Καλό είναι να ξέρουμε ότι ο πολιτισμός δεν είναι μια κατάσταση που δικαιωματικά και νομοτελειακά την κληρονομούμε, ο πολιτισμός και ο λαϊκός, είναι κάτι που με κόπο, με γνώση, με δύναμη και κουράγιο κατακτούμε.
Το «Υπάρχω» χωρίς να εμβαθύνει, πραγματεύεται την ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, ενός από τους πιο εμβληματικούς Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές, του οποίου η φωνή παραμένει συνώνυμη με το συναισθηματικό βάθος της λαϊκής μουσικής του έθνους. Σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου ("Ο Εχθρός μου", "Πίσω Πόρτα", "Μέγαρα") και σε σενάριο της σεναριογράφου Κατερίνας Μπέη ("Ευτυχία", "Φόνισσα"), η ταινία σκοπό έχει να είναι ένας εγκάρδιος φόρος τιμής στον άνθρωπο που ενσάρκωσε όχι μόνο το πνεύμα της ελληνικής μουσικής αλλά και τις δοκιμασίες και τους θριάμβους του στερημένου και κατατρεγμένου λαού.
Το «Υπάρχω» αφηγείται την ιστορία της ανθεκτικότητας, του ταλέντου και της ταυτότητας, παρακολουθώντας τη διαδρομή του Καζαντζίδη από το ταπεινό ξεκίνημα μέχρι να γίνει ο πασίγνωστος μουσικός θρύλος. Γεννημένος σε μια οικογένεια προσφύγων από τον Πόντο ενός κομματιού του ελληνισμού που σημαδεύτηκε από τον εκτοπισμό, τους εξανδραποδισμούς και τις κακουχίες, ο Καζαντζίδης βίωσε τα παιδικά του χρόνια μέσα στη φτώχεια, την απώλεια και τον αγώνα να διαμορφώσει την αίσθηση του ανήκειν στην ασθμαίνουσα και εξελισσόμενη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο Καζαντζίδης ήταν ένα προσφυγόπουλο που ξεπέρασε μνημειώδεις προσωπικές και κοινωνικές προκλήσεις μέσω του έμφυτου μουσικού του χαρίσματος.
Αυτή η ιστορία υπέρβασης των αντιξοοτήτων δεν είναι απλώς μια εξιστόρηση γεγονότων, αλλά μια βαθιά προσωπική αφήγηση που αντανακλά ευρύτερα θέματα της εμπειρίας των μεταναστών, της ταξικής πάλης, του αγώνα επιβίωσης και της πολιτιστικής ανθεκτικότητας. Η φωνή του Καζαντζίδη, έγινε ηχείο για όσους ένιωθαν άφωνοι, οι πρόσφυγες, οι εργάτες και τα λαϊκά στρώματα, ακούμπησαν στις ερμηνείες του ανυπέρβλητου αοιδού και ένιωσαν ότι οι αγώνες, οι αγωνίες και τα όνειρά τους καθρεφτίζονταν στους στίχους του.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται το περίπλοκο μωσαϊκό των σχέσεων που καθόρισαν τη ζωή του Καζαντζίδη. Τραγούδια, μουσική, έρωτες, στίχοι, οικογένεια, φίλοι, θάλασσα, άνθρωποι της νύχτας, φανατικοί θαυμαστές, μεγάλες συγκρούσεις, σχεδιάζουν το παζλ της ζωής του. Η ταινία διερευνά τις σχέσεις του με την οικογένεια και τους φίλους του, τους έρωτές του και τις εντάσεις που προέκυψαν τόσο στους προσωπικούς όσο και στους επαγγελματικούς του κύκλους. Αυτές οι σχέσεις συχνά αντανακλούσαν τη δυαδικότητα της ύπαρξής του, μια τεράστια δημόσια λατρεία που αντιπαρατίθεται σε ιδιωτικές συγκρούσεις και τραγωδίες. Η άνοδός του στη φήμη έφερε μαζί της όχι μόνο καλλιτεχνική ολοκλήρωση αλλά και βαθιές προκλήσεις, όπως οι πιέσεις της βιομηχανίας του θεάματος, οι διαμάχες με τις δισκογραφικές εταιρείες και το βάρος του να είναι κανείς ένα πολιτιστικό είδωλο, ένα σχεδόν τοτέμ των λαϊκών τάξεων.
Εξίσου σημαντική είναι η διερεύνηση της δημιουργικής διαδικασίας του Καζαντζίδη και του πολιτιστικού περιβάλλοντος στο οποίο άνθισε η μουσική του. Με φόντο την Ελλάδα των μέσων του 20ου αιώνα, το «Υπάρχω» μας βυθίζει στον ζωντανό αλλά και ταραχώδη κόσμο της λαϊκής μουσικής, που χαρακτηρίζεται από τα καπνισμένα μπουζούκια, το παθιασμένο κοινό και τη διαρκή σύνδεση μεταξύ καλλιτέχνη και ακροατή. Η ταινία προσπαθεί να αποτυπώσει γλαφυρά την ένταση αυτών των χώρων, όπου η μουσική του Καζαντζίδη είχε βαθιά απήχηση σε ανθρώπους που πάλευαν με τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, την οικονομική αστάθεια και την προσωπική θλίψη.
Η βιογραφική ταινία ρίχνει επίσης φως στις προσωπικές φιλοσοφίες του Καζαντζίδη και στην ανυποχώρητη δέσμευσή του στην αυθεντικότητα. Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ήταν γνωστός για την άρνησή του να συμβιβαστεί με τις αρχές του, συγκρουόμενος συχνά με τα πρότυπα της βιομηχανίας και τα πρόσωπα εξουσίας. Αυτή η πτυχή του χαρακτήρα του όχι μόνο εδραίωσε την κληρονομιά του ως μια αγαπημένη προσωπικότητα, αλλά υπογράμμισε επίσης τις αντιφάσεις στις οποίες κινήθηκε ως άνθρωπος του λαού και λαϊκός πολιτιστικός πρεσβευτής.
Στο συναισθηματικό βάρος της αφήγησης συμβάλλει και η εστίαση της ταινίας στη διαρκή σχέση του Καζαντζίδη με το κοινό του. Οι θαυμαστές του τραγουδιστή δεν ήταν απλώς μια παθητική συλλογικότητα, αλλά ενεργός συμμετέχων στο ταξίδι του. Η μουσική του έγινε μια κοινή γλώσσα θλίψης, ελπίδας και ανυπακοής, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων και γενεών. Αυτός ο αμοιβαίος δεσμός μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού αποτελεί έναν από τους συναισθηματικούς πυλώνες του «Υπάρχω», υπενθυμίζοντας μας τον μοναδικό ρόλο που διαδραματίζουν οι καλλιτέχνες στη διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας.
Υπό την προσεγμένη σκηνοθεσία του Τσεμπερόπουλου και με τον Χρήστο Μάστορα να ενσαρκώνει πειστικά τον Καζαντζίδη, το «Υπάρχω» φιλοδοξεί να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή βιογραφική αναφορά. Στοχεύει, χωρίς πάντα να το πετυχαίνει, να συλλάβει την ουσία ενός ανθρώπου του οποίου η φωνή ξεπέρασε τον χρόνο και τον τόπο, ενώνοντας τους Έλληνες σε όλο τον κόσμο. Η έμφαση που δίνει η ταινία στην ανθρωπιά του Καζαντζίδη, αλλά και τα ελαττώματα, τα πάθη και την ανθεκτικότητά του, διασφαλίζει ότι θα έχει απήχηση τόσο στους παλιούς θαυμαστές όσο και στους νεοεισερχόμενους στην κληρονομιά του. Στο πολύ καλό καστ εκτός από τον Χρήστο Μάστορα, βλέπουμε τους Κλέλια Ρένεση, Ασημένια Βουλιώτη, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρης Καπουράνης.
Με την εξερεύνηση της μουσικής, της αγάπης και της επιβίωσης, το «Υπάρχω» αναδεικνύεται σε ένα αφιέρωμα, σε ένα βίο που ενσάρκωσε τη διασταύρωση της τέχνης και της βιωμένης εμπειρίας. Αφηγούμενη, κάπως γραμμικά είναι αλήθεια, την ιστορία του Στέλιου Καζαντζίδη, η ταινία τιμά την κληρονομιά του, αλλά μας καλεί επίσης να προβληματιστούμε για τη διαρκή δύναμη της λαϊκής μουσικής ως καθρέφτη της ψυχής, γιατί ο πολιτισμός είναι μια κίνηση, όχι μια κατάσταση. Είναι ένας δρόμος και όχι ένας προορισμός.