Όποια πρόβλεψη και να κάνει κανείς για το ζήτημα των γλυπτών του
Παρθενώνα, έξω θα πέσει. Αποτελεί υπόθεση που ταλανίζει τις
πολιτιστικές υποθέσεις της Ελλάδας, εδώ και δεκαετίες.
Η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός πολιτισμού την δεκαετία του ’80 αλλά και στις
αρχές του ’90 το είχε αναγάγει σε σκοπό ζωής. Τα αποτελέσματα
όμως, παραμένουν μέχρι και σήμερα πενιχρά και σε φραστικό
επίπεδο και μόνο. Ακόμα θυμούνται κάποιοι το στιγμιότυπο που
πρώην Έλληνας πρωθυπουργός είχε πλησιάσει τον Άγγλο ομόλογό του,
χωρίς να γνωρίζει πως οι κάμερες λειτουργούσαν, προκειμένου να του
αποσπάσει ένα θετικό σχόλιο για το ζήτημα ενόψει των Ολυμπιακών
Αγώνων της Αθήνας, για να εισπράξει μια «παγωμένη» και αόριστη
υπόσχεση πως θα εξέταζε το θέμα. Χωρίς φυσικά να υπάρξει ποτέ
ουσιαστική πρόοδος.
Αρχικά επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή στο ζήτημα παρατηρεί
κανείς πως η ζωφόρος του Παρθενώνα που απεικονίζει την πομπή του
πέπλου της θεάς Αθηνάς στα Παναθήναια, καθώς και οι Καρυάτιδες
που την συνόδευαν, υπήρξαν «θύματα» κλοπής του λόρδου Έλγιν το
1802, στην υπόδουλη στους Οθωμανούς, Αθήνα. Κανένα
πιστοποιητικό δεν εκδόθηκε για την μεταφορά τους στην Αγγλία. Ή
τουλάχιστον μέχρι τώρα δεν έχει ανευρεθεί. Πιστοποιώντας μια άνευ
προηγουμένου ιστορική αδικία. Κάνοντας την ελληνική πλευρά να
επιμένει.
Το ζήτημα όμως δεν μοιάζει να είναι τόσο νομικής φύσεως. Η
υπεξαίρεση μοιάζει να μην αμφισβητείται. Την στιγμή μάλιστα που ο
διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου μοιάζει πιο διαλλακτικός σε
σχέση με το παρελθόν, ομιλώντας για «συμφωνία», «συνεργασία» ή
ακόμα και «λύση», η ελληνική μεριά νιώθει πως βρίσκεται μπροστά σε
μια ιστορική ευκαιρία. Ωστόσο η αλλαγή του κανονισμού λειτουργίας
του Βρετανικού Μουσείου, είναι η απαραίτητη πρώτη «πέτρα» που
πρέπει να κυλήσει, για να έχουμε απτές εξελίξεις.
Εξελίξεις που οφείλουν να ευνοούν και την ελληνική πλευρά. Και αυτό
γιατί οι ψίθυροι περί δανεισμού από την μεριά των Βρετανών,
μοιάζουν να απορρίπτονται κατηγορηματικά από την ελληνική πλευρά.
Η οποία δεν επιθυμεί σε καμιά περίπτωση, έστω και έμμεσα, να
υπονοηθεί η κυριότητα των Άγγλων. Κανένας δεν μπορεί να
συνομολογήσει δανεισμό ενός πράγματος που θεωρεί πως του ανήκει.
Σε αυτό το σημείο είναι που περιπλέκονται τα πράγματα. Η βρετανική
κυβέρνηση που αποτελεί τον βασικό σκόπελο, στο «ξεκλείδωμα» της
υπόθεσης, έχει ως επικεφαλής της έναν ηγέτη με καταγωγή από
βρετανική αποικία, η οποία βρέθηκε και αυτή στην θέση της Ελλάδας
σχετικά με την «μεταφορά» αρχαιοτήτων.
Ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός θα δείξει την ανάλογη ευαισθησία,
που θα έδειχνε και για την χώρα καταγωγής του ή θα αποδειχθεί το
ίδιο αδιάλλακτος με τους προκατόχους του; Το βρετανικό κατεστημένο
είναι εξαιρετικά δύσκολο να ηττηθεί. Ωστόσο η παγκόσμια κοινή
γνώμη και η ηθική της εποχής προστάζουν η σκόπιμη βρετανική
αδράνεια να λάβει τέλος. Επικρατεί πια η άποψη πως τα μνημεία που
ανήκουν στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, επιτελούν τον
αισθητικό και ιστορικό τους ρόλο όταν βρίσκονται στον τόπο που
γεννήθηκαν. Και πάνω από αυτό το επιχείρημα, η Ελλάδα οφείλει να
περιστρέψει την επιχειρηματολογία της.
Να πείσει τους βρετανούς και την διεθνή κοινότητα-η οποία ήδη
αντιμετωπίζει με συμπάθεια το αίτημά της- πως τα γλυπτά του
Παρθενώνα, ευρισκόμενα σε διαφορετική τοποθεσία από εκείνη που
βρίσκεται το σύνολο στο οποίο εντάσσονται, σηματοδοτούν ένα
μνημείο ιστορικής αδικίας και πολιτιστικής απρέπειας. Πως η ζωφόρος
του Παρθενώνα την δεδομένη χρονική στιγμή υφίσταται έναν
ακρωτηριασμό που σε κάθε περίπτωση, οφείλεται να αποκατασταθεί.
Η Αγγλία διατηρεί ακόμα και τώρα την πρωτοβουλία των κινήσεων με
τα περιθώρια για εκείνη ωστόσο, να στενεύουν. Μένει να αποδειχθεί
αν θα αντέξει να κρατά την ίδια στάση ή θα επιλέξει μια κίνηση
διεθνούς γενναιότητας, εγκαταλείποντας την παθητική ακινησία που
επέδειξε μέχρι τώρα.
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός και εργάζεται στην
δευτεροβάθμια εκπαίδευση.