Η οικονομία των στεγασμένων… άστεγων

του Ηρακλή Ρούπα, Οικονομολόγου

 

Το πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times στο οποίο αναφέρεται  «ότι δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ», μπορεί να είναι  για τον απλό αναγνώστη ή «απλό πολιτικό», που δεν έχει διάθεση να εμβαθύνει στις προεκτάσεις αυτής της επισήμανσης, μία ακόμα ανάλυση σαν όλες τις άλλες που τυχαίνει πολλές φορές να αναδεικνύουν αντικρουόμενες απόψεις. Δυστυχώς όμως, η παραπάνω διαπίστωση πρέπει να  προβληματίζει ως προς την μεσοπρόθεσμη προοπτική, τόσο της οικονομίας, όσο και της κοινωνικής ευημερίας.  Μετά από μία δεκαετία κρίσεων η ελληνική οικονομία είναι σήμερα περίπου 19% μικρότερη από ότι το 2007, ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%. 

 Ξεφεύγοντας από την «επικοινωνία της ωραιοποίησης»,  είναι επιβεβλημένο να αναδειχθεί το γεγονός ότι το παραπάνω στατιστικό στοιχείο επί της ουσίας  τεχνηέντως υποκρύπτει την  βάση των σημερινών στρεβλοτήτων της οικονομίας. Προωθείται δε λανθασμένα ως ή εύκολη επιλογή ανάδειξης της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας,  η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2% και φέτος και θα συνεχίσει να ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της νομισματικής ένωσης τα επόμενα δύο χρόνια.  Αυτό που αποφεύγουν οι κυβερνητικοί παράγοντες να θέσουν ως στοιχείο της προβληματικής ανάλυσης είναι ο βαθμός της πραγματικής ανάπτυξης εάν συνυπολογισθεί  ο πληθωρισμός. Κυρίως όμως, τους ρυθμούς που απαιτούνται για να αγγίξει οι οικονομία τα προ κρίσεως επίπεδα ΑΕΠ και να αποφευχθεί μία νέα κρίση στο άμεσο μέλλον.

Επιλέγονται στατιστικοί δείκτες που εύκολα μετατρέπονται σε επικοινωνιακό αφήγημα. Επιλέγεται να αναδεικνύεται το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει ελαφρώς ανέβει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Όχι όμως αρκετά για να τους βγάλει από την θέση τους ως τους φτωχότερους ανθρώπους στην ευρωζώνη. Να μην συζητήσουμε για την αισχροκέρδεια. Φαινόμενο πλέον «εμπεπηγμένο» στην καθημερινότητα της οικονομίας. 

Να δεχθώ το εντελώς λανθασμένο κυβερνητικό αφήγημα περί «εισαγόμενης» ακρίβειας για να μην χαρακτηρισθώ ως κακοπροαίρετος αναλυτής. Πηγαίνοντας όμως ένα βήμα παρακάτω πως να παρακάμψω το γεγονός ότι η στεγαστική κρίση όχι μόνον δεν «κρύβεται», ούτε βέβαια είναι «εισαγόμενη», ενώ απειλεί την μελλοντική κοινωνική συνοχή;  Πως να παραβλέψω το γεγονός ότι τα συμπεράσματα του πρόσφατου οικονομικού φόρουμ των Δελφών κατέδειξαν πως το 47,8% των νοικοκυριών παραδέχεται ότι δυσκολεύεται ή αδυνατεί να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ το 79% δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα κάθε μήνα αφού πληρώσει το ενοίκιο ή τις δόσεις δανείων και πάγιων λογαριασμών;  Τί είδους μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι δυνατόν να σηματοδοτήσουν τα στοιχεία της Eurostat ότι το 37% του εισοδήματος κάθε νοικοκυριού πηγαίνει στην στέγαση; 

Εφόσον λοιπόν μιλάμε για συγκρίσεις και μέσους όρους της ΕΕ, γιατί η κυβέρνηση αποφεύγει να εστιάσει στο γεγονός ότι οι Έλληνες πληρώνουν τα περισσότερα στην Ευρώπη για την στέγαση; Όταν η πολιτική ανάπτυξης, καθώς και η στόχευση των κονδυλίων του Αναπτυξιακού Ταμείου βασίζεται τόσο στην κατανάλωση, όσο και στην πεπαλαιωμένη «συνταγή» των έργων υποδομής και τουρισμού, πως είναι δυνατόν να συζητάμε για αμυντική θωράκιση της οικονομίας στην επερχόμενη επόμενη κρίση;  Πώς είναι δυνατόν να μην βλέπουμε πως  το απλό «κεραμίδι» πάνω από το κεφάλι κάθε οικογένειας, δεν προστατεύει πλέον, αλλά κινδυνεύει να διαλυθεί, συμπαρασύροντας την όποια κοινωνική ισορροπία διατηρείται ακόμα σήμερα;  

Φαίνεται το «όπου φτωχός και η μοίρα του» αρχίζει να αναδεικνύεται ως νέα πραγματικότητα, καθώς το συνολικό ιδιωτικό χρέος (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) ήταν 371 δις ευρώ στην αρχή του 2024, έχοντας αυξηθεί κατά 11% από το 2019. Οι δε ληξιπρόθεσμες οφειλές αντιπροσωπεύουν πλέον το 60% περίπου του συνολικού χρέους, ενώ τα δύο τρίτα αυτών αφορούν δάνεια τραπεζών (ενήμερα και κόκκινα). Την ίδια στιγμή που η στέγαση των νέων θα έπρεπε να αποτελεί την βάση δομικής προσέγγισης του προβλήματος της υπογεννητικότητας. 

Για ποια στεγαστική πολιτική μιλάμε σήμερα; Θα πρέπει πρώτα να βρεθούν τα σπίτια για να μπορεί η κυβέρνηση να διαμορφώσει στεγαστική πολιτική. Το δυστύχημα είναι πως για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η «μη εισαγόμενη» στεγαστική κρίση, θα πρέπει να υπάρξει πλήρης μεταστροφή της κεντροδεξιάς πολιτικής φιλοσοφίας, σε μία ποιο παρεμβατική ως αναφορά νέους και οικονομικά αδύναμους. Θα πρέπει να γίνει συνείδηση πως σπίτια δεν υπάρχουν. Τόσο απλά. Τα δε νέα που κτίζονται είναι μόνον για τους «έχοντες».  

Ούτε βέβαια η ίδρυση φορέα που θα αποκτά τα ακίνητα ευάλωτων δανειοληπτών, όταν αυτά χάνονται και θα τα εκμισθώνει για μία 12ετία, αποτελεί λύση στο στεγαστικό πρόβλημα. Όπως απέδειξε το πείραμα με τους servicers, ιδιωτικά κεφάλαια και κοινωνική πολιτική δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν στην Ελλάδα. Το ουτοπικό αυτό σχήμα προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων δεν είναι εφικτό να πετύχει. Όταν δε αναφέρομαι για μεταστροφή της πολιτικής και οικονομικής φιλοσοφίας της κυβέρνησης, επιδιώκω να αναδείξω πως μοναδική διέξοδος της στεγαστικής κρίσης είναι η άμεση κρατική παρέμβαση. Κοινώς: Να βάλει τα χρήματα το κράτος. Αυτός θα πρέπει να είναι ο ρόλος του σε περιόδους κρίσεων με σημαντικές μακροπρόθεσμες προεκτάσεις. 

Κάποια στιγμή – ίσως είναι αργά πλέον – πρέπει να γίνει ουσιαστική αναθεώρηση των αναπτυξιακών κονδυλίων με στόχευση όχι γενικής φύσεως (όπως έργα υποδομών, ξενοδοχεία, κλπ), αλλά Περιφερειακή.  Απαιτούνται συνολικές και όχι αποσπασματικές πολιτικές, ενώ λύσεις όπως επιδόματα και χαμηλότοκα δάνεια δεν αποτελούν βιώσιμες ούτε αποτελεσματικές προτάσεις. Μόνον τότε θα καταστεί δυνατή η ουσιαστική προσέγγισης των επιμέρους οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. 

Ας αναλάβει το κράτος την κατασκευή κατοικιών και διαχείρισης αυτών με κονδύλια του Αναπτυξιακού Ταμείου. Ας αναλάβει το κράτος να χρηματοδοτήσει την δημιουργία νέων φοιτητικών εστιών με τα κονδύλια του Αναπτυξιακού Ταμείου. Είναι εφικτή η δημιουργία ενός Πανελλαδικού δικτύου φοιτητικών εστιών σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια και χρηματοδότηση από κοινά περιφερειακά ταμεία «φοιτητικής στέγης». Μία τέτοια στρατηγική με κρατική και κοινοτική χρηματοδότηση θα επιτρέψει τον εξορθολογισμό του κόστους ενοικίων στην περιφέρεια, ταυτόχρονα μετριάζοντας την στεγαστική κρίση στις περιοχές αυτές. 

Ας αντιληφθούν εκείνοι που είχαν την «έμπνευση»  των χαμηλότοκων  δανείων αγοράς κατοικίας σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχουν σπίτια, πως οι  πολιτικές αυτές απλά εντείνουν τις στρεβλότητες. Ειδικά σε ένα περιβάλλον συνεχών αυξήσεων του κόστους κατασκευής νέων κατοικιών. Εκείνοι που σχεδιάζουν τον «άνοιγμα» των κλειστών διαμερισμάτων θα ήταν ωφέλιμο να εστιάσουν στον γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες τους δεν θέλουν να τα ενοικιάσουν γιατί ενδεχομένως απαιτούν σημαντικά ποσά για να ανακαινισθούν. Την ίδια στιγμή που μεγάλος αριθμός ανήκουν στα funds και τις τράπεζες.

 Όσοι «οραματίστηκαν» τέτοιας μορφής λύση θα έπρεπε πρώτα να εμπλουτίσουν την άγνοια τους με παραδείγματα άλλων χωρών όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία και να οπλισθούν με πολιτικό θάρρος να αναδείξουν δυναμικές λύσεις.  Κυρίως όμως, θα πρέπει – μάλλον θα έπρεπε – να αναζητήσουν λύσεις εκτός πεπατημένης που μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική. Στην μεν Ισπανία η στόχευση είναι να πουληθούν από την “bad bank” στις δημοτικές κυβερνήσεις περί τις 22.000 κατοικίες και οικόπεδα, ενώ στην Πορτογαλία προϋπολογίζονται για την περίοδο 2024-26 περί τα 2,4 δις ευρώ για την ανέγερση δημόσιων κατοικιών με μεικτή προσέγγιση δημιουργίας φοιτητικής στέγης και στέγης για νέους. 

Η δεκαπενταετής κρίση εκτός τόσων άλλων, αλλοίωσε την κουλτούρα ασφάλειας μέσω ιδιοκτησίας της κατοικίας ενός εκάστου. Κατέστρεψε την έννοια της ιδιοκτησίας για τα περισσότερα νοικοκυριά. Μία εξέλιξη που σε συνδυασμό με το δημογραφικό πρόβλημα, καθιστά πλέον κάθε στεγαστική πολιτική της μορφής που εξαγγέλλονται, ως πολιτικές μελλοντικών άστεγων!

Με δεδομένη την ανυπαρξία  ενσυναίσθησης από την πολιτική κουλτούρα της κυβέρνησης, είναι δύσκολο να αναδειχθούν πολιτικές ουσίας που πραγματικά αγγίζουν την κυοφορούμενη κοινωνική κρίση. Δεκτά τα «καθρεφτάκια» των επιδοτήσεων. Τα κεραμίδια … έσπασαν όμως.