Η κλιματική αλλαγή αλλάζει την ιατρική εκπαίδευση

Ασθένειες που μεταδίδονται από τα κουνούπια, όπως ο δάγγειος πυρετός και η ελονοσία, θα αποτελούν πλέον μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος σπουδών στις ιατρικές σχολές σε όλη την Ευρώπη ενόψει της κλιματικής κρίσης. Οι μελλοντικοί γιατροί θα λαμβάνουν επίσης περισσότερη εκπαίδευση ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν τη θερμοπληξία, ενώ ταυτόχρονα θα λαμβάνουν υπόψη τις κλιματικές επιπτώσεις θεραπειών όπως οι εισπνευστήρες για το άσθμα, δήλωσαν οι επικεφαλής του νέου Ευρωπαϊκού Δικτύου για το Κλίμα και την Αγωγή Υγείας (Enche). Με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, 25 ιατρικές σχολές από χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο και η Γαλλία, θα ενσωματώσουν μαθήματα για το κλίμα στην εκπαίδευσή τους σε περισσότερους από 10.000 φοιτητές.

«Οι γιατροί του μέλλοντος θα δουν μια διαφορετική σειρά από παρουσιάσεις και ασθένειες που δεν βλέπουν σήμερα. Πρέπει να το γνωρίζουν για να μπορούν να τις αναγνωρίσουν» δήλωσε η Δρ. Καμίλ Ισέρ από το Πανεπιστημίου της Γλασκώβης και συμπρόεδρος του δικτύου Enche.

Το φετινό καλοκαίρι ήταν το πιο ζεστό που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη και οι αλλαγές στο κλίμα αυξάνουν τις πιέσεις στις υπηρεσίες υγείας. Τα έντομα που μεταδίδουν ασθένειες, όπως τα κουνούπια, διευρύνουν το εύρος τους και εντοπίζονται σε νέες περιοχές, με τη βοήθεια των αλλαγών στη θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις. Χρόνιες ασθένειες όπως ο καρκίνος, οι καρδιακές και πνευμονικές παθήσεις, ο διαβήτης και οι ψυχικές ασθένειες μπορούν να επηρεαστούν από παράγοντες όπως οι ακραίες καιρικές συνθήκες και ή η ατμοσφαιρική ρύπανση.

Ο ρόλος του κλίματος στη διδασκαλία στις ιατρικές σχολές ποικίλλει σημαντικά, είπε η Ισέρ και συχνά παρουσιάζεται σε μία μόνο ενότητα ή διάλεξη. Το δίκτυο προβλέπει ότι η διδασκαλία της κλιματικής αλλαγής θα ενσωματωθεί στα προγράμματα σε όλη την Ευρώπη στο μέλλον.

«Η κλιματική αλλαγή δεν δημιουργεί απαραίτητα μια ολόκληρη νέα σειρά ασθενειών που δεν έχουμε ξαναδεί, αλλά επιδεινώνει αυτές που υπάρχουν», τόνισε η επιστήμονας.

«Ο διαβήτης, για παράδειγμα, δεν είναι κάτι που οι άνθρωποι συνδέουν με την κλιματική αλλαγή, αλλά τα συμπτώματα και οι επιπλοκές που εμφανίζουν οι άνθρωποι σε έναν κόσμο όπου το κλίμα έχει αλλάξει, είναι πιο σοβαρά και πιο συχνά» πρόσθεσε.

Η μικροβιακή αντοχή επίσης επιδεινώνεται από την κλιματική κατάρρευση και σύμφωνα με την Ισέρ, αυτό θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη διδασκαλία.

Οι μαθητές θα διδαχθούν επίσης να συστήνουν τη σωματική άσκηση – περπάτημα ή ποδήλατο αντί για οδήγηση – και την «πράσινη συνταγογράφηση», ενθαρρυνοντας τους ασθενείς να κάνουν δραστηριότητες όπως η κοινοτική κηπουρική και η δενδροφύτευση. Και τα δύο προσφέρουν οφέλη για την υγεία και είναι καλά για το περιβάλλον.

«Η ενθάρρυνση των ανθρώπων να φροντίζουν την υγεία τους θα είχε τεράστια οφέλη για αυτούς, αλλά θα μείωνε και τις εκπομπές εάν χρειάζονταν λιγότερο το σύστημα υγείας» πρόσθεσε.

Πολλοί άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν ότι ο τομέας της υγειονομικής περίθαλψης είναι υπεύθυνος για τις ίδιες ή και περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από ό,τι η αεροπορική βιομηχανία.

Οι φοιτητές θα μάθουν πώς οι αλλαγές στη διαχείριση μιας κατάστασης μπορούν να έχουν αντίκτυπο. Οι συσκευές εισπνοής που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του άσθματος εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου, επομένως η διατήρηση της κατάστασης υπό έλεγχο όχι μόνο ωφελεί τον ασθενή αλλά μειώνει τη χρήση της συσκευής. Οι επιστήμονες συστήνουν επίσης τη χρήση συσκευών ξηρής σκόνης (Dry Powder Inhalers – DPIs), οι οποίες απελευθερώνουν λιγότερα αέρια θερμοκηπίου.

Ενώ υπήρξαν αποσπασματικές πρωτοβουλίες σε θεσμικό επίπεδο, οι επικεφαλής του δικτύου σημείωσαν ότι αυτή είναι η πρώτη κοινή προσπάθεια γύρω από τη διδασκαλία προπτυχιακών φοιτητών ιατρικής. Το δίκτυο θα προσπαθήσει επίσης να επηρεάσει φορείς που καθορίζουν τα εθνικά προγράμματα σπουδών, όπως το Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο στο Ηνωμένο Βασίλειο, έτσι ώστε η κλιματική κρίση να γίνει υποχρεωτικό κομμάτι της εκπαίδευσης όλων των γιατρών.

Ο συμπρόεδρος της Ισέρ, καθηγητής Ίαν Μακ Άινες, επίσης από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, είπε ότι στόχος του δικτύου είναι «η οικοδόμηση της συζήτησης σε ιατρικά προγράμματα σπουδών, έτσι ώστε οι γιατροί του μέλλοντος να είναι ενημερωμένοι».

«Αυτό είναι τόσο σημαντικό και κρίσιμο για τη σκέψη τους όσο και για τη διαχείριση της παχυσαρκίας, του καπνίσματος και άλλων περιβαλλοντικών προκλήσεων. Είναι απλώς μέρος του DNA του να είσαι γιατρός» είπε χαρακτηριστικά.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) υποστηρίζει την πρωτοβουλία, μαζί με ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες και επιχειρήσεις υγειονομικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένων των AstraZeneca, Bupa, GSK, Novartis, Novo Nordisk, Roche και Sanofi, μέλη του Sustainable Markets Initiative Health Systems Task Force, μιας συνεργασίας για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα που εκπέμπει η βιομηχανία της υγειονομικής περίθαλψης.

Το Enche θα λειτουργεί ως περιφερειακός κόμβος της Παγκόσμιας Κοινοπραξίας για το Κλίμα και την Αγωγή Υγείας (GCCHE) στη σχολή δημόσιας υγείας του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη.

«Η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει όλους μας, παντού, αλλά όχι εξίσου και όχι με τον ίδιο τρόπο. Τα περιφερειακά δίκτυα είναι απαραίτητα για να βοηθήσουν τους επαγγελματίες υγείας να αποτρέψουν και να ανταποκριθούν στις κλιματικές και υγειονομικές προκλήσεις που είναι μοναδικές για τις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιούνται» δήλωσε η Σεσίλια Σόρενσεν, διευθύντρια του GCCHE.

ΠΗΓΗ: Guardian

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ