Αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια

του Αντώνη Δ. Σκιαθά

.  · 
Όταν η δικαιοσύνη σε μια χώρα και μάλιστα ευρωπαϊκή απονέμεται με την επωνυμία του θύτη ή του θύματος...

Όταν η απόγνωση του ενεργού πολίτη γίνεται ωκεανός φουρτουνιασμένος και οι έχοντες την ευθύνη της διοίκησης θεωρούν ότι είναι ένας μικρός κυματισμός στο Αιγαίο...

Όταν ο ενεργός πολίτης - εδώ λέγεται ιατρός - υπηρετεί το λειτούργημά του όπως ορίζει το σύνταγμα και λοιδορείται με τον τρόπο που περιγράφει το "δόγμα": δικαιοσύνη με δύο μέτρα και δύο σταθμά...

Όταν κύριοι και κυρίες της διοίκησης πανηγυρίζετε για το νέο νομικό πλαίσιο που ψηφίσατε για τη βία κατά των γυναικών αλλά δεν εφαρμόζεται...

Όταν, όταν, όταν και πάλι όταν έχουμε την πρώτη φορά η καταγγέλλουσα να σφαγιάζεται έξω από το αστυνομικό τμήμα, τη δεύτερη φορά ο καταδικασμένος για το αδίκημα της παιδεραστίας να αφήνεται ελεύθερος και να κατακρεουργεί ένα ανήλικο, την τρίτη φορά ένας μεγαλοδικηγόρος να ομολογεί ότι βιοπράγησε κατά της συζύγου του και δεν προφυλακίζεται βάσει του νομικού πλαισίου που πρόσφατα ενεργοποιήθηκε... τότε μην ενοχλείστε Συνέλληνες γιατί οι νέοι και οι νέες μας γυρίζουν την πλάτη!

Είναι τόσο απλό...Ζούμε σε ένα ξεχαρβαλωμένο κράτος που έχει χαθεί πολλαπλώς η αισθητική, η ηθική και το ήθος. Είναι τόσο απλό...Στον δημόσιο βίο δεν κυριαρχεί πλέον ο ορθός λόγος αλλά ο λαϊκίστικος λόγος. Να μία πιθανή εξήγηση, λοιπόν, γιατί συμμετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες μόνο τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους.


Ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης αναφέρει με τον εξαιρετικό του τρόπο για την περίσταση που βιώνουμε:
"Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις."
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)1