Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη πρέπει να μάθει να ζει για ένα μεγάλο διάστημα με υπέρογκες τιμές ενέργειας ή και με λιγότερη ενέργεια. Ούτε η πρώτη φορά που αναζητεί κοινή στάση για την αντιμετώπιση ενός τόσο κρίσιμου θέματος.
Το 1973 η Ολλανδία χτυπήθηκε όπως και ο υπόλοιπος κόσμος από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Για να περιορίσει τη χρήση καυσίμων, η χώρα καθιέρωσε την Κυριακή, ημέρα χωρίς αυτοκίνητο. Οι Ολλανδοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τα ποδήλατά τους και δεν σταμάτησαν ποτέ να το κάνουν. Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελβετία και η Νορβηγία απαγόρευσαν και αυτοί τα αυτοκίνητα, αλλά επιπλέον τις πτήσεις και τη χρήση σκαφών αναψυχής τις Κυριακές. Η Σουηδία μείωσε αντίστοιχα τη χρήση βενζίνης και πετρελαίου θέρμανσης, βάζοντας όρια κατανάλωσης.
Το πρόβλημα, όπως και σήμερα συμβαίνει, δεν ήταν κοινό ως προς τη σφοδρότητά του σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) δεν μπόρεσε να επιτύχει κοινή πολιτική κατά τον πρώτο μήνα του εμπάργκο. Θεωρήθηκε ευρέως ως φιλοαραβική, υποστηρίζοντας τη γαλλο-βρετανική γραμμή ουδετερότητας στον πόλεμο. Ο ΟΠΕΚ προς ανταμοιβή, ήρε το εμπάργκο πώλησης πετρελαίου προς όλα τα μέλη της ΕΟΚ. Τελικά όμως οι αυξήσεις των τιμών είχαν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Ευρώπη από ό,τι το εμπάργκο πώλησης πετρελαίου. Η Ευρώπη βυθίστηκε σε βαριά, υπερδεκαετή ύφεση. Αυτά συνέβησαν τη δεκαετία του ’70, ωστόσο μοιάζει να έχουν πολλά κοινά με αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Υπάρχουν χώρες που αποφασίζουν να πάρουν θέση με γνώμονα μόνο τον δικό τους οικονομικό κίνδυνο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Γερμανίας, χάνοντας όμως τη «μεγάλη εικόνα». Υπάρχουν άλλες που αναβιώνουν μορφές ενέργειας όπως η πυρηνική στη Γαλλία ή τις λιγνιτικές μονάδες στα Βαλκάνια και σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Ολες αυτές και μαζί η Κομισιόν, λένε «σας επιτρέπουμε να δώσετε ένα επίδομα στους ευπαθείς οικονομικά πολίτες σας και έξω από την πόρτα». Μα δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Αν ήταν αυτό θα επικρατούσε η λογική ΣΥΡΙΖΑ, μειώνω, επιδοτώ, χαρίζω. Φορτώνω δηλαδή ελλείμματα, καταστρέφω εταιρείες και προϋπολογισμούς και επιβραβεύω τους κερδοσκόπους.
Το πρόβλημα είναι όμως άλλο. Οι αγορές της χονδρικής του ρεύματος και του φυσικού αερίου, όπως χτίστηκαν, βγάζουν σήμερα προβλήματα. Δεν μπορεί να υπάρχει ελεύθερη διακύμανση της τιμής αερίου στο ολλανδικό χρηματιστήριο ή της χονδρικής του ρεύματος, όταν υπάρχουν τόσο εξαιρετικά ανώμαλες συνθήκες. Οταν υπάρχουν συνθήκες πολέμου. Στην κλίμακα μιας απλής χρηματιστηριακής αγοράς, μια μετοχή που εμφανίζει τέτοια μεταβλητότητα, μπαίνει σε επιτήρηση ή αναστέλλεται η διαπραγμάτευσή της, μέχρι να εξομαλυνθούν οι συνθήκες διαπραγμάτευσής της. Το ίδιο έγινε την Τρίτη στην αγορά εμπορευμάτων του Λονδίνου με το νικέλιο. Διεκόπη η συνεδρίαση για να αντιμετωπιστούν οι ακραίες διακυμάνσεις. Ετσι λειτουργεί ο καπιταλισμός. Ελεύθερες αγορές μεν, αλλά με κανόνες και αυστηρή εποπτεία.
Στο φυσικό αέριο για παράδειγμα δεν υπάρχει η παραμικρή διαφοροποίηση στη ζήτηση και την προσφορά, που να δικαιολογεί παράλογες ανατιμήσεις. Τα δε συμβόλαια φυσικής αγοράς του προϊόντος είναι μακροχρόνια και σε χαμηλότερες τιμές από αυτές της χρηματιστηριακής αγοράς. Κι όμως την Καθαρά Δευτέρα οι διεθνείς τιμές εκτοξεύτηκαν μέσα σε λίγα λεπτά από τα 200 ευρώ/MWh στα 340 ευρώ/MWh για να επιστρέψουν δύο μέρες μετά κάτω από τα 200 ευρώ. Είναι ανώμαλο να μιλάμε για κρίση, για κλείσιμο ρωσικής κάνουλας και να τρώμε «αυτογκόλ» από τις αγορές που εμείς δημιουργήσαμε και δεν φροντίσαμε ως Ευρώπη για την αυστηρή εποπτεία τους…