Από την αρχαιότητα, το δεντρολίβανο έχει συνδεθεί με τη μνήμη, όπως αναφέρει η Οφηλία στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ: «Υπάρχει δεντρολίβανο, αυτό είναι για τη μνήμη».
Σήμερα, η επιστήμη φαίνεται να επιβεβαιώνει τη σύνδεση αυτή, εστιάζοντας σε μια ιδιαίτερη βιοδραστική ένωση του βοτάνου, το καρνοσικό οξύ. Πρόσφατη έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Antioxidants, εξετάζει τον ρόλο της ένωσης στη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ.
Τι είναι το καρνοσικό οξύ και ποιες οι θεραπευτικές του ιδιότητες;
Το καρνοσικό οξύ αποτελεί μια ισχυρή αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδης ένωση που ενεργοποιεί τους μηχανισμούς άμυνας του οργανισμού. Παρότι η ασταθής φύση του καθαρού καρνοσικού οξέος καθιστά δύσκολη τη χρήση του ως φαρμακευτική ουσία, επιστήμονες του Scripps Research ανέπτυξαν μια σταθερή μορφή του, γνωστή ως diAcCA. Η ένωση αυτή μεταβολίζεται στο έντερο, μετατρεπόμενη σε καρνοσικό οξύ, πριν απορροφηθεί στην κυκλοφορία του αίματος.
Σε πειραματικές μελέτες σε ποντίκια με τη νόσο Αλτσχάιμερ, η χορήγηση diAcCA επέτρεψε την επίτευξη θεραπευτικά επαρκών επιπέδων καρνοσικού οξέος στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της μνήμης και την αύξηση της συναπτικής πυκνότητας. Δεδομένου ότι η απώλεια νευρωνικών συνδέσεων συνδέεται στενά με την εξέλιξη της νόσου, αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να επιβραδύνει ή ακόμη και να αναστρέψει τη γνωστική έκπτωση.
Η ανάλυση δειγμάτων εγκεφαλικού ιστού αποκάλυψε ότι η diAcCA μείωσε σημαντικά τη φλεγμονή του εγκεφάλου. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ένωσης είναι η επιλεκτική ενεργοποίησή της στις πληγείσες περιοχές, όπου η φλεγμονή πυροδοτεί τη δράση της. Αυτό το χαρακτηριστικό περιορίζει τις πιθανές παρενέργειες και ενισχύει την ασφάλεια της ουσίας, η οποία περιλαμβάνεται ήδη στον κατάλογο των «γενικά θεωρούμενων ως ασφαλών» (GRAS) του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), διευκολύνοντας τη μετάβαση σε κλινικές δοκιμές.
«Καταπολεμώντας τη φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες μέσω της diAcCA, καταφέραμε να αυξήσουμε τον αριθμό των συνάψεων στον εγκέφαλο», επισημαίνει ο Δρ. Stuart Lipton, MD, Ph.D., επικεφαλής της μελέτης, επίκουρος καθηγητής του Step Family Foundation στο Scripps Research και κλινικός νευρολόγος στο La Jolla της Καλιφόρνια.
Από την ένωση diAcCA του εργαστηρίου στις πιθανές κλινικές εφαρμογές
Η ερευνητική ομάδα, αφού διερεύνησε διάφορες παραλλαγές του καρνοσικού οξέος, κατέληξε στη diAcCA ως την πιο πολλά υποσχόμενη υποψήφια ένωση, λόγω της σταθερότητας και της υψηλής βιοδιαθεσιμότητάς της. Η ένωση χορηγήθηκε σε ποντίκια για τρεις μήνες, με τις δοκιμές να επιβεβαιώνουν τη βελτίωση στη μνήμη και τη χωρική μάθηση, ενώ τα εγκεφαλικά τους δείγματα έδειξαν αύξηση των συνάψεων.
«Οι δοκιμές μνήμης που πραγματοποιήσαμε έδειξαν σαφή βελτίωση. Η diAcCA όχι μόνο ανέκοψε τη γνωστική έκπτωση, αλλά ουσιαστικά αποκατέστησε τη λειτουργία της μνήμης σε φυσιολογικά επίπεδα», αναφέρει ο Δρ. Lipton. Παράλληλα, η ουσία έγινε καλά ανεκτή από τον οργανισμό, χωρίς να προκαλέσει παρενέργειες. Σε μελέτες τοξικότητας, έδειξε να καταλαγιάζει ακόμη και τη φλεγμονή στον οισοφάγο και το στομάχι, καθώς μετατράπηκε σε καρνοσικό οξύ.
Επιπρόσθετα, η απορρόφηση του καρνοσικού οξέος από τη diAcCA ήταν περίπου 20% υψηλότερη σε σχέση με τη λήψη του καθαρού μορίου, γεγονός που τη καθιστά πιο αποτελεσματική. «Επειδή το καρνοσικό οξύ είναι ευάλωτο στην οξείδωση, η diAcCA επιτρέπει την απελευθέρωση μεγαλύτερης ποσότητας στο αίμα», εξηγεί ο Δρ. Lipton.
Ανοίγοντας τον δρόμο προς νέες θεραπευτικές προοπτικές
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η diAcCA θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά με τις υπάρχουσες θεραπείες της νόσου Αλτσχάιμερ, μειώνοντας τις παρενέργειες με αντισώματα αμυλοειδούς, όπως το εγκεφαλικό οίδημα ή η αιμορραγία. Παράλληλα, η αντιφλεγμονώδης δράση του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο χρήσης και σε άλλες παθήσεις που σχετίζονται με τη φλεγμονή, όπως ο διαβήτης τύπου 2, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και νευροεκφυλιστικές διαταραχές, λόγου χάριν η νόσος Πάρκινσον.
Η έρευνα γύρω από το καρνοσικό οξύ ανοίγει νέες προοπτικές στη μάχη κατά των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, φέρνοντας την επιστήμη πιο κοντά σε αποτελεσματικές θεραπείες για τη νόσο Αλτσχάιμερ και άλλες συναφείς ασθένειες. Οι κλινικές δοκιμές θα είναι το επόμενο βήμα για να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα της ελπιδοφόρας προσέγγισης.