Γκίκας Χαρδούβελης: Δεν ξέρω αν η επόμενη κυβέρνηση θα επιτύχει χαμηλότερους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα

δηλωσεις του πρωην υπουργου οικονομικων

Οι επιπτώσεις που είχε στη μεσαία τάξη η κρίση της τελευταίας δεκαετίας, αναλύθηκαν διεξοδικά στο πλαίσιο του συνεδρίου «Η Ελλάδα μετά» που διοργανώνει για τρίτη συνεχή χρονιά ο «Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση», σε συνεργασία με τη «Συμεών Γ. Τσομώκος ΑΕ».

Παρουσία του πρώην υπουργού και αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ευάγγελου Βενιζέλου, ειδικοί στον χώρο της οικονομίας παρουσίασαν τις θέσεις τους στο διήμερο συνέδριο, το οποίο πραγματοποιείται σε ξενοδοχείο της Καισαριανής. Κεντρικό θέμα στο φετινό συνέδριο είναι η ανασύσταση της μεσαίας τάξης και στον 2ο κύκλο με θέμα «Οι επιπτώσεις της περιόδου 2009- 2019 στη μεσαία τάξη» μετείχαν επτά ομιλητές, με συντονίστρια της συζήτησης τη δημοσιογράφο Έλενα Λάσκαρη.

Ο ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ και πρώην υπουργός, Τάσος Γιαννίτσης, αφού ευχήθηκε περαστικά στον Ευάγγελο Βενιζέλο για το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε πρόσφατα (αποκόλληση αμφιβληστροειδούς) τόνισε ότι το πρόβλημα της κρίσης που βιώνει η μεσαία τάξη έχει διεθνή χαρακτήρα: «Δεν είναι ελληνικό το πρόβλημα της μεσαίας τάξης. Βλέπουμε αποτελέσματα που αποδιαρθρώνουν παγκόσμιες οικονομίες Δεν έχουμε ένα πρόσφατο, προεκλογικό πρόβλημα. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΑΣΑ, δείχνει ότι είναι πολύ σοβαρότερο, είναι γενικό πρόβλημα».

Ο κ. Γιαννίτσης αναφέρθηκε στους παράγοντες που επιδείνωσαν την κρίση στη μεσαία τάξη: «Η μεσαία τάξη είναι συνδεδεμένη με την παραγωγική τάξη. Η δική μας μεσαία τάξη δεν μπόρεσε να δημιουργήσει συνθήκες απασχόλησης ώστε να μην πλήττεται η ίδια και όλη η κοινωνία. Είναι κοινωνικά και οικονομικά συντηρητική και φοβική. Η συμπίεση της μεσαίας τάξης δεν αποτυπώνεται μόνο στη φορολογία. Αφορά και άλλες πτυχές, όπως απώλεια εργασίας, κλείσιμο επιχειρήσεων, ανισότητα, αδυναμία νέων ανθρώπων να έχουν εμπιστοσύνη στο πώς αντιμετωπίζουμε εμείς τα μεγάλα θέματα».

Ο κ. Γιαννίτσης παρουσίασε λεπτομερείς στατιστικές αναλύσεις ανά περιόδους, σύμφωνα με τις οποίες, από την αρχή της κρίσης και έως το 2014, σημειώθηκε μέση συνολική μείωση εισοδήματος 40% ανά νοικοκυριό. Μεταξύ 2013-2017 αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των νοικοκυριών που φορολογούνται και η μέση φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 59%. Με βάση τους ίδιους υπολογισμούς, το σύνολο της χαμηλής και το μεγαλύτερο ποσοστό της μεσαίας τάξης, δηλαδή περίπου 4 εκατ. νοικοκυριά, είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται κατά 19% στα χρόνια 2013-2017.

«Η ερμηνεία της συνολικής εικόνας είναι πιο σύνθετη απ' ό,τι νομίζει κανείς» διευκρίνισε ο Τάσος Γιαννίτσης, προχωρώντας στα συμπεράσματα τα οποία συνοψίζονται στα εξής:

- Τα μεσαία και τα αδύναμα στρώματα αποτελούν πάνω από το 90% του δηλούμενου εισοδήματος, συνεπώς θα σηκώσουν αναγκαστικά τα βάρη οποιουδήποτε δημοσιονομικού εκτροχιασμού.

- Τα βάρη και τα δεινά δεν πρέπει να τα βλέπουμε μόνο ως μείωση εισοδημάτων και αύξηση φόρων. Σχετίζονται και με παράγοντες όπως η διαφθορά ή η κουλτούρα για εύκολη ανάπτυξη, και με την εχθρότητα για δημιουργία ανάπτυξης που θα δημιουργήσει καλοπληρωμένες θέσεις απασχόλησης.

- Παρατηρείται επιδείνωση των νοικοκυριών που από μεσαία ή υψηλά, έπεσαν στα χαμηλά στρώματα.

- Στην κρίση επλήγη το 80% του συνόλου. Τα ανώτερα στρώματα ακόμα περισσότερο, αλλά πέτυχαν μια αξιόλογη αύξηση από το 2013 έως το 2017 και μάλλον έως και σήμερα. Η συμπίεση των μεσαίων εισοδημάτων έχει μακροοικονομικές επιπτώσεις όπως η ύφεση και η ανεργία.

Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, ο κ. Γιαννίτσης υπογράμμισε: «Η αύξηση φόρων και γενικότερα η πολιτική, έχουν πλήξει όσους δεν μπορούν να ξεφύγουν - κι αυτό δεν είναι αναπτυξιακή πολιτική. Μόνη απάντηση, η ικανότητα μας κοινωνίας να πετύχει ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Κάποιες επιφανειακές μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν εδώ που είμαστε. Πρέπει να δημιουργηθεί ευρύτερη αίσθηση εμπιστοσύνης. Σε όλη αυτή η διαδρομή, ο ρόλος της μεσαίας τάξης είναι κρίσιμος. Μένει να διαπιστωθεί αν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο και αν μπορεί το πολιτικό σύστημα να λειτουργήσει ενισχυτικά στην κατεύθυνση αυτή»

Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, καθηγητής της Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, μίλησε για τις συνέπειες στα εισοδήματα, τα περιουσιακά στοιχεία και τα ασφαλιστικά δικαιώματα της μεσαίας τάξης.

Επίσης, τόνισε ότι παρατηρήθηκε μείωση 37% του μέσου εισοδήματος και μείωση κατανάλωσης 30%, σε αντίθεση με τα χαμηλά εισοδήματα, όπου η μείωση ήταν κάτω του 20%.. Επίσης, πάνω από το 30% της μεσαίας τάξης παρουσίασε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων του, των ενοικίων του κλπ.. Όσον αφορά την εκτίμηση της φτώχειας την περίοδο της κρίσης, το επίπεδό της παρέμεινε σταθερό, αλλά με μειωμένα εισοδήματα. Δηλαδή, εάν υπολογίζαμε με βάση τα εισοδήματα του 2008, η φτώχεια θα είχε αυξηθεί κατακόρυφα.

Σύμφωνα με τον κ. Νεκτάριο, η συνολική μείωση της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων, ανέρχεται σε μισό τρισεκατομμύριο ευρώ. «Το 2008 η συνολική της αξία υπολογιζόταν στα 950 δισ.. Έκτοτε, υπάρχει μείωση 50% στις τιμές των ακινήτων. Αυτές όμως είναι λογιστικές ζημιές. Πραγματικές ζημιές υπέστησαν όσοι πούλησαν τα ακίνητά τους. Οι υπόλοιποι περιμένουν μήπως βελτιωθεί η κατάσταση» εξήγησε.

Όσον αφορά τα ασφαλιστικά δικαιώματα, ο κ. Νεκτάριος τα χαρακτήρισε «κολοσσιαία περιουσιακά στοιχεία μέσα από τα συστήματα συντάξεων. Είναι κεφάλαιο και περιουσιακό στοιχείο που σου διασφαλίζει εισόδημα. Σε όλο τον κόσμο ρευστοποιούν κεφάλαια στο τέλος της ζωής τους. Λόγω των μνημονίων χάθηκαν τα δικαιώματα 2.500.000 υφιστάμενων συνταξιούχων, αλλά και όσων θα βγουν στη σύνταξη έως το 2060, δηλαδή ζημιές περίπου ενός τρισ. ευρώ. Μόνο από τα ακίνητα και από το ασφαλιστικό, οι συνολικές απώλειες φτάνουν το 1,5 τρισ.!». Από την άλλη πλευρά, θετικό είναι το ότι «τα παιδιά μας έχουν απαλλαγεί από αυτό το 1,5 τρισ.».

Ο Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ΝR Senior Fellow, Brookings Institution, μίλησε για την πολύ μεγάλη φορολογική επιβάρυνση στα υψηλά στρώματα της μεσαίας τάξης. «Οι επιβαρύνσεις στα εισοδήματα των μεγάλων μισθών είναι τρομερές. Το στρώμα αυτό είναι σε αφανισμό» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Παρουσιάζοντας πολλούς πίνακες για «την τάξη που σέρνει το κάρο της χώρας» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ο κ. Πελαγίδης εξήγησε ότι με το ισχύον φορολογικό σύστημα «δεν συμφέρει κανέναν να προσλάβει ειδικευμένο εργαζόμενο. Όσο και να τους πληρώσουν, δεν φτάνει. Η φορολόγηση στην εργασία είναι το πρώτο που πρέπει να αλλάξει. Είναι επιτακτική ανάγκη. Αποτρέπει προσλήψεις, δεν υπάρχουν εισφορές, δεν υπάρχουν φόροι. Αυτά οδηγούν στην παραοικονομία».

Στη συνέχεια ο αναλυτής Γιώργος Στρατόπουλος, παρουσίασε ακόμα περισσότερα στατιστικά στοιχεία στους «Αριθμούς της κρίσης». Μίλησε για φαύλο κύκλο της υπερφορολόγησης εδώ και μία δεκαετία, και για τη μείωση των εισοδημάτων όλων των νοικοκυριών.

Το 2008 ο μέσος μισθός ήταν κατά 25% υψηλότερος από τη μέση σύνταξη. Σήμερα είναι σχεδόν το ίδιο (1 προς 1,04), πράγμα που σημαίνει ότι χάθηκαν οι καλοπληρωμένες θέσεις, μειώθηκαν οι μισθοί.

Ομοίως, το 2008 υπήρχαν 773.000 αυτοαπασχολούμενοι και μόλις 354.000 το 2017. Αυτή η τεράστια μείωση οφείλεται, όπως είπε ο κ. Στρατόπουλος, σε δύο μέτρα που πάρθηκαν το 2012 και το 2013: την επιβολή τέλους επιτηδεύματος και την κατάργηση του αφορολόγητου. «Τότε έγινε η μεγάλη ζημιά, ενώ μετά ήλθε κι ο νόμος Κατρούγκαλου που έδωσε τη χαριστική βολή» τόνισε στην ομιλία του.

Ο κ. Στρατόπουλος παρουσίασε πίνακα σύμφωνα με τον οποίο, σε κάθε ένα ευρώ εισοδημάτων από εργασία στον ιδιωτικό τομέα, αντιστοιχεί 1,5 ευρώ εισοδημάτων που χρηματοδοτείται από το κράτος. Επίσης, 2 από τα 3 ευρώ που δαπανά ο εργοδότης για την αμοιβή ενός υπαλλήλου, κατευθύνονται στα δημόσια ταμεία και μόνο ένα στην τσέπη του εργαζομένου.

Μίλησε επίσης για τα παράδειγμα του 2010, όταν υπήρχαν «κίνητρα συγκομιδής αποδείξεων», και είχαμε 10% αύξηση στα δηλωμένα εισοδήματα, παρά τη μεγάλη ύφεση. Τέλος, πρότεινε πιο δίκαιη μοιρασιά του αφορολόγητου, ανάμεσα σε άτεκνους και σε οικογένειες με παιδιά.

Μια ενδιαφέρουσα οπτική παρουσίασε ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο κ. Τσακλόγλου παρουσίασε έρευνα, σύμφωνα με την οποία, η σύνθεση των στρωμάτων της μεσαίας τάξης άλλαξε. Μειώθηκαν μεν τα εισοδήματα των καλύτερα εκπαιδευμένων, αλλά αυξήθηκε η πληθυσμιακή τους μερίδα. Πριν από την κρίση, τη μεσαία και την ανώτερη τάξη αποτελούσαν άτομα που εργάζονται. Τώρα, πολλοί από αυτούς πέφτουν στην πιο κάτω τάξη και αντικαθίστανται από νοικοκυριά με συνταξιούχους.

Οι περικοπές στις συντάξεις δεν ήταν οριζόντιες στη διάρκεια της κρίσης. Το «πάνω μέρος» σφαγιάστηκε, το «κάτω» προστατεύτηκε σε μεγάλο βαθμό. Γι' αυτό τον λόγο, τα νοικοκυριά που είχαν συνταξιούχο ως «αρχηγό» υπέστησαν τη μικρότερη φθορά.

Για τη μεσαία τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών μίλησε ο Νίκος Οικονομίδης, καθηγητής Οικονομικών στο Stern School of Business, New York University. Ο κ. Οικονομίδης, αναφέρθηκε στη φορολογία που υπάρχει εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ, και που είναι μικρότερη σε υπεραξίες και μερίσματα, αλλά μεγαλύτερη στα εισοδήματα από εργασία. Αυτό γίνεται ώστε να αυξηθούν τα κίνητρα για αποταμίευση και επενδύσεις, ανέφερε.

Μίλησε επίσης για τις επιπτώσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης στην οικονομία, και πρότεινε αντίστοιχες λύσεις σε ένα «ευχάριστο διάλειμμα» όπως το χαρακτήρισε.

Τον 2ο κύκλο έκλεισε ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γκίκας Χαρδούβελης, ο οποίος προέβη σε εκτίμηση της υπάρχουσας κατάστασης στην ελληνική οικονομία γενικότερα καθώς, όπως ανέφερε, «δεν είμαι ειδικός για να μιλήσω αποκλειστικά για τη μεσαία τάξη».

Ο κ. Χαρδούβελης χώρισε την περίοδο της κρίσης σε δύο φάσεις - στην «αναγκαστική φάση, που διορθώσαμε τα ελλείμματα» και στη «αχρείαστη δεύτερη φάση» που ακολούθησε, «την πολιτική ενηλικίωση κάποιων, που ήλθε με κόστος για όλους εμάς το 2015».

Ο πρώην υπουργός συνέκρινε την ελληνική κρίση με την αντίστοιχη αμερικανική του 1930. Στις ΗΠΑ το ΑΕΠ αυξήθηκε κατακόρυφα μετά από 10 χρόνια, ενώ στη χώρα μας δεν συνέβη το ίδιο. «Αν δεν είχαμε την αχρείαστη φάση του 2015, θα μπορούσαμε το 2017 να έχουμε επιστρέψει στο 82% του επιπέδου στο οποίο βρισκόμασταν το 2007. Μπορεί τώρα να τρέχουμε με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά μείναμε πίσω».

Σε ειδικό διάγραμμα, ο κ. Χαρδούβελης έδειξε την εξάρτηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος από το ευρωσύστημα: «Η ΕΚΤ ήταν πάντα ο πολιορκητικός κριός της Τρόικας, όχι το IMF» είπε χαρακτηριστικά. «Ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών είχε φτάσει τα 160 δισ. την εποχή του PSI. Το 2014 ο δανεισμός μειώθηκε στα 42 δισ. και το 2015 εκτινάσσεται ξανά η εξάρτηση των τραπεζών.

Τώρα μπορούμε να λέμε ότι έχει σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα, καθώς δεν υπάρχει 'κόκκινος' δανεισμός και εξακολουθεί να πέφτει».

«Πώς προχωράμε από εδώ και στο εξής; Αν ήμασταν εμείς εδώ, τι θα κάναμε;» αναρωτήθηκε ρητορικά ο κ. Χαρδούβελης και συνέχισε: «Πρέπει να σπρώξουμε τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Κάτι έχει πάει καλά τα τελευταία χρόνια στις εξαγωγές. Αυτό που δεν έχει γίνει και χειροτερεύει χρόνο με το χρόνο, είναι οι επενδύσεις. Το 2007 είχαν φτάσει στο 26% του ΑΕΠ και τώρα είναι στο 11%. Μια χώρα η οποία δεν επενδύει, δεν μπορεί να πάει μπροστά…» επεσήμανε.

Η άλλη αντιπρόταση του κ. Χαρδούβελη ήταν «αντί να έχεις τις δημόσιες επενδύσεις στο 3% του ΑΕΠ, να τις έχεις στο 5% όπως τις είχαμε εμείς παραδοσιακά. Τα τελευταία χρόνια με τα τεράστια πλεονάσματα, κόψαμε τις δημόσιες επενδύσεις».

Στην υπερφορολόγηση, ο κ. Χαρδούβελης προέβλεψε πως η επόμενη κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ένα σοβαρό δίλημμα: «Όταν αναλαμβάνεις την κυβέρνηση, δύσκολα ρίχνεις τους φορολογικούς συντελεστές. Γι' αυτό θα θέλαμε να ρίχναμε τα πρωτογενή πλεονάσματα, να έχουμε δημοσιονομικό αέρα για να το κάνουμε αυτό. Είναι ένα πολιτικό ζήτημα, μάλλον θα παίξει, αλλά δεν ξέρω αν η επόμενη κυβέρνηση θα το πετύχει.

Οφείλουμε να επιμείνουμε στην ανταγωνιστικότητα. Έχουν γίνει βήματα, αλλά ήταν κυρίως ανταγωνιστικότητα κόστους. Μειώθηκαν τα κόστη εργασίας μέχρι το 2015. Δεν πρέπει να δίνουμε αυξήσεις σε μισθούς, παρά μόνο αν αντιστοιχούν στην παραγωγικότητα της εργασίας. Πρέπει να επιμείνουμε στην ποιοτική ανταγωνιστικότητα. Εκεί είχαμε βελτίωση στην πρώτη φάση της κρίσης, αλλά μετά το 2015 υπάρχει σταθεροποίηση ή και επιδείνωση. Δεν είναι εύκολο ή απλό να βελτιωθεί η ποιοτική ανταγωνιστικότητα».

Τέλος, αναφερόμενος στις τράπεζες, υπογράμμισε ότι το τραπεζικά το σύστημα έχει σταθεροποιηθεί, και τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις έχουν θετικό ρυθμό μετά από οκτώ χρόνια. «Αυτό είναι καλό σημάδι. Τα επιτόκια που χρεώνουν οι τράπεζες έχουν μειούμενη τάση από το 2013 και μετά. Όμως παραμένουν τα πολύ μεγάλα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχουν ανταγωνισμό από τις νέες τεχνολογίες και γενικά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να βρουν προσοδοφόρες δραστηριότητες» ανέφερε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Διαβάστε επίσης