Γιάννης Ιωαννίδης: Ο άνθρωπος που άλλαξε το ελληνικό μπάσκετ

Ήταν η εποχή όπου το μπάσκετ άρχισε να κερδίζει πόντους. Ψήλωνε δειλά δειλά και το επίκεντρο του ενδιαφέροντοςέέφευγε από την Αθήνα και στρεφόταν στη Θεσσαλονίκη. Την πόλη που έμελλε να «αναστήσει» το άθλημα και να το βάλει σε ευρωπαϊκές ράγες.

Ηταν η εποχή κατά την οποία η πλειονότητα των μπασκετικών φιλάθλων απ’ όλη την Ελλάδα θα γίνονταν «οπαδοί» του Αρη και του ΠΑΟΚ, οι οποίοι θα κυριαρχούσαν για μια δεκαετία, από τις αρχές του ’80 μέχρι και το 1992.

Η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ θα αλλάξει το 1982, όταν ο ξανθομάλλης, πεισματάρης Γιάννης Ιωαννίδης θα αναλάβει ξανά τον Αρη του Νίκου Γκάλη και δύο χρόνια μετά με την άφιξη του Παναγιώτη Γιαννάκη η ομάδα της Θεσσαλονίκης θα κατακτήσει 7 σερί πρωταθλήματα και 4 σερί νταμπλ, ενώ θα κάνει γνωστό το όνομά της στα πέρατα της Ευρώπης, συμμετέχοντας σε τρία συνεχόμενα φάιναλ 4, κατατροπώνοντας πριν από αυτά τα μεγαθήρια όπως οι Τρέισερ, Μακάμπι και Γιουγκοπλάστικα.

Είτε χαζεύαμε από την τηλεόραση είτε από τις κερκίδες τις μάχες του Αρη, ήταν αδύνατο το βλέμμα να μην εστιάσει στον νευρικό καπνιστή του πάγκου του. Ο «ξανθός» ζούσε το ματς με μεγαλύτερη ένταση απ’ ό,τι οι παίκτες του.

Κι όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, τα τάιμ άουτ μετατρέπονταν σε χώρους… βασανιστηρίων. «Γαλλικά», χειρονομίες και υψηλά ντεσιμπέλ εκτοξεύονταν μαζί με σακάκια (ενίοτε και μπουκάλια) προς τον παίκτη που δεν θα εκτελούσε την εντολή του. 

Κι όταν η διαιτησία ήταν… ντεφορμέ; Τότε και η γραμματεία αντιλαμβανόταν από πρώτο χέρι τι σημαίνει Ιωαννίδης εκτός εαυτού.

Ο Ελληνας προπονητής μπορεί να ήταν ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας, μπορεί να μη δεχόταν την ήττα (τρόμαζε στην ιδέα της, αρρώσταινε), όμως ήταν ένας σπουδαίος προπονητής, ένας στρατηγός που μπορούσε να «διαβάσει» έναν αγώνα και να αλλάξει κατά τη διάρκειά του τα δεδομένα.

Μεγάλοι παίκτες πέρασαν από τα χέρια του. Γκάλης, Γιαννάκης, Βράνκοβιτς, Μάικ Τζόουνς, Σούμποτιτς, Σέλερς, Σόμπιν, Γουίλτζερ, αλλά και πολύτιμα «εργαλεία» όπως οι Φιλίππου, Λυπηρίδης, Ρωμανίδης κ.ά., αποτέλεσαν τα «βέλη» στη φαρέτρα του «ξανθού», τα οποία εκτόξευε μαεστρικά στις αδυναμίες των αντιπάλων.

Δυστυχώς, παρότι γεύτηκε το νέκταρ των τίτλων στην Ελλάδα, στα φάιναλ 4 της Γάνδης, του Μονάχου και της Σαραγόσα, θα αποκλειστεί στους ημιτελικούς από τη μεγάλη Τρέισερ, τη Μακάμπι και τη γηπεδούχο Μπαρτσελόνα, αντίστοιχα.

Κι όταν καθιέρωσε τον Αρη ως ένα τεράστιο μπασκετικό μέγεθος σε Ελλάδα και Ευρώπη, πήρε την απόφαση το 1991, να κατηφορίσει προς τον Πειραιά και να πάρει μαζί του το ελληνικό μπασκετικό ενδιαφέρον.

 

 

Εκεί θα αγαπηθεί παράφορα από τους φίλους του Ολυμπιακού και θα μισηθεί όσο λίγοι από τους «πράσινους». Είναι η εποχή όπου η Αθήνα επιστρέφει στο μπάσκετ μέσω των «αιωνίων», οι οποίοι θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον μέχρι τις ημέρες μας, με μόνη εξαίρεση το πρωτάθλημα της ΑΕΚ με την τρελή ανατροπή του 2002.

Ο Ιωαννίδης θα σαρώσει τα πάντα με τον Ολυμπιακό από το 1993 μέχρι το 1996 αλλά η μοίρα θα του γυρίσει την πλάτη ξανά στα φάιναλ 4, εκεί όπου θα χάσει δύο τελικούς από τον Ομπράντοβιτς, αυτή τη φορά απέναντι στην Μπανταλόνα (1994) με το τρίποντο του Κορνίλιους Τόμπσον και στη Ρεάλ Μαδρίτης (1995) των Σαμπόνις και Αρλάουκας.

 

 

Το 1996 θα μετακομίσει στην ΑΕΚ και δύο χρόνια μετά θα τη στείλει σε ακόμη ένα φάιναλ 4, αυτό της Βαρκελώνης. Στον τελικό θα ηττηθεί ξανά, αυτή τη φορά από τη σπουδαία Κίντερ Μπολόνια του Μεσίνα και το 2003 θα κλείσει την προπονητική πορεία του, οδηγώντας την Εθνική στο Ευρωμπάσκετ του 2003 και στην 5η θέση, ενώ στη συνέχεια τον κέρδισε η πολιτική.

Για δύο δεκαετίες, ο Ιωαννίδης πρωταγωνίστησε στο ελληνικό μπάσκετ, έφερε νέο αέρα και σε συνδυασμό με τις επιτυχίες της Εθνικής του ’87 και του ’89, έκανε τη χώρα μας συνώνυμο του αθλήματος.

 

 

Μπορεί ο Γιώργος Σιγάλας να θυμάται το μπουκάλι που εκσφενδονίστηκε στον λαιμό σε ένα τάιμ άουτ ή ο Μιχάλης Κακιούζης την επίθεση που δέχθηκε όταν αστόχησε στο τελευταίο σουτάκι της προθέρμανσης (ήταν ένα από τα πολλά γούρια του «ξανθού» να ευστοχεί συγκεκριμένος παίκτης στις ομάδες του στο τελευταίο σουτ της προθέρμανσης πριν από το ματς), μπορεί να μισήθηκε όσο λίγοι από τους αντίπαλους οπαδούς, όμως κανείς δεν μπορεί παρά να μην υποκλιθεί στην μπασκετική ευφυΐα του Θεσσαλονικιού προπονητή.

Κι αν δεν κατέκτησε ποτέ ένα κύπελλο πρωταθλητριών, το μεγαλύτερο βραβείο της ζωής του έμελλε να το λάβει το 2001, ύστερα από πολυετή κόπο και αγωνία. Ηταν η κόρη του Θεοδώρα…

 

 

Καθημερινή

Διαβάστε επίσης