμα τούτων των χρόνων της κρίσης είναι ότι πρέπει να πάψουμε να εξαρτάμε την επιβίωσή μας από την επιείκεια των εταίρων μας, που έχει εξαντληθεί, ή από την κοινοτική αλληλεγγύη, που ολοένα φθίνει. Θα επιβιώσουμε ως χώρα μόνον αν επιδιώξουμε μία παραγωγική επανένταξή μας στην βαλκανική και ευρωπαϊκή ενδοχώρα, στον σύγχρονο κόσμο. Η ιδιοπροσωπία μας πρέπει να πάψει να είναι αυτάρεσκη και να γίνει ενεργητική. Δημιουργία. Στην σημερινή εποχή δεν μετρούν οι δάφνες του μακρινού παρελθόντος, αλλά τα επιτεύγματα του παρόντος –στην οικονομία όπως και στον πολιτισμό. Αυτά πάνε μαζί. Η Ελλάδα καλείται λοιπόν να γίνει ποιοτική, παραγωγική και ανταγωνιστική. Αλλιώς θα καταδικαστεί οριστικά στο περιθώριο και την ανυποληψία.

Η «διαΝΕΟσις» θα συμβάλλει όσο μπορεί με τις μελέτες, τις δράσεις της, την παροχή στοιχείων, στην προσπάθεια να ξαναγίνει η χώρα μας έθνος υπολογίσιμο. Αλλά η δημιουργική αντίσταση του τόπου προϋποθέτει την συνειδητοποίηση και την ενεργοποίηση όλων μας.

Σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, ο κρατικός μηχανισμός στηρίζεται πολύ στην παραγωγή γνώσης, επιστημονικών στοιχείων και ερευνητικού έργου για να διαμορφώσει πολιτική. Το έργο αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για την αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών κρατών, καθώς περιλαμβάνει τον εντοπισμό των προβλημάτων, την χαρτογράφηση και την ιεράρχησή τους, την ανάλυση διεθνών πρακτικών και την επιλογή της καταλληλότερης λύσης στα εκάστοτε προβλήματα. Σε αυτό το επίπεδο, η Ελλάδα υστερεί δραματικά.

Ο δημόσιος διάλογος για τα πιο σημαντικά και κρίσιμα θέματα είναι ρηχός, ελλιπής σε στοιχεία, διαποτισμένος από προκαταλήψεις και στρεβλώσεις. Βασίζεται περισσότερο σε συνθήματα και επιφανειακές γνώμες, στο συναίσθημα, στον συμβολισμό και όχι σε τεκμηριωμένη πληροφορία. Τα τελευταία χρόνια, εξαντλείται ουσιαστικά σε τηλεοπτικά πάνελς, όπου ανταλλάσσονται άσφαιρα κομματικά πυρά. Ανάγκη δημόσιου διαλόγου υπάρχει μέσα στην ίδια την κοινωνία, αλλά η κυρίαρχη μορφή διαλόγου παραμένει άγονη και αδιέξοδη.

Με αυτές τις σκέψεις και προδιαγραφές αποφάσισα να ιδρύσω την «διαΝΕΟσις». Έναν εντελώς ανεξάρτητο, αυτόνομο, μη κερδοσκοπικό ερευνητικό οργανισμό, με έδρα την Αθήνα.

Στόχος και φιλοδοξία του είναι η τροφοδότηση του δημόσιου διαλόγου με τεκμηριωμένα στοιχεία, η εκπόνηση μελετών βάθους και προοπτικής, και η διατύπωση συγκεκριμένων και εφαρμόσιμων προτάσεων ικανών να συμβάλλουν στην υπέρβαση των κρίσιμων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας. Η «διαΝΕΟσις» θα έχει ελληνική ψυχή, αλλά ευρωπαϊκό μυαλό και παγκόσμια μάτια, καθώς οι μεγάλες ευρωπαϊκές και διεθνείς προκλήσεις και ανακατατάξεις βαραίνουν καθοριστικά στην χάραξη των εθνικών επιλογών.

Η όλη δραστηριότητα της «διαΝΕΟσις» επιβλέπεται από ένα Σώμα Συμβούλων (Advisory Board), ενώ ένα ολιγομελές Εποπτικό Συμβούλιο προσδιορίζει τις γενικές κατευθύνσεις και χαράσσει την πολιτική. Οι 40 διακεκριμένες προσωπικότητες από τον χώρο της επιστήμης, της έρευνας, της επιχειρηματικότητας, των τεχνών και της κοινωνικής προσφοράς, που δέχθηκαν με μεγάλη προθυμία και ανιδιοτέλεια να συμμετάσχουν στα συμβούλια αυτά, πραγματικά μάς τιμούν και γι αυτό θέλω δημόσια να τους ευχαριστήσω.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός παρουσίασε πρόσφατα μία μεγάλη δημοσκοπική έρευνα, που ξεφεύγει από τις κλασσικές μετρήσεις της κοινής γνώμης. Πρόκειται για μία έρευνα που θέλει να προσφέρει μία πανοραμική και ταυτόχρονα αρκετά λεπτομερειακή ακτινογραφία των αντιλήψεων, ιδεών και αξιών που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία. Αποτυπώνει το ιδεόγραμμα της σημερινής Ελλάδας σε αυτή την κρίσιμη, αβέβαιη και ασφαλώς μεταβατική φάση στην οποία βρισκόμαστε. Ο σχεδιασμός της εντάσσεται σε μία ερευνητική στρατηγική μακράς πνοής, καθώς η έρευνα θα επαναλαμβάνεται μία φορά κάθε χρόνο ώστε να έχουμε συγκρίσιμα δεδομένα για το αξιακό προφίλ της ελληνικής κοινωνίας.

Θέλω να σταθώ με ανησυχία σε μία νέα παράμετρο που αναδεικνύεται μέσα από τις απαντήσεις. Ύστερα από 35 χρόνια οργανικής ένταξης στον ευρωπαϊκό θεσμικό και οικονομικό μηχανισμό, η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται σήμερα ουσιαστικά διχοτομημένη σε ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές. Μία διχοτόμηση που προοπτικά, όσο η Ελλάδα παραμένει σε δομική κρίση, μπορεί να εξελιχθεί σε νέο διχασμό.

Τον νεοελληνισμό χαρακτήριζε εξ αρχής ένας μετεωρισμός μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η συνεχής αναζήτηση μιας ταυτότητας, μιας ιδιοπροσωπίας που παρέμενε σχετικά αμορφοποίητη. Η ένταξή μας στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και η εθνική αυτοπεποίθηση που μάς ενέπνευσε τότε, φάνηκε πως έλυνε οριστικά το δίλημμα τού «τί είναι η Ελλάς;». στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ο φιλοευρωπαϊσμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία μιας Ελλάδας που ήθελε να αποτελεί –και αποτελούσε– οργανικό μέλος της Ευρώπης, από την οποία προσδοκούσε ερείσματα για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της.

Η εικόνα αυτή σήμερα αποτελεί παρελθόν, σύμφωνα με την έρευνα.

Η συνεχιζόμενη κρίση, η άγονη αντιπαράθεση μνημονιακών-αντιμνημονιακών επί 6 χρόνια, αλλά και ο άτεγκτος οικονομικός δογματισμός της λιτότητας που δοκιμάζει τις αντοχές της κοινωνίας μας, έχουν δημιουργήσει έναν συμπαγή αντιευρωπαϊσμό –πιο εκτεταμένο και βαθύτερο από την τυπική εκλογική του εκπροσώπηση.

Από την άλλη, ο φιλοευρωπαϊσμός μας έχει προσλάβει έναν αμυντικό, σχεδόν παθητικό χαρακτήρα. Είμαστε παθητικοί Ευρωπαίοι. Μένουμε Ευρώπη γιατί φοβόμαστε ότι εκτός Ευρώπης θα είμαστε χειρότερα. Το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες, ό,τι κι αν σημαίνει σήμερα αυτό, έχει πάψει να εμπνέει την μεγαλύτερη μερίδα και αυτών ακόμα των Ελλήνων πολιτών που δηλώνουν ευρωπαϊστές. Στην πραγματικότητα είναι «ευρωρεαλιστές».

Η Ελλάδα σήμερα έχει ξανά το πρόβλημα προσανατολισμού και εκτρέφει στους κόλπους της το σπέρμα ενός νέου διχασμού. Αυτή είναι η χειρότερη μέχρι στιγμής επίπτωση της οικονομικής κρίσης –η οποία επίσης διχάζει τους Έλληνες, σύμφωνα με την έρευνα.

Παρά ταύτα, εμείς οι Έλληνες, σε συντριπτική πλειοψηφία, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης, κοινωνικής θέσης, μορφωτικού επιπέδου, εξακολουθούμε να έχουμε υψηλή ιδέα για τους εαυτούς μας και την χώρα μας. Η έρευνα λέει ότι, παρά την τραυματική εμπειρία των τελευταίων ετών, δεν πάψαμε να θεωρούμε ότι είμαστε ο περιούσιος λαός, απευθείας απόγονος του αρχαίου λαμπρού παρελθόντος, και ότι ελέω της πολιτιστικής μας κληρονομιάς προσφέρουμε στην Ευρώπη περισσότερα απ’ ό,τι εκείνη μάς παρέχει –και οφείλει να συνεχίσει να μάς παρέχει.

Σύμπλεγμα ανωτερότητας; Εθνική έπαρση; Σύνδρομο εθνικού ναρκισσισμού; Ή μήπως πρόκειται για την επιθετική προβολή ενός ελλείμματος εθνικής αυτοπεποίθησης;

Το ένδοξο παρελθόν μας δεν μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι η θέση μας στην ευρωπαϊκή γεωγραφία και οικονομία παραμένει αμελητέα –και επισφαλής. Η ιδεατή εικόνα που τρέφουμε για τους εαυτούς μας δεν αναιρεί το γεγονός ότι είμαστε μία χώρα που δεν παράγει και ένας λαός που στο μεγάλο μέρος του έχει ξεχάσει να προσπαθεί. Έτσι, στην πράξη, έχουμε αδυναμία προσαρμογής και ενσωμάτωσής μας στην Ευρώπη και στον σύγχρονο κόσμο. Το παρελθόν και οι παραδόσεις μας μάς προσδίδουν αναμφίβολα μία αξιόλογη ιδιοπροσωπία, την οποία οφείλουμε ασφαλώς να διαφυλάξουμε. Αλλά, στον σημερινό ανταγωνιστικό κόσμο, όλα αρχίζουν και καταλήγουν στην οικονομία! Το λαμπρό παρελθόν χωρίς ισχυρή παραγωγική βάση, δεν αποτελεί πλεονέκτημα. Είναι άλλοθι αδράνειας και εμπόδιο στην εθνική μας αυτογνωσία και ενηλικίωση.

Για μένα, το μήνυμα και το δίδαγμα τούτων των χρόνων της κρίσης είναι ότι πρέπει να πάψουμε να εξαρτάμε την επιβίωσή μας από την επιείκεια των εταίρων μας, που έχει εξαντληθεί, ή από την κοινοτική αλληλεγγύη, που ολοένα φθίνει. Θα επιβιώσουμε ως χώρα μόνον αν επιδιώξουμε μία παραγωγική επανένταξή μας στην βαλκανική και ευρωπαϊκή ενδοχώρα, στον σύγχρονο κόσμο. Η ιδιοπροσωπία μας πρέπει να πάψει να είναι αυτάρεσκη και να γίνει ενεργητική. Δημιουργία. Στην σημερινή εποχή δεν μετρούν οι δάφνες του μακρινού παρελθόντος, αλλά τα επιτεύγματα του παρόντος –στην οικονομία όπως και στον πολιτισμό. Αυτά πάνε μαζί. Η Ελλάδα καλείται λοιπόν να γίνει ποιοτική, παραγωγική και ανταγωνιστική. Αλλιώς θα καταδικαστεί οριστικά στο περιθώριο και την ανυποληψία.

Η «διαΝΕΟσις» θα συμβάλλει όσο μπορεί με τις μελέτες, τις δράσεις της, την παροχή στοιχείων, στην προσπάθεια να ξαναγίνει η χώρα μας έθνος υπολογίσιμο. Αλλά η δημιουργική αντίσταση του τόπου προϋποθέτει την συνειδητοποίηση και την ενεργοποίηση όλων μας.

 

* Επίτιμος Πρόεδρος του ΣΕΒ, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Damma Holdings SA. Ομιλία του από την παρουσίαση του νέου Οργανισμου έρευνας και προτάσεων «διαΝΕΟσις»

 

 

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης