Η βιαστική και βολική ματιά του πραξικοπήματος κατά του Μακάριου

της Σίας Αναγνωστοπούλου, βουλευτής Αχαΐας Νέας Αριστεράς

 

Πενήντα χρόνια Μεταπολίτευσης προσφέρονται για επιμέρους αλλά και συνολικές αποτιμήσεις, κυρίως των κορυφαίων στιγμών της. Των στιγμών που καταρχάς όρισαν αμετάκλητα το πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Μια τέτοια στιγμή βέβαια που οδήγησε στο βίαιο κλείσιμο μιας σελίδας της Ιστορίας ήταν το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή στο νησί που οδήγησε και στην κατοχή της βόρειας πλευράς του. Τα γεγονότα λοιπόν της 15ης και στη συνέχεια της 20ης Ιουλίου σφράγισαν με δραματικό τρόπο το τέλος της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Επομένως, η οποιαδήποτε αποτίμηση, ο οποιοσδήποτε επετειακός εορτασμός οφείλει να ξεκινήσει από εκεί που ο χρόνος άρχισε να παίρνει άλλη κίνηση υπό την πίεση των δραματικών γεγονότων.

Ωστόσο, οι επετειακοί των 50 χρόνων εορτασμοί, οι ομιλίες, τα άρθρα –εκτός φωτεινών εξαιρέσεων- απέφυγαν τις πολλές αναφορές στο γεγονός του πραξικοπήματος κατά του Μακάριου. Με γνωστές και σχεδόν πανομοιότυπες φράσεις που συμπυκνώνονται στο: «το πραξικόπημα έδωσε την ευκαιρία που περίμενε η Τουρκία για να πραγματοποιήσει την επί πολλά χρόνια σχεδιαζόμενη εισβολή», αποφεύχθηκε επιμελώς (ή και αμελώς) μια πιο αναστοχαστική και ουσιαστική προσέγγιση των δραματικών γεγονότων. Και αυτή η «βιαστική», επετειακή ματιά σε αυτά καθιστά την ίδια την επέτειο τουλάχιστον διεκπεραιωτική, παρά το γεγονός ότι  διαθέτουμε πλέον ικανό αριθμό αρχείων προκειμένου να ξαναδούμε σε βάθος και σε προοπτική χρόνου –πριν και μετά- τα γεγονότα. Οι τόμοι για το Κυπριακό της ελληνικής Βουλής (με τη φροντίδα του τότε προέδρου Νίκου Βούτση, τα αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά αρχεία (ακόμα και οι τηλεφωνικές συνομιλίες του Κίσινγκερ με τους πρωταγωνιστές), αλλά και επιστημονικές μελέτες, άρθρα και βιβλία που βασίζονται επίσης σε μεγάλο όγκο αρχειακού υλικού, θα επέτρεπαν το άνοιγμα μιας μεγάλης συζήτησης –όχι απλώς για ακαδημαϊκούς σκοπούς (αυτές ευτυχώς έτσι κι αλλιώς γίνονται) αλλά για λόγους βαθιά πολιτικούς, στην ευρεία όμως αντίληψη της πολιτικής. Το περίεργο δεν είναι που η Δεξιά βολεύτηκε με τη «βιαστική ματιά». Το περίεργο είναι που η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές δεν φάνηκε να ενοχλείται από τη βολική ματιά της Δεξιάς.

Η μη «βιαστική ματιά» του πραξικοπήματος, που όλα τα τεκμήρια και οι μελέτες επιτρέπουν πια, ανοίγει τη συζήτηση σε ένα πλαίσιο κρίσιμων παραδοχών. Παραδοχή πρώτη: ο ακραίος εθνικισμός που συγκροτήθηκε γύρω από έναν φανατικό αντικομουνισμό και εντάχθηκε στη  στρατηγική της εξάρτησης και της υποτέλειας στον αμερικανικό παράγοντα-εγγυητή της σωστής πλευράς της Ιστορίας (Δύση), οδήγησε στην εθνική προδοσία και τραγωδία. Παραδοχή δεύτερη: ο ακραίος εθνικισμός-αντικομουνισμός και η εξάρτηση της Χούντας αποτελούν χονδροειδή και εκφυλιστική συνέχεια του μετεμφυλιακού κράτους.  Παραδοχή τρίτη: την περίοδο που προηγήθηκε της δικτατορίας αριστερά κινήματα και πολιτικές δυνάμεις διεκδίκησαν «Μεταπολίτευση» στην Ελλάδα πριν από τη Μεταπολίτευση (ωραία η διατύπωση του Μπάμπη Γεωργούλα στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής»). Παραδοχή τέταρτη: η ίδια περίπου διαδρομή –τηρουμένων φυσικά των αναλογιών- ηγεμονίας του ακραίου εθνικισμού-αντικομουνισμού με εξάρτηση κυρίως από τις Μητέρες Πατρίδες σε αυτή την περίπτωση διανύθηκε και στην Κύπρο. Παραδοχή πέμπτη: το πραξικόπημα κατά του Μακάριου και η τουρκική εισβολή εγγράφονται στην ίδια πορεία ακραίου εθνικισμού-αντικομουνισμού που αναπτύχθηκε στο νησί και από τις δύο κοινότητες από δυνάμεις που καθιστούσαν την εξάρτηση από τις Μητέρες-Πατρίδες επικίνδυνη για την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία. Όλα τα γεγονότα πριν από τις δραματικές εξελίξεις του 1974, από τη στροφή του Μακάριου στην Ανεξαρτησία (η Ένωση παραπέμφθηκε στη σφαίρα του ευκταίου), την προσπάθεια αποδέσμευσης από το σφιχτό και απειλητικό εναγκαλισμό της ελληνικής χούντας και των ΗΠΑ (όπλα από την Τσεχοσλοβακία), η σταδιακή διαμόρφωση ενός δημοκρατικού μπλοκ δυνάμεων (μαζί με το ΑΚΕΛ) εναντίον του «κράτους εν κράτει» που η ΕΟΚΑ Β’ και οι Κύπριοι χουντικοί συγκροτούσαν, έδειχναν ότι στην Κύπρο είχε διαμορφωθεί πλέον μια όλο και πιο ισχυρή συνείδηση δημοκρατική, υπεράσπισης της Ανεξαρτησίας. Αυτό φόβιζε πάνω από όλα τόσο το χουντικό κράτος της Αθήνας, όσο και τις ΗΠΑ αλλά οπωσδήποτε και την Τουρκία. Το εκκλησιαστικό πραξικόπημα των τριών μητροπολιτών εναντίον του Μακάριου απέδειξε ότι η μάχη θα ήταν σκληρή. Και ήταν!

Ας σταθούμε σε ένα σημαντικό σημείο κατά τη γνώμη μου: η εμπέδωση της συνείδησης ότι η υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας προϋπέθετε και συνεπαγόταν τον εκδημοκρατισμό μαζί με το ΑΚΕΛ και όχι εναντίον του στο όνομα του αντικομουνισμού, συμπύκνωνε όλο το βάθος της μεγάλης στροφής του Μακάριου. Βέβαια η συνείδηση ότι η υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα από βαθύ εκδημοκρατισμό που εμπεριείχε και τους Τουρκοκύπριους ως πολιτικά ισότιμους στο κράτος απέκτησε πολιτική υπόσταση μετά την τραγωδία της εισβολής, της προσφυγιάς και της κατοχής του μισού σχεδόν του νησιού. Τότε ο Μακάριος, το Νοέμβριο του ’74 στον ΟΗΕ και λίγο μετά, κατά την επάνοδό του για πρώτη μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο, στις μνημειώδεις πλέον ομιλίες του ενέταξε στο μεγάλο αφήγημα της Κυπριακής Δημοκρατίας τους Τουρκοκύπριους, θέτοντας συγχρόνως τα κόκκινα όρια απέναντι στην ξένη εξάρτηση.

Στην επέτειο των 50 χρόνων μάλλον κάποιες συζητήσεις είναι άκρως άβολες για τη Δεξιά, πολύ περισσότερο τώρα που ο εθνικισμός με μια βαριά οσμή ακροδεξιάς, αντιαριστεράς συνιστά θεμελιακή της αξία. Μάλλον, όπως δείχνουν κάποιες πολιτικές και πνευματικές ελίτ της Δεξιάς, οι πολύ κοφτερές, αριστερές γωνίες που χάραξαν το οριστικό κλείσιμο μιας αντεθνικής, αντιδημοκρατικής εποχής πρέπει να λειανθούν μέχρι εξαφάνισης. Το ερώτημα παραμένει ωστόσο: γιατί κάποιες δυνάμεις  από την Αριστερά εξακολουθούν να λογοδοτούν σε «πατριωτικές αλήθειες» που βολεύουν τη Δεξιά;

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ)