Η είδηση προέρχεται από τους έγκριτους Times και είναι από αυτές που θα προκαλέσουν συζήτηση: σύμφωνα με την αγγλική εφημερίδα, για άλλη μια φορά, όπως έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν, η πολιτική εισχώρησε στα εδάφη του αθλητισμού.
Το θύμα της παρέμβασης αυτή τη φορά είναι ο Άντονι Τέιλορ, Άγγλος διαιτητής υψηλού επιπέδου, ένας από τους καλύτερους στον κόσμο. Ο Τέιλορ, όπως και ο άλλος Άγγλος ρέφερι στο Κατάρ, ο Μάικλ Όλιβερ, δέχθηκε βέτο στο να διαιτητεύσει την Αργεντινή.
Το ίδιο ισχύει, αντίστροφα, για τους Αργεντινούς διαιτητές, οι οποίοι δεν θα είχαν συμπεριληφθεί στο γκρουπ από το οποίο θα μπορούσαν να επιλεχθούν για να διαιτητεύσουν τους αγώνες της Αγγλίας.
Η απόφαση, και πάλι σύμφωνα με τους Times, θα πρέπει να αναζητηθεί στην αιώνια διαμάχη των δύο εθνών σχετικά με τα νησιά Φώκλαντ, ένα υπερπόντιο έδαφος που ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι ένα αρχιπέλαγος στον Νότιο Ατλαντικό Ωκεανό που διεκδικεί η Αργεντινή, η οποία το θεωρεί αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής της επικράτειας.
Το 1982 η στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής κατέλαβε το αρχιπέλαγος προκαλώντας σύγκρουση με το Ηνωμένο Βασίλειο, γνωστή ως Πόλεμος των Φώκλαντ, που είδε τη χώρα της Νότιας Αμερικής ηττημένη.
Γι΄ αυτόν τον λόγο, οι Αργεντινοί δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι τον ορισμό ενός Άγγλου διαιτητή, ακόμη περισσότερο για έναν τόσο σημαντικό αγώνα όσο ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Η FIFA, ωστόσο, δεν έχει εκφραστεί επίσημα για το θέμα, επειδή αυτό θα ήταν πολύ ατυχές για τον επαγγελματισμό των διαιτητών.
Αλλά το ζήτημα των Φώκλαντ είναι σίγουρα ακόμα ανοιχτό, τουλάχιστον για τους Αργεντινούς. Αποδεικνύεται απ΄ αυτό που συνέβη στο τέλος του ημιτελικού Αργεντινής-Κροατίας, όταν ο Μέσι και οι συμπαίκτες του γιόρτασαν τη νίκη τους τραγουδώντας το τραγούδι «Μουτσάτσος» μαζί με τους οπαδούς τους στις εξέδρες, το οποίο στο κείμενο έχει σαφείς αναφορές στη μάχη των νήσων Φώκλαντ.
Το 2019, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα είχε παρέμβει επίσης για το θέμα. Ο Pibe de Oro είπε ότι το γκολ του εναντίον της Αγγλίας, που σημείωσε με το χέρι του, ήταν συμβολική εκδίκηση για τη σύγκρουση, από την οποία οι Νοτιοαμερικανοί βγήκαν ηττημένοι.