Η προσωπογραφία της Άννας Παναγιωταρέα στην Εθνική Πινακοθήκη εκτίθενται ανάμεσα σε 160 έργα του Παναγιώτη Τέτση με τίτλο «Η εμμονή του βλέμματος».
Η ιστορία πίσω από την πολυσυζητημένη προσωπογραφία της Άννας Παναγιωταρέα είναι στην ουσία μια ιστορία φιλίας και αλληλοεκτίμησης που έδενε την καθηγήτρια πανεπιστημίου και δημοσιογράφο τότε, με έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους.
Ήταν μια ηλιόλουστη Πρωτομαγιά του 2005. Ο Παναγιώτης Τέτσης είχε καλέσει στη λατρεμένη του Ύδρα αγαπημένους φίλους για να περάσουν τη μέρα μαζί, μεταξύ αυτών και η επί 17 χρόνια φίλη του Άννα Παναγιωταρέα.
Ήταν μια μέρα που έμελλε να μείνει ανεξίτηλη και για τους δύο, καθώς, λίγο πριν τελειώσει, γεννήθηκε ένα έργο μοναδικό: η προσωπογραφία της Άννας από τον ίδιο τον Τέτση.
Ο μεγάλος Έλληνας εικαστικός και η σημερινή άμισθη σύμβουλος της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, βρίσκονταν στο εργαστήρι του, ψηλά πάνω στο λόφο, εκεί που παλιά ήταν το σπίτι της μητέρας του. Ολοκλήρωσαν τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ, που ετοίμαζαν μαζί και μετά εκείνος της ζήτησε να καθίσει σε μια πολυθρόνα. Έστρωσε χαρτιά και χρώματα στο τραπέζι του κι ήταν τόσο απορροφημένος από τη δουλειά του που όπως έχει αφηγηθεί η ίδια, νόμιζε ότι δεν… την έβλεπε. Τελείωσε αυτό που ζωγράφιζε και της είπε ότι «του άρεσε πολύ γιατί ήταν η πρώτη φορά που δοκίμασε την τεχνική γκουάς, όπου ανοικτοί τόνοι σε ανάμειξη με το λευκό δίνουν μια αδιαφανή ποιότητα», όπως γράφει η ίδια στο κείμενο που δημοσιεύεται στον κατάλογο της Εθνικής Πινακοθήκης για το έργο «Το ξανάδα έτοιμο και κρεμασμένο στην έκθεση».
Η προσωπογραφία αυτή, αν και αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης στιγμής, έγινε μέρος της έκθεσης που εγκαινίασε ο Παναγιώτης Τέτσης λίγους μήνες αργότερα, στις 6 Δεκεμβρίου 2005, στη γκαλερί Νέες Μορφές, με τίτλο «Οι φίλοι μου». Εκεί, ο ζωγράφος παρουσίασε τα πορτρέτα έντεκα φίλων του – και ανάμεσά τους και το δικό της.
Τότε, η έκθεση είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία και είχε παίξει σε όλα τα κανάλια. Ασχολήθηκαν όλοι με την καλλιτεχνική δημιουργία του Τέτση – κανείς με τους εικονιζόμενους.
Το έργο αυτό είναι μια πράξη αγάπης και φιλίας, που επισφραγίστηκε με μια χειρόγραφη αφιέρωση στο κάτω μέρος του πίνακα – η οποία παραμένει στη θέση της μέχρι σήμερα. Όταν τελείωσε η έκθεση, ο Τέτσης της το έστειλε στο σπίτι. Ένα πολύ προσωπικό δώρο. Ένας αποχαιρετισμός με χρώματα.
Η σχέση της Άννας Παναγιωταρέα με τον Παναγιώτη Τέτση δεν ήταν απλώς φιλική.
Ήταν σχέση ζωής, χτισμένη με τρυφερότητα, χιούμορ και θαυμασμό. Όπως η ίδια αναφέρει στο κείμενο που συνοδεύει το έργο στην εθνική πινακοθήκη, εκείνη τον αποκαλούσε με αγάπη «Τετσούλη». Όταν το πρωτοείπε εκείνος, αρχικά την κοίταξε περιπαικτικά. Μα λίγο αργότερα, καθώς απολάμβαναν αμυγδαλωτά στο αγαπημένο του μαγαζί στην Ύδρα, της είπε γελώντας: «Καλό ακούγεται». Το είχε συνηθίσει.
Γνωρίστηκαν το 1978, όταν εκείνη, στην ΕΡΤ, τον κάλεσε σε μια εκπομπή μαζί με τον Μανώλη Ανδρόνικο, τον Μάνο Χατζιδάκι και τη Νίκη Γουλανδρή. Από τότε, κάθε εβδομάδα –όταν τους το επέτρεπε ο χρόνος– συναντιούνταν στη Ξενοκράτους, για να δουλέψουν μαζί σε ένα κείμενο-μαρτυρία για τη ζωή και την τέχνη του.
Όπως γράφει η ίδια, «ξεκινήσαμε μιλώντας τη μια εβδομάδα και την επόμενη ξαναδουλεύαμε όσα είχε πει. Πρόσθετε, αφαιρούσε, έκανα παρατηρήσεις. Λίαν προσεκτικός, άλλοτε τις δεχόταν ή τις απέρριπτε. Περιττό να επιμείνω. Ήξερε καλά και τα μυστικά της γραφής όπως και τα έργα της ζωής του. Όλα μαζί συναποτελούν το δικό του έργο. Εγώ τον διευκόλυνα στη μεταγραφή τους.»
Ήταν οικείοι. Περνούσαν χρόνο μαζί. Μιλούσαν για την τέχνη, τη ζωή, για τις μνήμες. Αλλά, όπως σχολιάζει η Άννα Παναγιωταρέα «ήταν το είδος του ανδρός που έχει κατά πολύ εκλείψει». Κρατούσε τα μυστικά του επτασφράγιστα. Ήξερε να αποσύρεται και να διατηρεί αξιοπρέπεια, ακόμα κι όταν ζωγράφιζε πρόσωπα που αγαπούσε.
Σήμερα, η προσωπογραφία της Άννας Παναγιωταρέα φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη – ένα δάνειο καρδιάς, συνοδευόμενο από το παραπάνω προσωπικό κείμενο της ίδιας. Ένα κείμενο που δεν μιλά για την τέχνη εν γένει, αλλά για μια φιλία που έγινε χρώμα και φως. Για έναν άνδρα που άφησε πίσω του έργο, αλλά και συναισθήματα ανεξίτηλα.
Και για μια Πρωτομαγιά του 2005, που έγινε αφορμή να γεννηθεί το πιο προσωπικό ίσως από τα πορτρέτα του Παναγιώτη Τέτση.