Όταν στις 6 Οκτωβρίου 1973 ο τότε Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Ελ Σαντάτ έδινε εντολή στα τεθωρακισμένα του να «μπουκάρουν» στο Κανάλι του Σουέζ, την ημέρα της μεγάλης εβραϊκής γιορτής του Γιομ Κιπούρ, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία.
Έχοντας τη βεβαιότητα με τους Σύρους συμμάχους του ότι θα αιφνιδιάσει τον ισραηλινό στρατό και θα επανακαταλάμβανε τα υψώματα του Γκολάν μεταξύ άλλων, σε καμιά περίπτωση δεν περίμενε να υποστεί μια δραματική αποτυχία, που θα έφερε βαρέως όλος ο τότε αραβικός κόσμος.
Ένας κόσμος εξάλλου που στις 17 Οκτωβρίου 1973 αντιδρούσε υπερτριπλιασιάζοντας τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, επιβάλλοντας 70% φορολόγηση στις πετρελαϊκές εταιρείες και τροφοδοτώντας τον υψηλότερο πληθωρισμό που γνώρισε μεταπολεμικά η διεθνής οικονομία.
Ξεσπούσε έτσι μια οξύτατη ενεργειακή κρίση, η οποία δεν ήταν διόλου άσχετη και με την πτώση λίγο καιρό αργότερα των δικτατορικών καθεστώτων σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία. Μπορούμε να πούμε ότι το 1973 ήταν χρονιά-σταθμός για τον πλανήτη μας. Διότι, στην ουσία, η ενεργειακή κρίση τροφοδότησε άλλες έξι παράπλευρες κρίσεις, μέσα στις οποίες εκκολάφτηκε και το σημερινό πολεμικό περιβάλλον. Ένα περιβάλλον τρίτου παγκόσμιου πολέμου, το οποίο ο δυτικός φιλελεύθερος κόσμος αντιμετώπισε σπασμωδικά και κυρίως αλαζονικά.
Αυτό ήταν επόμενο όμως. Το 1973, ο τριπλασιασμός της τιμής του πετρελαίου και συνακολούθως και άλλων πρώτων υλών, δημιούργησε μια πρωτοφανή ρευστότητα στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στο οποίο κάποιες εκατοντάδες δισεκατομμύρια πετροδολάρια άρχισαν να κυκλοφορούν αναζητώντας αποδόσεις.
Έτσι, η χρηματοοικονομία ανέβαινε εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, με αποτέλεσμα παράλληλα με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών να δημιουργείται και μια οικονομία χρέους, η οποία από μόνη της ήταν εστία κρίσης. Με πιο απλά λόγια, η χρηματοοικονομία έγινε το όχημα της παγκοσμιοποίησης, ένα φαινόμενο στο οποίο οι άυλες αξίες, οι φούσκες δηλαδή, έγιναν συντελεστής παραγωγής πλούτου.
Την ίδια περίοδο, κεντρικές τράπεζες, επενδυτικά και ιδιωτικά τραπεζικά ιδρύματα, μεγάλες εταιρείες, πάσης φύσεως συντεχνίες και κυβερνήσεις, διοργάνωσαν ένα μεγάλο πάρτι υπέρογκης διεθνούς νομισματικής κυκλοφορίας, το οποίο βάπτισαν νεοφιλελευθερισμό, δίνοντας τη δυνατότητα στις δυνάμεις του οργανωμένου κρατισμού να ενισχύσουν τις θέσεις τους έναντι των κεντρικών τραπεζών.
Το 1979, όταν ξέσπασε η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος είχε τριπλασιαστεί σε σχέση με το 1973, γεγονός που άνοιξε τότε την πόρτα και σε περίεργες τραπεζικές μοχλεύσεις. Αυτές που λίγα χρόνια μετά τροφοδοτούσαν την πρώτη οξεία διεθνή χρηματοοικονομική κρίση.
Από πολιτικής πλευράς, η δεύτερη ενεργειακή κρίση αποτελούσε κορυφαία πηγή χρηματοδότησης αυταρχικών ισλαμικών καθεστώτων, το πρώτο από τα οποία πήρε επισήμως σάρκα και οστά στο Ιράν το 1979 με την ανατροπή του Σάχη της Περσίας και του επίσης αυταρχικού καθεστώτος του. Η ανατροπή αυτή, κατά την εκτίμησή μας, ήταν και η ουσιαστική αφετηρία ενός άτυπου τρίτου παγκόσμιου πολέμου, στον οποίο η τότε Σοβιετική Ένωση μπήκε δυναμικά αλλά χωρίς να έχει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα, εισβάλλοντας στο Αφγανιστάν. Δέκα χρόνια αργότερα, η εισβολή αυτή κατέληξε στην κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, στην πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη και στην ως εκ τούτου αφύπνιση της τότε μαοϊκής Κίνας.
Το 1989 δεν ήταν έτσι μόνο η χρονιά της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, αλλά και αυτή της Πλατείας Τιενανμέν στο Πεκίνο, όπου τα κινεζικά τανκς χτυπώντας στο ψαχνό φοιτητές που ζητούσαν λίγη ελευθερία, άνοιγαν την πόρτα στην άνοδο του ασιατικού παραγωγικού μοντέλου, με πρωτοπόρο την Κίνα, σε μια εποχή όπου η Ιαπωνία έμπαινε σε μια δεκαετή και πλέον οικονομική στασιμότητα. Η βελούδινη κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας το 1991 έμελλε να είναι για τη Δύση μια άτυπη παγίδα, στην οποία έπεσε μετά… βαΐων και κλάδων.
Έτσι, όταν ο Φράνσις Φουκουγιάμα το 1992 έγραφε για το τέλος της ιστορίας τονίζοντας την παγκοσμιοποίηση της φιλελεύθερης τάξης, είχε ακολουθήσει λάθος δρόμο. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση, επειδή ακριβώς θα οδηγούσε στην καθιέρωση της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης, έκανε δυνατή την κολοσσιαία παγκόσμια αντιφιλελέθευρη συμμαχία, των μεγάλων ηττημένων του 20ού αιώνα, δηλαδή του εθνικοσοσιαλισμού και του κομμουνισμού κατά της ελευθερίας και του κράτους δικαίου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι διεθνείς αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, οι οποίες με αυξανόμενο ρυθμό είχαν συμμετοχή στον έλεγχο της παγκόσμιας ροής κεφαλαίων και άρα στη διεθνή νομισματική τάξη, από τη μία πλευρά βοηθούσαν το ισλάμ να αποκτήσει γεωπολιτική οντότητα και από την άλλη, οργάνωναν και στήριζαν τους ασύμμετρους πολέμους του κατά των φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα 30 τελευταία χρόνια, η διεθνής φιλελεύθερη τάξη, μετά από μια πρόσκαιρη άνοδο την περίοδο 1992-1997, υποχωρεί συνεχώς, ιδιαίτερα δε σε χώρες όπως η Ινδία και η Βραζιλία, οι οποίες σήμερα, ατύπως είναι μέλη μιας αντιδυτικής συμμαχίας.