Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, αν όχι το μεγαλύτερο, στην σύγχρονη εποχή είναι η διαχείριση του χρόνου από τον άνθρωπο στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης του, ατομικής και συλλογικής, σε συνδυασμό με την δυναμική, που αναπτύσσει η πραγματικότητα και τις κοινωνικές ισορροπίες, που είναι αναγκαίες για μια λειτουργική πορεία προς το μέλλον.
Τα γενεσιουργά αίτια αυτού του προβλήματος σχετίζονται τόσο με την ταχύτατη ροή του χρόνου και την πολυπλοκότητα, που συνεπάγεται η συσσώρευση δεδομένων στην σύγχρονη πραγματικότητα, όσο και με την ακολουθούμενη από το πολιτικό σύστημα πρακτική του συστημικού πραγματισμού σε συνδυασμό με την αδυναμία σχεδιασμού της πορείας των κοινωνιών σε επαρκές βάθος χρόνου.
Αυτή η αδυναμία (λόγω παρωχημένου τρόπου σκέψης και έλλειψης των κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων) το αναγκάζει να ακολουθεί τις εξελίξεις, οι οποίες δρομολογούνται από τα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα και υπηρετούν την λειτουργικότητα και την οικονομική τους απόδοση με την εργαλειοποίηση της ανθρώπινης οντότητας, χωρίς να επωφελείται το κοινωνικό σύνολο.
Συγκεκριμένα η επιστήμη και οι τεχνολογικές της εφαρμογές συσσωρεύουν γνώσεις σχετικά με την πραγματικότητα στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης (υγεία, επικοινωνία, παραγωγή, εργασία, κρατικές υπηρεσίες κ.λ.π), οι οποίες από το ένα μέρος πολλαπλασιάζουν τους παράγοντες, που οριοθετούν το γίγνεσθαι και από το άλλο προσδίδουν μεγάλη ταχύτητα στην δυναμική της εξέλιξης.
Αυτές οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες λειτουργούν ως προϋποθέσεις για την λήψη αποφάσεων όχι μόνο για τους επιμέρους τομείς δραστηριοποίησης αλλά για την πραγματικότητα συνολικά, διότι ο βαθμός αλληλεξάρτησης τους είναι πολύ υψηλός.
Το πολιτικό σύστημα όμως, ως εργαλείο πραγμάτωσης του κοινωνικού συμφέροντος, μέχρι τώρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για μια λειτουργική και βιώσιμη διαχείριση της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο.
Ακόμη χειρότερο είναι, ότι η ανεπάρκεια του έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην διαμόρφωση της στάσης των πολιτών τόσο απέναντι στην πολιτική όσο και στην δημοκρατική λειτουργία. Ιδιαιτέρως ορατό είναι αυτό το φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα ανεπτυγμένες και με ηγετικό ρόλο στην Ένωση, διαπιστώνεται άνοδος του λαϊκισμού και ιδιαιτέρως του εθνικιστικού, με παράλληλη μείωση της δύναμης των «συστημικών» κομμάτων. Αυτή η τάση παρατηρείται στην Ιταλία, στην Γαλλία μέχρι και στην Γερμανία με την άνοδο της επιρροής του κόμματος Alternative fuer Deutschland (AfD, Εναλλακτική για την Γερμανία).
Το γεγονός αυτό μάλιστα λειτούργησε και ως καταλύτης για την έκκληση της Εβραϊκής Κοινότητας στην Γερμανία προς τα γερμανικά κόμματα να μην συνεργασθούν με πολιτικά σχήματα, όπως το AfD, για να συγκροτήσουν κυβερνήσεις στα διάφορα κρατίδια, στα οποία πραγματοποιούνται τοπικές εκλογές.
Πολύ ενδιαφέροντα και ακόμη περισσότερο ανησυχητικά για το μέλλον είναι τα στοιχεία, που προκύπτουν από μια εμπειρική έρευνα με θέμα την «Εμπιστοσύνη στην Δημοκρατία» (Vertrauen in Demokratie), που πραγματοποίησε Friedrich Ebert Stiftung (Ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ) σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2.500 γερμανών πολιτών από 4.3 έως 2.4.2019.
Αν και η Γερμανία συμπεριλαμβάνεται στις ευημερούσες χώρες της Ευρώπης σύμφωνα με τις αξίες του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, το 53% των Γερμανών δεν είναι ευχαριστημένοι με τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας.
Η εμπιστοσύνη δε των πολιτών στα κόμματα είναι μόνο 23%, στην κυβέρνηση 40% και στην Βουλή 46%. Αντιθέτως στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά ιδρύματα είναι 83%, στην Δικαιοσύνη και στα δικαστήρια 67% και στα συνδικάτα53%.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας «το κλειδί για την επανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών είναι μια διαφορετική πολιτική, που προωθεί την κοινωνική συνοχή και την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων.
Αν και αυτά τα ευρήματα ουσιαστικά ταυτίζονται με τις επαγγελίες των συστημικών δημοκρατικών κομμάτων, αποδεικνύεται, ότι η αδυναμία τους να διαχειρισθούν τον χρόνο λειτουργικά για τους πολίτες είναι προς το παρόν μεγάλη.
Η έρευνα μπορεί να έγινε στην Γερμανία, όμως υπάρχει και το παράδειγμα της Ιταλίας, ενώ σε άλλες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η αρνητική στάση των πολιτών σε σχέση με το πολιτικό σύστημα και την πολιτική γενικότερα εμφανίζεται με το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην κορυφαία δημοκρατική διαδικασία των εκλογών.
Ουσιαστικά δεν εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο της διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται σταδιακά η εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο και υποσκάπτει την προοπτική της τυπικά δημοκρατικά νομιμοποιημένης πορείας προς το μέλλον.
Βέβαια η βίωση του χρόνου είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο έχει και άλλες παρενέργειες, όταν γίνεται σε υπερεθνικά μορφώματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ή άπτεται της ανάγκης λειτουργίας μιας μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ώστε να καταστεί εφικτή η πολιτική διαχείριση της παγκοσμιοποίησης.
Στο ατομικό επίπεδο ο βιολογικός χρόνος, ως βασικό σημείο αναφοράς της διαμόρφωσης στάσης απέναντι στην δυναμική της εξέλιξης, θέτει όρια σε σχέση με την βίωση της πραγματικότητας και την αξιολόγηση της πολιτικής, τα οποία οριοθετούν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο, στο οποίο θα κινηθεί ο πολιτικός σχεδιασμός και η αξιολόγηση του από τους πολίτες.
Εάν δεν έχει βραχυπρόθεσμη απόδοση ή το πολύ μεσοπρόθεσμη, η πολιτική τους στάση είναι αρνητική. Αυτό είναι «φυσικό» επακόλουθο σε μαζοποιημένες κοινωνίες, οι οποίες στηρίζουν την αναπαραγωγή τους στον καταναλωτισμό και σε κοινωνικές αξίες, που δεν διαμορφώνονται σε διεργασίες στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, αλλά είναι αποτέλεσμα της καλλιέργειας ανάλογων προτύπων στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος.
Στο κοινωνικό επίπεδο η βίωση του χρόνου σε κοινωνίες με διαφορετικές ιστορικές διαδρομές τόσο στον πολιτισμικό όσο και στον οικονομικό τομέα, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μη ισόρροπης δυναμικής της εξέλιξης, διαμορφώνει αρνητικές συνθήκες σε σχέση με την αναζήτηση κοινών σημείων για την αναγκαία προσέγγιση και την δημιουργία των προϋποθέσεων για μια μορφή παγκόσμιας ή υπερεθνικής (όπως στην Ευρωπαϊκή Ένωση) διακυβέρνησης.
Η κυριαρχία της εθνικής λογικής στην οπτική των κυβερνήσεων και των πολιτών δεν επιτρέπει ή δυσκολεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό την απαραίτητη δίκαιη ισόρροπη ανάπτυξη των επιμέρους κοινωνιών στον οικονομικό τομέα και την διασφάλιση της ευημερίας των πολιτών χωρίς εθνικά όρια και κοινωνικές ανισότητες, ενώ δεν συμβάλλει στην προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της πολυπολιτισμικότητας σε όλες τις χώρες.
Δυστυχώς η πορεία της παγκόσμιας κοινότητας δεν διέπεται από λειτουργική λογική, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των κοινωνιών. Η συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής, οι κοινωνικές ανισότητες, η πείνα και η φτώχεια με αποτέλεσμα την μαζική μετακίνηση πληθυσμών το πιστοποιούν.
Είναι εμφανές, ότι η σχέση της πολιτικής με τον χρόνο και την πραγματικότητα οριοθετείται από δύσκολα διαχειρίσιμα προβλήματα, τα οποία απειλούν την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας ανεξάρτητα από την χώρα δραστηριοποίησης της ως ατόμου.
Οι συνθήκες, που οριοθετούν την πραγματικότητα είτε στον φτωχό Νότο είτε στον πλούσιο Βορρά, δεν είναι βιώσιμες. Απλά τα προβλήματα έχουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και διαφορετικό χρονικό σημείο εμφάνισης. Πολύ καλό παράδειγμα είναι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, οι οποίες δεν αναδεικνύουν μόνο τα αδιέξοδα των χωρών προέλευσης, αλλά δρομολογούν ανισορροπίες και αναταράξεις και στις χώρες υποδοχής των προσφύγων.
Επίσης η κλιματική αλλαγή και η πολύ αργή λήψη και υλοποίηση μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της «εγγυώνται» την μεγιστοποίηση των προβλημάτων και την απειλή της βιωσιμότητας του ανθρώπου και του οικοσυστήματος στο μέλλον ανεξάρτητα από την γεωγραφική αναφορά των κοινωνιών.
Στο μέτρο που η διαχείριση του χρόνου είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο γίνεται με λογική παρελθόντος (π.χ. εθνικά οριοθετημένη, χρονικά αναντίστοιχη της εξέλιξης λήψη πολιτικών αποφάσεων και ενεργοποίηση των πολιτών) και όχι με βάση την σύγχρονη πραγματικότητα στην δυναμική προβολή της στο μέλλον και τις ανάγκες, που δημιουργούνται από τον διαρκή μετασχηματισμό της, η πορεία της παγκόσμιας κοινότητας δεν θα απαλλαγεί από τις αντιφάσεις του παρωχημένου τρόπου σκέψης στο πολιτικό πεδίο.