Αποκλείει, για την ώρα, το ενδεχόμενο συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο γ΄πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα, η Γενική Διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στην Sueddeutsche Zeitung, καθώς, όπως επισημαίνει, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις, της βιωσιμότητας του χρέους και της ολοκλήρωσης σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Η κυρία Λαγκάρντ, σύμφωνα με την εφημερίδα, θα συναντηθεί με τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στο περιθώριο των εργασιών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στο Νταβός. Η ίδια, πάντως, δηλώνει ότι θεωρεί μεγαλύτερη πρόκληση την προσφυγική κρίση.
Η κ. Λαγκάρντ προς το παρόν αποκλείει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο γ΄πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα και στην ερώτηση αν το ΔΝΤ, όπως επιθυμούν οι Ευρωπαίοι, θα διαθέσει περαιτέρω κεφάλαια, παραπέμπει σε σαφείς προϋποθέσεις. «Η Αθήνα πρέπει να ολοκληρώσει σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Και είναι ξεκάθαρο ότι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού αποτελεί το κομβικό σημείο προκειμένου να αποδείξει ότι βελτιώνεται η οικονομική της αποτελεσματικότητα», δηλώνει. Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα «πρέπει να είναι πραγματικά φιλόδοξα», τονίζει και προσθέτει ότι η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι «πρέπει να είναι βιώσιμο το συνολικό χρέος της Ελλάδας».
Το χρέος, συνεχίζει, πρέπει «να οργανωθεί εκ νέου και να αναδιαρθρωθεί. Πρέπει να είναι βιώσιμο και δεν επιτρέπεται να επιβαρύνει την οικονομία». Μέχρι τώρα, αναφέρει, δεν εκπληρώνεται καμία από τις δύο προϋποθέσεις. «Ναι, η Ελλάδα άρχισε την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε το αποτέλεσμα στο τέλος. Κοιτάζουμε, παρακολουθούμε, κάνουμε τις παρατηρήσεις μας» δηλώνει. Το ΔΝΤ «βλέπει μια πολιτική διαδικασία στην Αθήνα, αλλά δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει. Ίσως μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2016» συνεχίζει η κ. Λαγκάρντ.
Εάν εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις, πόσα χρήματα θα δώσει το ΔΝΤ, ερωτάται η Γενική Διευθύντρια του Ταμείου, για να απαντήσει γελώντας: «Μέχρι τώρα δεν έχουμε αποφασίσει σχετικά με το οικονομικό πλαίσιο μιας περαιτέρω συμμετοχής». Ίσως τα 16 δισεκατομμύρια που έχουν απομείνει από τα προηγούμενα προγράμματα, επιμένουν οι δημοσιογράφοι, αλλά η κυρία Λαγκάρντ διευκρινίζει: «Αυτά είναι τα ‘απομεινάρια'».
Στις 21 Ιανουαρίου η κυρία Λαγκάρντ θέλει να συναντηθεί με τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στο Νταβός, αναφέρει η εφημερίδα και επισημαίνει ότι ήδη την Τετάρτη επισκέφθηκε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών. Ακριβώς την ίδια μέρα βρισκόταν ένα στέλεχος του ΔΝΤ στην γερμανική πρωτεύουσα, αναφέρει η εφημερίδα, η οποία υπενθυμίζει ότι αν το ΔΝΤ απορρίψει την συμμετοχή του, θα έρθει σε δύσκολη θέση ο κ. Σόιμπλε, ο οποίος, μαζί με την Καγκελάριο 'Αγγελα Μέρκελ είχαν υποσχεθεί ότι το Βερολίνο θα στηρίξει την Αθήνα μόνο εάν παραμείνει στο πρόγραμμα και το ΔΝΤ.
Στο ΔΝΤ όμως, επισημαίνεται, «θεωρούν ότι οι προϋποθέσεις είναι σχεδόν ανέφικτο να εκπληρωθούν». Η Αθήνα πρέπει να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ετησίως για πολλές δεκαετίες, προκειμένου το χρέος της να καταστεί βιώσιμο χωρίς «κούρεμα», σημειώνει η εφημερίδα. «Οι οικονομολόγοι του Ταμείου αμφιβάλλουν αν το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να πειστεί για έναν τόσο ασυνήθιστο ρυθμό ανάπτυξης», τονίζεται. Παρόμοια είναι η άποψη και για τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν συνολικά το 6-7% του ΑΕΠ. «Καθώς η κυβέρνηση του Α.Τσίπρα αρνείται να φορολογήσει περισσότερο τους πλούσιους και οι γενικοί φόροι παραμένουν υψηλοί, απομένει μόνο να περικοπούν οι δαπάνες για τις συντάξεις. Το ελληνικό κράτος διαθέτει ετησίως περίπου το 10% των εσόδων του στα συνταξιοδοτικά ταμεία, προκειμένου να καλύψει τις συντάξεις. Μέχρι τώρα η κυβέρνηση αρνείται να περικόψει αυτή την εκταμίευση. Ακόμη και αυτό ενοχλεί. Και μόνο η Αθήνα μπορεί να το αλλάξει» καταλήγουν οι συντάκτες.
Η κυρία Λαγκάρντ όμως, στην πρώτη συνέντευξή της για το 2016, μια κρίσιμη χρονιά και για το ΔΝΤ και προσωπικά για την ίδια, καθώς στις αρχές του καλοκαιριού ολοκληρώνεται η πρώτη θητεία της ως επικεφαλής του Ταμείου και σύντομα θα αποφασιστεί εάν θα ανανεωθεί ή όχι, θεωρεί ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση την παγκόσμια προσφυγική κρίση και το αν τα 188 μέλη του ΔΝΤ θα συνεχίσουν να βρίσκονται οικονομικά δίπλα στην ελληνική κυβέρνηση. «Η πρόκληση είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που θέλουμε να δούμε», δηλώνει και προσθέτει ότι για την ώρα κάθε χώρα κοιτάζει μόνο στο δικό της πεδίο, «αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα προβλήματα» και κάθε κυβέρνηση εστιάζει την προσοχή της στο πώς θα αντιμετωπίσει τους πρόσφυγες που βρίσκονται ενώπιον των δικών της συνόρων. «Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος (του προβλήματος)», προειδοποιεί και σημειώνει ότι «γίνονται πολύ λίγα», καθώς «κάθε κυβέρνηση και κάθε οργάνωση οφείλει να εξετάσει πώς μπορεί να αντεπεξέλθει προκειμένου να μετριάσει την κρίση», ενώ είναι απαραίτητη η κοινή δράση. «Χρειαζόμαστε έναν συνδυασμό ειρηνευτικών αποστολών του ΟΗΕ, πολυμερών διαπραγματεύσεων και παράλληλα χρηματοπιστωτικής και οικονομικής στήριξης. «Το ΔΝΤ βοηθά εντός των δυνατοτήτων του», εξηγεί. Στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός θα παρουσιάσει μια μελέτη για την προσφυγική κρίση: «Έχουμε μελετήσει τα κύματα των προσφύγων, τις αιτίες, το κόστος και τα οφέλη και ποια επίδραση έχουν για την δημόσια οικονομία», αναφέρει. Η ίδια πιστεύει ότι «είναι καιρός για μια ευρύτερη, μεγάλη πρωτοβουλία του ΟΗΕ υπό τον Γενικό Γραμματέα Μπαν Κι-Μουν. «Μπορούμε να διευθετήσουμε την προσφυγική κρίση μόνο από κοινού, χρειαζόμαστε πρώτα ειρήνη. Κατόπιν πρέπει να βελτιώσουμε τις συνθήκες διαβίωσης και να προωθήσουμε την ανάπτυξη», συμπληρώνει και προειδοποιεί ότι το προσφυγικό ρεύμα θα συνεχιστεί και το 2016. Μόνο αν σημειωθεί επιτυχία στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις θα μπορούσε να μειωθεί ο αριθμός (των προσφύγων) από την Συρία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν. Αν αυτό δεν συμβεί, η κυρία Λαγκάρντ αναμένει ότι θα έλθουν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη και από την Αφρική. Η ίδια πρόσφατα επισκέφθηκε τη Νιγηρία και το Καμερούν, το οποίο υποδέχεται χιλιάδες πρόσφυγες παρά το γεγονός ότι και το ίδιο είναι μια φτωχή χώρα, με 1500 δολάρια κατά κεφαλήν εισόδημα. «Σε μας (ενν. στην Ευρώπη), το αντίστοιχο μέγεθος είναι πάνω από 45.000 δολάρια. Δεν θέλουν όμως όλοι να έρθουν στην Ευρώπη», διευκρινίζει η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, αλλά όλοι βρίσκονται σε κατάσταση φυγής. «Όσο διαρκούν οι στρατιωτικές συγκρούσεις και οι κρίσεις, θα φεύγουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι. Και όταν δεν υπάρχει οικονομική προοπτική, θα υπάρχουν και οι οικονομικοί πρόσφυγες», προσθέτει.