Γιατί όταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πήγε την Τζένη Καρέζη στο γήπεδο παραλίγο να τον «λιντσάρουν»

 

 

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας αγαπούσε πολύ τον αθλητισμό και ακόμα περισσότερο το ποδόσφαιρο.

Πριν ακολουθήσει την καριέρα του ηθοποιού, είχε φορέσει για λίγο καιρό τη φανέλα της ΑΕΚ, που ήταν και η αγαπημένη του ομάδα, ως τερματοφύλακας.

Το 1959, προσπάθησε να «μυήσει» στο ποδόσφαιρο και την καλή του φίλη και συνάδελφο, Τζένη Καρέζη.

Την πρώτη της επίσκεψη στο γήπεδο, την ανέθεσε στον γιο του Δημήτρη και ο ίδιος ανέλαβε την επόμενη.

Δεν ήξερε όμως ότι η Τζένη δεν γνώριζε πολλά από το άθλημα και έτσι, όταν οι δύο ηθοποιοί πήγαν να δουν έναν αγώνα της ΑΕΚ, ο Κωνσταντάρας παραλίγο να φάει ξύλο από τους οπαδούς, καθώς η συνοδός του υποστήριζε… λάθος ομάδα.

Την ιστορία έχει διηγηθεί ακριβώς ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, στο βιβλίο του «Λάμπρος Κωνσταντάρας, μέσα απ’ τα δικά μου μάτια»:

«Ήταν 1959, η Τζένη μόλις άρχιζε να γίνεται γνωστή, εγώ ήμουν στα 13 μου και ξαφνικά, λίγες μέρες πριν από ένα ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Ολυμπιακού- Μίλαν για το πρωτάθλημα Ευρώπης, ο πατέρας μου, μου ζήτησε κάτι αρκετά πρωτότυπο, αν όχι παράξενο. Να πάρω στο γήπεδο, όπου ήξερε οπωσδήποτε ότι θα πήγαινα, και την Τζένη.« 

»Δεν είχα φυσικά καμία αντίρρηση, θα ‘λεγε μάλιστα κανείς ότι η εφηβική μου προσωπικότητα μάλλον κολακεύτηκε. Μου έδωσε λοιπόν 400 δραχμές και μου είπε: ‘Θέλω να είσαι ο καβαλιέρος της. Θα τα φροντίσεις όλα. Θα πάρεις ένα ταξί, θα περάσεις να την πάρεις, θα πάτε γήπεδο, θα βγάλεις αριθμημένα εισιτήρια, το ταξί θα σε περιμένει και μετά το ματς θα την ξαναπάς στο σπίτι. Και να έχεις υπ’ όψιν σου ότι θα είναι και ένας φίλος της μαζί. Πρόσεχε. Θα τα πληρώσεις όλα εσύ. Και να τους λες και τίποτα για τον αγώνα. Δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο’.«

»Αυτές ήταν οι οδηγίες. Πλήρεις και σαφείς. (…) Πέρασα λοιπόν νωρίς με ένα ταξί να την πάρω κάπου στην Πλατεία Βάθη. Μαζί της και ο φίλος της, που αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Στη συνέχεια, όλα εξελίχθηκαν κατ’ ευχήν. Και οι δυο τους ήταν γλυκύτατοι και ευγενέστατοι. Μου έδιναν σημασία, μου μιλούσαν και η Τζένη ήταν αξιολάτρευτη. Μου φέρονταν και οι δυο τους σαν να ήμουν μεγάλος και αισθανόμουν υπέροχα.«

»Μέχρι που άρχισε το ματς. Διότι όταν λέμε ‘άσχετοι’, εννοούμε παντελώς ανίδεοι. Και οι δύο. Και δεν έφριξα μόνο εγώ. Όλη η σειρά που καθόμασταν, αφού στην αρχή διασκέδασε με τις αθώες και καλοσυνάτες απορίες της Τζένης, στη συνέχεια αγανάκτησε από τις συνεχόμενες ερωτήσεις της και μάλιστα την ώρα που το παιχνίδι άρχισε να ανάβει. Στο ημίχρονο, δυο τρεις κύριοι φανατικοί Ολυμπιακοί έκαναν μια προσέγγιση του στιλ: ‘Η δεσποινίς Τζενούλα δεν ξέρει και πολλά από μπάλα έτσι;’ και ‘Δεσποινίς θα κάτσετε και στο δεύτερο ημίχρονο;’«

»Η Τζένη και ο Καμπανέλλης όμως το διασκέδαζαν αφόρητα. Γελούσαν, έκαναν σχόλια, μιλούσαν για τον Παναθηναϊκό μέσα στου Καραϊσκάκη, έλεγαν ανέκδοτα, σχολίαζαν τον Σιδέρη. Όλα πολύ χαριτωμένα και με χιούμορ βέβαια, αλλά ποιος μπορεί να φανταστεί τέτοιου είδους συζητήσεις μέσα σε ένα κατάμεστο Καραϊσκάκη και ενώ ο Ολυμπιακός αγωνιζόταν να σταθεί απέναντι στη Μίλαν;«

»Ομολογώ ότι προσπάθησα με τρόπο να τους δώσω να καταλάβουν ότι θα έπρεπε να συγκρατηθούν λίγο και να αντιμετωπίσουν το ματς λίγο πιο σοβαρά, αλλά απέτυχα. Το ίδιο βιολί συνεχίστηκε και στο δεύτερο ημίχρονο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δυο τους πέρασαν θαυμάσια, εγώ αισθανόμουν απαίσια, φοβούμενος ότι όπου να ‘ναι θα αρχίσουμε να τρώμε μπουκάλια στο κεφάλι. Ο Ολυμπιακός ισοφαρίστηκε από τη Μίλαν και ο εκνευρισμός του κόσμου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Η αποστολή μου ως καλού οικοδεσπότη ολοκληρώθηκε με τη μεταφορά των δύο προστατευόμενων μου στα σπίτια τους.«

»Ο πατέρας μου, μου τηλεφώνησε το ίδιο βράδυ: ‘Τι της έκανες της Τζένης ρε συ και είναι τόσο ενθουσιασμένη;’, με ρώτησε. Θα ήθελα να του απαντήσω ότι την έσωσα από βέβαιο θάνατο, αλλά απέφυγα να το σχολιάσω. ‘Αυτή τρελάθηκε με το ποδόσφαιρο και τώρα θέλουνε να ξαναπάνε στου Καραϊσκάκη την Κυριακή’.« 

»Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας αποφάσισε να την πάρει μαζί του σε ένα παιχνίδι της ΑΕΚ. Το βράδυ της Κυριακής, μεταξύ απογευματινής και βραδινής παράστασης, ο πατέρας μου, μου τηλεφώνησε. Ήταν αρκετά θυμωμένος, αλλά είχε και αυτό το γνωστό μισοειρωνικό, μισονευριασμένο Κωνστανταρέϊκο ύφος.«

»’Ρε κωλόπαιδο, γιατί με άφησες να γίνω ρεζίλι; Γιατί δε μου είπες τι θα τράβαγα; Ρε σκατόπαιδο, το ξέρεις ότι θα με αποβάλλουνε δια βίου από το γήπεδο; Ρε συ, έφαγε η ΑΕΚ γκολ και αυτή πετάχτηκε και πανηγύριζε και φώναζε. Τι μου έκανες; Γιατί δεν μου το είπες;’».

Από το βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντάρα: «Λάμπρος Κωνσταντάρας, μέσα απ’ τα δικά μου μάτια», εκδόσεις Καστανιώτη.

Πηγή: Μηχανή του Χρόνου

https://www.in.gr/

Διαβάστε επίσης