Πενήντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται από την εκδημία του π. Γερβασίου Παρασκευόπουλου και η φετινή επέτειος θα τιμηθεί ως είθισται, στις κατασκηνώσεις της Αναπλαστικής σχολής στα Συχαινά Πατρών το Sαββατοκύριακο. Το σημαντικό στοιχείο φέτος είναι ότι εδώ και λίγο καιρό υποβλήθηκε από τον σεβασμιότατο Μητροπολίτη Πατρών Χρυσόστομο, ο σχετικός φάκελος για την επικείμενη αγιοκατάταξη του π. Γερβασίου, κάτι που εφόσον γίνει, θα χαροποιήσει ιδιαίτερα την τοπική εκκλησία και τους πιστούς καθώς είναι κοινή αλήθεια και πεποίθηση στα χείλη των περισσοτέρων πως ο π. Γερβάσιος υπήρξε ένας άγιος άνθρωπος, μία φωτεινή προσωπικότητα του καιρού του και αξίζει τη μέγιστη αυτή τιμή και ευλογία, να συμπεριληφθεί στο πάνθεον των σύγχρονων αγίων της εκκλησίας μας.
Ο Γέροντας Γερβάσιος Παρασκευόπουλος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικο-πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης ιστορίας της Πάτρας. Γεννήθηκε τον 19ο αιώνα και έδρασε κυρίως από τις αρχές ως τα μέσα του 20ου. Διετέλεσε ηγούμενος της Μονής Γηροκομείου Πατρών, καθώς και πρωτοσύγκελος της επισκοπής Αχαΐας. Έζησε μια ιδιαίτερα δύσκολη παιδική ηλικία, ενώ κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω της σημαντικής προσφοράς στον προσφυγικό Πατρινό λαό, αλλά και για τη βοήθεια που προσέφερε στους πένητες και περιθωριακούς πολίτες της εποχής.
Ο Γέροντας Γερβάσιος Παρασκευόπουλος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1877, στο χωριό Γρανίτσα Γορτυνίας. Γονείς του ήταν ο Χαράλαμπος και η Βασιλική Παρασκευοπούλου, την οποία και έχασε στην ηλικία των 3 ετών. Ο πατέρας του ήταν γεωργός και κτηνοτρόφος της περιοχής και λόγω αδυναμίας του να εργάζεται και να παρέχει τα απαραίτητα στην οικογένειά του, παντρεύτηκε ξανά. Η μητριά όμως του Γεωργίου, του φερόταν βάναυσα πολλές φορές, με αποτέλεσμα τόσο η φτώχεια και η ανέχεια, όσο και η κακομεταχείριση, να πλαισιώνουν μια δύσκολη παιδική ηλικία.
Ο Γεώργιος από την παιδική του ηλικία ήταν ιδιαίτερα εργατικός, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα, με αποτέλεσμα να πρωτεύσει στο Δημοτικό σχολείο της περιοχής. Περνώντας την ηλικία των 12 ετών, λόγω των έντονων οικονομικών προβλημάτων της οικογένειάς του, υποχρεώνεται να εργάζεται σε διάφορες δουλειές για αποκομίσει τα προς το ζην. Ο ίδιος όμως επιθυμεί να φοιτήσει στο σχολείο, τη στιγμή που ήδη είχε αρχίσει να δείχνει κλίση προς την εκκλησιαστική ζωή που θα ακολουθούσε, θέλοντας να γίνει μοναχός. Έτσι θέλοντας να συνδυάσει και τις δύο ιδιότητες εισάγεται στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κερνίτσης ως υποτακτικός, ενώ την ίδια στιγμή επιδίδεται στη μελέτη των γραμμάτων, τόσο των εκκλησιαστικών, όσο και της θύραδεν παιδείας. Τρία έτη παρέμεινε εκεί και εισάγεται στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου υπήρχε και Σχολαρχείο, έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη γραμματική και πνευματική του πρόοδο, ενώ πλέον γίνεται και δόκιμος μοναχός. Η άφιξή του έγινε με περιπετειώδη τρόπο καθώς αναγκάστηκε να ταξιδέψει από το Μοναστήρι στην Κέρνιτσα ως το Μέγα Σπήλαιο στα Καλάβρυτα, περπατώντας μέσα στο κρύο, με αποτέλεσμα να ασθενήσει σοβαρά πριν φτάσει στον προορισμό του. Εν τέλει παραμένει για να αναρρώσει στη Μονή του Αγίου Αθανασίου Κλειτορίας, οπού τον περιέθαλψε ο Μοναχός Βησσαρίων. Όταν συνήλθε από την ασθένεια, προσήλθε στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Ήταν η Διακαινίσιμος εβδομάδα του 1894. Στο Μοναστήρι όμως αδιαφόρησαν για την καλλιέργειά του και έτσι αναγκάστηκε να φύγει από εκεί, καθώς το ζητούμενό του ήταν να συνεχίσει τη μελέτη των γραμμάτων κάτι που δε συνέβη στη Μονή. Έτσι με νέα οδοιπορία πηγαίνει στη Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας, που είχε επίσης σχολαρχείο. Εκεί τον υποδέχθηκαν και τον περιέβαλαν με ιδιαίτερη αγάπη. Στο σχολαρχείο της Μονής ο δόκιμος μοναχός Γεώργιος αρίστευσε, αλλά λόγω των επιδόσεών του και της διαγωγής του, έστρεψε σε βάρος του πολλούς μοναχούς μέσα στη Μονή, με αποτέλεσμα, να συκοφαντηθεί. Όμως δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποκαλυφθούν οι ραδιουργίες σε βάρος του. Τότε, όταν πλέον καθάρισε το όνομά του, αποφάσισε να φύγει από το Μοναστήρι και οδηγήθηκε σε νέα Μονή, λίγο έξω από την Πάτρα, τη Μονή Γηροκομείου, σε μια πόλη που δέσποζε η μορφή του Μητροπολίτου Ιεροθέου Μητρόπουλου. Έτσι το 1897 έφτασε στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γηροκομείου, στην οποία και έμεινε ως το τέλος της ζωής του. Το 1899 στρατεύτηκε και πλεόν εισέλθε στο ιερατικό σχήμα.
Στις 27 Αυγούστου του 1903 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Θεοτοκίου Άρτης, μετονομαζόμενος σε Γερβάσιος, ενώ στις 2 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους χειροτονείται ιεροδιάκονος. Σε ηλικία 33 ετών χειροτονείται ιερέας και 4 έτη αργότερα το 1914 λαμβάνει το πτυχίο του διδάκτορος της θεολογικής σχολής.
Το 1914 διορίζεται καθηγητής στο Α΄ Ελληνικό Σχολείο Ερμουπόλεως Σύρου, οπού και παρέμεινε για λίγο, διότι επέστρεψε στη Μονή Γηροκομείου. Το 1916 εκλέγεται ηγούμενος, ενώ η πρώτη του ενέργεια είναι να μετατραπεί σε ιδιόρρυθμος.
Το 1922 μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στην Πάτρα θα βρουν καταφύγιο περισσότεροι από 7000 πρόσφυγες. Πολλοί πατρινοί και ιδίως οι πιο ευκατάστατοι δεν αποδέχονται εύκολα την είσοδο στην πόλη των προσφύγων. Έτσι οι πρόσφυγες δέχονται την κατακραυγή και αποστροφή πολλών πατρινών. Μέσα σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση ο Γέροντας θα σταθεί δίπλα στους πρόσφυγες. Θα τους περιθάλψει με αγάπη, θα διαδώσει το μήνυμα της ελπίδας και του θάρρους. Περιέχεται στους καταυλισμούς, ενδιαφέρεται ένθερμα γι´ αυτούς, τους ενισχύει ηθικά και υλικά, με όσες δυνάμεις έχει και όσους λιγοστούς πολίτες συντάσσονται στο πλευρό του.
Η ποιμαντική διακονία του
Ο πατέρας Γερβάσιος λειτουργούσε 4 με 5 φορές την εβδομάδα. Ο ναός της Αγίας Αικατερινής στη λεγόμενη περιοχή των προσφυγικών όμως πάντοτε ήταν πλήρης. Η προσφορά του στους πρόσφυγες, αλλά και η φωτισμένη μορφή του είχε αρχίσει να διαφαίνεται μέσα στα δύσκολα χρόνια της φτώχειας και πλήθος πιστών συνέτρεχε στον Πατέρα Γερβάσιο, που η φήμη του εξαπλωνόταν διαρκώς πέρα από τα στενά όρια της Πάτρας. Η φιλανθρωπική του δράση, η μειλίχια παρουσία του, η ανιδιοτελής προσφορά του, η ακούραστη διακονία του τον έκαναν υπόδειγμα κληρικού, παράδειγμα χριστιανού. Πολλοί στο πρόσωπο του έβλεπαν ένα πατέρα να τους νουθετήσει, άλλοι ένα φίλο να μοιράσουν τα προβλήματά τους. Ο Πατέρας Γερβάσιος όμως, είχε και ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Την επαφή με τους νέους ανθρώπους. Η διορατικότητά του, του επέτρεπε να ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ελκύει το ενδιαφέρον τους. Μόνο τυχαίο άλλωστε δε μπορεί να χαρακτηρισθεί το πλήθος ιερέων που χειροτονήθηκε επί εποχής του.
Η προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο, ανεκτίμητη. Χαρακτηριστικά το 1923 ανέγειρε το Ναό του Αγίου Δημητρίου Πάτρας, το 1931 ίδρυσε τη σχολή βιοτεχνίας και χειροτεχνίας, το 1932 ίδρυσε νηπιαγωγείο, το 1934 ίδρυσε τη Νυκτερική σχολή αναλφαβήτων καθώς και εκκλησιαστική κατασκήνωση. Το 1948 ίδρυσε σχολή χειροτεχνίας. Η εκκλησιαστική προσφορά του επίσης σημαντική. Το 1923 ίδρυσε και οργάνωσε τα κατηχητικά της πόλεως της Πάτρας, το 1934 ίδρυσε εκκλησιαστική κατασκήνωση «Ο προφήτης Ηλίας», το 1938 ίδρυσε το θρησκευτικό σωματείο «Κατηχητικός Όμιλος Ορθοδόξων Πατρών» το 1954 ίδρυσε νέα εκκλησιαστική κατασκήνωση στα Συχαινά Αχαΐας. Παράλληλα δεν πρέπει να λησμονείτε η μεγάλη φιλανθρωπική προσπάθεια με εράνους προς ενίσχυση των φτωχών Πατρινών και ιδίως η οργάνωση των συσσιτίων κατά την περίοδο της κατοχής.
Το 1944 η φήμη του για τις ικανότητές του, αλλά και για την προσωπικότητά του η οποία ξεπερνούσε τα αυστηρά θρησκευτικά και πολιτειακά σύνορα, τον φέρνουν επικεφαλής επιτροπής η οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τους ηγέτες Ε.Α.Μ. - Ε.Λ.Α.Σ. Επιτυχία του θεωρήθηκε η αποτροπή σφαγών και διωγμών στην ευρύτερη περιοχή των Πατρών.
Το τέλος της ζωής του Πατρός Γερβασίου επήλθε στις 30 Ιουνίου 1964, σε ηλικία 87 ετών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου για το θάνατο του Πατρός Γερβασίου θα δηλώσει: «Ο θάνατος του πατρός Γερβασίου μέγιστον και δυσαναπλήρωτον κενόν κατέλιπε. Η μνήμη του ας είναι, και θα είναι, αιώνια»