Ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπει κατ’ αρχήν ότι οι σύζυγοι κατά τη διάρκεια του γάμου υποβάλλουν κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Υπόχρεος για την υποβολή της κοινής δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα εκάστου συζύγου βεβαιώνονται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο.
Ωστόσο, ο νόμος επιτρέπει και την υποβολή χωριστών φορολογικών δηλώσεων από τους συζύγους, εφόσον ένας τουλάχιστον εκ των συζύγων το επιλέξει με ανέκκλητη δήλωσή του για κάθε φορολογικό έτος. Η σχετική γνωστοποίηση γίνεται μέσω ειδικής ηλεκτρονικής εφαρμογής στον διαδικτυακό τόπο www.aade.gr, έως την 28η Φεβρουαρίου εκάστου έτους (ήτοι έως την 28/2/2023 για τις δηλώσεις του φορολογικού έτους 2022).
Η γνωστοποίηση θα πρέπει να επικαιροποιείται κάθε έτος από τουλάχιστον έναν εκ των δύο συζύγων μέχρι την ανωτέρω προθεσμία, διαφορετικά θα υποβάλλεται κοινή δήλωση.
Τόσο στις περιπτώσεις κοινής δήλωσης όσο και στις περιπτώσεις χωριστής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος συζύγων διενεργείται χωριστή εκκαθάριση και βεβαίωση φόρου για κάθε σύζυγο και δεν γίνεται συμψηφισμός χρεωστικού και πιστωτικού ποσού μεταξύ των συζύγων.
Οι φορολογούμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι αντίθετα με τις κοινές δηλώσεις, στις χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος συζύγων δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων, καθώς τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης βαρύνουν τον κάθε σύζυγο ατομικά. Οσον αφορά τη δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με ανάλωση κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου.
Επίσης, στις χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς υπολειπόμενου ποσού αποδείξεων από τον ένα σύζυγο στον άλλο.
Τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους. Το εισόδημα του ανήλικου τέκνου που δεν φορολογείται στο όνομα του τέκνου, προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η χορήγηση των επιδομάτων δεν επηρεάζεται από την υποβολή χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους. Επίσης δεν είναι απαραίτητη η υποβολή χωριστών δηλώσεων συζύγων που έχουν διαφορετική φορολογική κατοικία διότι προβλέπεται ήδη χωριστή φορολογική αντιμετώπιση στις κοινές δηλώσεις συζύγων που έχουν διαφορετική φορολογική κατοικία.
Στην περίπτωση των χωριστών δηλώσεων η κύρια κατοικία δηλώνεται στον πίνακα 5 του εντύπου Ε1 στους αντίστοιχους κωδικούς κύριας κατοικίας. Ο κάθε σύζυγος συμπληρώνει το ποσοστό ιδιοκτησίας του σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας, το ποσοστό του ως μισθωτής σε περίπτωση μισθωμένης κατοικίας και το ποσοστό της δωρεάν παραχώρησης, αντίστοιχα. Εάν ένας σύζυγος που δεν διαθέτει καθόλου ποσοστό συνιδιοκτησίας ή χρήσης στην κύρια κατοικία, συμπληρώνει στον πίνακα 6 την ένδειξη «συνοίκηση με σύζυγο», ο άλλος σύζυγος δεν συμπληρώνει καμία ένδειξη.
Στην περίπτωση τέλεσης γάμου μετά την προθεσμία της 28/2 οι σύζυγοι μπορούν να γνωστοποιήσουν την υποβολή χωριστής δήλωσης ως την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της εμπρόθεσμης δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Σημειώνεται ότι τα μέρη συμφώνου συμβίωσης έχουν εκ του νόμου εξαρχής τη δυνατότητα για υποβολή κοινών ή χωριστών δηλώσεων.
Οι σύζυγοι (ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης) υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον: α) Εχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης φέρει ο φορολογούμενος. β) Ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου συμβίωσης είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.