Η νοσηρή κανονικότητα

του Πέτρου Τατσόπουλου

 

 

Ο πλανήτης εξακολουθεί να νοσεί και οι πολλαπλές όσο και συγγενείς παθογένειές του δεν παύουν να υφίστανται μόνο και μόνο επειδή εμείς κουραστήκαμε, αμελήσαμε ή/και βαρεθήκαμε να ασχολούμαστε μαζί τους

Ο μονοθεματικός ειδησεογραφικός βομβαρδισμός των ημερών είναι απολύτως δικαιολογημένος (δεν εισβάλλει συχνά μια ευρωπαϊκή χώρα σε μιαν άλλη ευρωπαϊκή, ούτε με τόσο κτηνώδη τρόπο) αλλά δημιουργεί άθελά του και τη ψευδή εντύπωση ότι, εκτός Ουκρανίας, ο πλανήτης µας τελεί υπό µια λίγο έως πολύ υποφερτή «κανονικότητα».

Τίποτε πιο απατηλό. Ο πλανήτης εξακολουθεί να νοσεί και οι πολλαπλές όσο και συγγενείς παθογένειές του δεν παύουν να υφίστανται μόνο και μόνο επειδή εμείς κουραστήκαμε, αμελήσαμε ή/και βαρεθήκαμε να ασχολούμαστε μαζί τους. Δύο ξένες ταινίες, μία μεξικανική και μία ιρανική, με το δικό της αφηγηματικό ύφος η καθεμία και τη δική της ιδιαίτερη στόχευση, μας υπενθύμισαν την εβδομάδα που μας πέρασε του λόγου το αληθές.

Στην πρώτη, τη «Νέα τάξη» του Μισέλ Φράνκο, ένα θρίλερ πολιτικής φαντασίας που ελάχιστα απέχει από την καθημερινότητα στις «μπανανίες» της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, παρακολουθούμε τη «νομοτελειακή» κατάληξη ενός αγεφύρωτου ταξικού χάσματος. Οσοι έχουν επισκεφθεί λατινοαμερικανικές χώρες (έτυχε να περάσω ένα φεγγάρι από την Ονδούρα) γνωρίζουν ότι το εν λόγω χάσμα μπορεί να ταρακουνήσει συθέμελα κάθε Δυτικοευρωπαίο με μια μίνιμουμ κοινωνική συνείδηση. Οχι μονάχα επειδή είναι χυδαία εμφανές παντού – οι φτωχοί είναι πολύ φτωχοί, οι πλούσιοι είναι πολύ πλούσιοι, λες και διαβάζεις κομμουνιστική μπροσούρα με τεράστια bold στοιχεία – αλλά κι επειδή η κυρίαρχη τάξη δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια προκειμένου να μην επιδείξει απροκάλυπτα και ξετσίπωτα – να μην «τρίψει στη μούρη», κυριολεκτικά – τον πλούτο της στην τάξη των (ασυγκρίτως πολυπληθέστερων) εξαθλιωμένων.

Τούτων δοθέντων, δεν αποτελεί έκπληξη ότι κάπου κάπου σημειώνεται και κάποια κοινωνική έκρηξη, αλλά πώς ανάλογη έκρηξη δεν σημειώνεται μέρα παρά μέρα. Η πρωτοτυπία στην ταινία του Φράνκο έγκειται στο γεγονός ότι η έκρηξη δεν σερβίρεται στον θεατή εξωραϊσμένη, μα εξίσου ωμή, αν όχι ωμότερη από την καταστολή που μοιραία θα ακολουθήσει. Μοιάζει με μάθημα κυνισμού, παρά τον συγκαλυμμένο, σπαραχτικό ανθρωπισμό της. «Μονάχα οι νεκροί βλέπουν τη λήξη του πολέμου», γράφει το χαρακτηριστικό μότο στους τίτλους του τέλους.

Η δεύτερη ταινία, η «Μπαλάντα της λευκής αγελάδας» της Μαριάμ Μογκαντάμ (που πρωταγωνιστεί επίσης) και του Μπεχτάς Σαναεχά, είναι πιο χαμηλών τόνων – κάτι τέτοιο όμως, αντί να ανακουφίζει τον δυτικό θεατή, καθώς δεν είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται διαρκώς στην τσίτα, όπως όταν βλέπει τη «Νέα τάξη», του εντείνει την αίσθηση μιας κοινωνικής ασφυξίας, ενός κοινωνικού «θαλάμου αερίων», απότοκου του θεοκρατικού καθεστώτος που έχει επικρατήσει, εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες, στο πολύπαθο Ιράν.

Το «άγρυπνο μάτι» των μουλάδων (όχι αναγκαστικά κάποιος κρατικός υπάλληλος, κάλλιστα μπορεί να είναι και ο κατά τα λοιπά συμπαθής γείτονάς σου) εποπτεύει την ιδιωτική σου ζωή και κολάζει ακόμη και την παραμικρή παρέκκλισή σου από τον κομφορμιστικό κώδικα συμπεριφοράς. Ειδικά εάν είσαι γυναίκα, ενταγμένη εξ ορισμού στους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δεν μπορείς να βάλεις κάποιον αρσενικό στο σπίτι σου εάν δεν είναι στενό συγγενικό σου πρόσωπο, δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις στους δρόμους της Τεχεράνης δίχως να καλύψεις το κεφάλι σου με τη χιτζάμπ και, φυσικά, εάν είσαι χήρα με παιδί, μπορεί να χάσεις την επιμέλεια του τέκνου σου, έτσι και μπεις στο στόχαστρο των οικείων σου.

Η κεντρική ηρωίδα μας έχει και μια πρόσθετη κακοτυχία: το κράτος εκτέλεσε τον άνδρα της για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Από εδώ ξεκινάει και μια προβληματική για τη θανατική ποινή ως υπόμνηση, με τον πιο άμεσο τρόπο, πόσο έχουμε απομακρυνθεί πλέον – οριστικά; – εμείς οι Δυτικοί από αυτήν τη νοσηρή κανονικότητα.

https://www.in.gr/

Διαβάστε επίσης