Αύξηση του επιδόματος ανεργίας αφενός, αλλά και η χορήγησή του υπό όρους αφετέρου, προβλέπονται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, με το οποίο αλλάζει άρδην το τοπίο, γύρω από τον ΟΑΕΔ, τις παροχές του και το υφιστάμενο καθεστώς επαγγελματικής κατάρτισης και επανακατάρτισης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το νομοσχέδιο περιλαμβάνει την αύξηση του ποσού του επιδόματος το οποίο θα συνδέεται με το ύψος του μέσου μισθού του ανέργου, κατά τα τελευταία χρόνια πριν την έξοδό του στην ανεργία.
Παραλλήλως, υιοθετεί μια σειρά από «ρήτρες για τη συνέχιση της χορήγησής του επιδόματος», όπως η αποδοχή θέσεων εργασίας που προτείνονται στον άνεργο, αλλά και η υποχρέωση συμμετοχή του σε προγράμματα κατάρτισης.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας ετοιμάζει – και εντός του Μαρτίου θα ανακοινώσει – το νομοσχέδιο για τον ΟΑΕΔ, αλλά για την μεταρρύθμιση της επαγγελματικής κατάρτισης και της επανακατάρτισης εργαζομένων και ανέργων. Στο νομοσχέδιο αυτό, θα περιλαμβάνονται και αλλαγές στον τρόπο χορήγησης και στο ύψος του επιδόματος ανεργίας.
Το ύψος του επιδόματος
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται η αύξηση του ποσού του επιδόματος ανεργίας, το οποίο θα συνδεθεί με το ύψος του μέσου μισθού του ανέργου τα τελευταία χρόνια, πριν την έξοδό του στην ανεργία. Αυτό θα ισχύει για ορισμένο χρονικό διάστημα. Δηλαδή κατά τους πρώτους έξι μήνες της ανεργίας, το επίδομα να είναι κοντά στον μέσο μισθό. Ακολούθως, θα μειώνεται σταδιακά και μέχρι το τέλος του χρόνου της επιδότησης, θα φθάνει τα σημερινά επίπεδα (παραδείγματος χάριν τα 400 ευρώ).
Σήμερα το επίδομα ανεργίας χορηγείται για 5 έως 12 μήνες, ανάλογα με τις ημέρες εργασίας που έχουν πραγματοποιήσει οι δικαιούχοι. Το ποσό της επιδότησης είναι σταθερό για όλους (400 ευρώ) και εξαρτάται από τον κατώτατο μισθό. Το επίδομα λαμβάνει μόνο μια μικρή μερίδα ανέργων, που φθάνει μόλις το 10% των εγγεγραμμένων ανέργων.
Οι ρήτρες
Ταυτοχρόνως, το νομοσχέδιο θα επιβάλει ρήτρες οι οποίες θα κρίνουν την συνέχιση ή όχι της χορήγησης του επιδόματος. Πρόκειται για τη «ρήτρα απασχόλησης», δηλαδή τη σύνδεση της χορήγησης του επιδόματος με την αποδοχή της προσφοράς εργασίας. Ο δικαιούχος επιδόματος θα χάνει το συγκεκριμένο δικαίωμα όταν – επανειλημμένως και αδικαιολογήτως – αρνείται να δεχτεί τη θέση απασχόλησης την οποία προτείνει ο ΟΑΕΔ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης. Εφόσον ο άνεργος δικαιούχος επιδόματος του ΟΑΕΔ, αρνηθεί επανειλημμένως τις θέσεις εργασίας που του προσφέρει ο Οργανισμός σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, τότε θα χάνει το επίδομα.
Ρήτρα κατάρτισης: Ο επιδοτούμενος άνεργος θα υποχρεούται να παρακολουθήσει προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης, ώστε να βελτιώσει τη δυνατότητα επανένταξή του στην αγορά εργασίας. Έτσι ο άνεργος – που λαμβάνει επίδομα ανεργίας – θα πρέπει να είναι άμεσα διαθέσιμος για επαγγελματική κατάρτιση. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή, το επίδομα ανεργίας, θα ενέχει θέση επιδόματος κατάρτισης.
Εκκαθάριση μητρώου ΟΑΕΔ
Το υπουργείο Εργασίας φέρεται αποφασισμένο να προχωρήσει και στην «εκκαθάριση» του μητρώου ανέργων του ΟΑΕΔ, ώστε τα στοιχεία που παρουσιάζει να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβή και να απεικονίζουν την «εικόνα της ανεργίας» στη χώρα.
Άλλωστε, πρόσφατη είναι η αρνητική κριτική για την τεράστια απόκλιση των στοιχείων της επίσημης ανεργίας, ανάμεσα στην ΕΛΣΤΑΤ και στον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων στον ΟΑΕΔ.
Ενδεικτική των αποκλίσεων, είναι η καταγραφή των στοιχείων της ανεργίας του μηνός Νοεμβρίου. Η ΕΛΣΤΑΤ προσδιόριζε τους ανέργους σε 624.858 άτομα και ο ΟΑΕΔ κατέγραφε στα μητρώα του 1.091.618 άτομα.
Με λίγα λόγια η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει μόνο το 57% των ανέργων που είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ, ενώ δεν καταγράφει το 43% των ανέργων (ήτοι των 466.760 άτομα) που – την ίδια ώρα – δηλώνουν στον ΟΑΕΔ ότι δεν εργάζονται.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί τεράστια ζητήματα αξιοπιστίας για τα στοιχεία, όπως και για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών απασχόλησης, οι οποίες διαμορφώνονται λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα στοιχεία.
Αποκλίσεις στα στοιχεία των δύο Οργανισμών υπήρχαν ανέκαθεν, αλλά σε σαφώς μικρότερη κλίμακα. Σήμερα οι διαφορές είναι τεράστιες και προκαλούν προβληματισμό, αλλά και την ανάγκη επίλυσης του προβλήματος της αξιόπιστης καταγραφής της ανεργίας.