Το μεγάλο επενδυτικό μπουμ μπορεί να καθυστέρησε μια διετία λόγω της πανδημίας, αλλά όταν «έσκασε» έκανε τη διαφορά
Από την αρχή της κρίσης στις αρχές του 2010 και την καθίζηση που υπέστη η χώρα ήταν σαφές ότι θα χρειαζόταν να πέσει πολύ νέο χρήμα στην οικονομία προκειμένου να σταθεί ξανά στα πόδια της. Ωστόσο για αρκετά χρόνια το μόνο νέο χρήμα που έπεφτε ήταν δυστυχώς τα χρήματα της οικονομικής βοήθειας στο πλαίσιο των τριών μνημονίων (δηλαδή δανεικά) καθώς και τα χρήματα από τους σταθερούς αιμοδότες, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Ηταν η εποχή της αποεπένδυσης από την ελληνική οικονομία.
Εκείνα τα χρόνια, ακόμα και όταν υπήρχαν φιλοεπενδυτικές κυβερνήσεις, τα ξένα κεφάλαια έβλεπαν με φόβο την Ελλάδα. Η σταθερή τους επωδός ήταν, «πρώτα θα επενδύσουν οι Ελληνες στη χώρα τους και μετά θα ακολουθήσουμε και εμείς». Μετά το φθινόπωρο του 2015 όταν και έγινε σαφής ο δρόμος που θα ακολουθούσε η χώρα, υπήρχε ακόμα ο φόβος για πιθανό νέο ξεστράτισμα ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάστηκε να έρθει μια νέα πολιτική αλλαγή το 2019 και αυτό που φαινόταν απίστευτο ακόμα και πριν από την κρίση, οι μεγάλες ξένες επενδύσεις, έγινε πραγματικότητα.
Το μεγάλο επενδυτικό μπουμ μπορεί να καθυστέρησε μια διετία λόγω της πανδημίας, αλλά όταν «έσκασε» έκανε τη διαφορά. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της PricewaterhouseCoopers οι ελληνικές επιχειρήσεις άντλησαν το 2022 περίπου 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ από ξένους επενδυτές. Η αντίστοιχη επίδοση το 2016 έφτασε τα 992 εκατ. ευρώ, το 2017 τα 611 εκατ. ευρώ, το 2018 το 1,75 δισ. ευρώ και το 2019 τα 2,2 δισ. ευρώ. Οι ξένοι επενδυτές αύξησαν και τη μέση αξία των εισερχόμενων συναλλαγών που υλοποιούν σε ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς το 2022 ανήλθε σε 203 εκατ. ευρώ, σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με το 2021 (138 εκατ. ευρώ).
Συνολικά στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των ελλήνων επενδυτών, το 2022 πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες, τουλάχιστον από το 2008, συγχωνεύσεις και εξαγορές συνολικής αξίας 10,4 δισ. ευρώ. Η συμβουλευτική εταιρεία εκτιμά ανοιχτά ότι το 2023 αναμένεται να είναι εξίσου εντυπωσιακή η προσέλκυση επενδύσεων, σε επίπεδα ανάλογα με αυτά του 2022, παρά τις παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Την τάση αυτή αναμένεται να επιταχύνει η επιστροφή του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα. Για να γίνει αντιληπτή η πρόκληση για την ελληνική οικονομία, αξίζει να αναφερθεί ότι λόγω ακριβώς αυτής της έλλειψης πολλά ώριμα επενδυτικά κεφάλαια δεν μπορούν να έρθουν στη χώρα καθώς αποκλείεται από το καταστατικό τους. Επιπλέον, χωρίς επενδυτική βαθμίδα, πολλές επενδύσεις που γίνονται αυτό το διάστημα δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τράπεζες του εξωτερικού, με αποτέλεσμα η υποχρεωτική προσφυγή στις ελληνικές τράπεζες να είναι μονόδρομος για αυτές, απασχολώντας ρευστότητα που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει άλλες δραστηριότητες.
Σπάμε δηλαδή το ένα επενδυτικό ρεκόρ μετά το άλλο, παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών κεφαλαίων δεν μπορεί να επενδύσει στη χώρα μας. Αυτό και αν είναι άθλος. Αυτό και αν είναι ψήφος εμπιστοσύνης. Είναι σαν να ξεκινάμε να τρέξουμε σε έναν μαραθώνιο που ορισμένα κομμάτια της διαδρομής του απαγορεύεται να τα διαβούμε. Και όμως καταφέρνουμε να τερματίσουμε και μάλιστα σε θέση σε πολλές φορές καλύτερη από τους άλλους που έτρεξαν στην κανονική διαδρομή…