Καθώς σέ ἀποχαιρετᾶμε, ἀγαπημένο μας παιδί, γιά τό μεγάλο σου ταξίδι στόν οὐρανό, ὃπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων, ἠχοῦν στ’ αὐτιά μας τά ὑπερήφανα λόγια σου, τά γεμάτα παλμό καί ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα. Αὐτά τά λόγια πού εἶπες γεμᾶτος χαρά καί συγκίνηση, ἀπό τήν ἱερά πόλη τοῦ Μεσολογγίου, ὃταν ρωτήθηκες ἀπό δημοσιογράφο, πῶς αἰσθάνεσαι πού εἶσαι Εὒζωνας.
«Εἶναι μοναδικό, εἶναι ἀπίστευτο. Ἂλλο νά τό ἀκοῦς καί ἂλλο νά τό ζῇς. Ἀν δέ τό ζήσῃς, δέν μπορεῖς νά τό πιστέψῃς, ἡ ἀγάπη πού παίρνομε ἀπό τόν κόσμο εἶναι ἀπίστευτο». Αὐτά εἶπες μέ καμάρι.
Ἀλήθεια, παιδί μου, εἶναι μοναδικό, ἀπίστευτο, συγκλονιστικό νά ὑπηρετῇς τήν Πατρίδα ὡς Στρατιώτης, ὡς Εὒζωνας. Νά στέκεσαι μέ τήν ξεχωριστή ὑπερηφάνεια τοῦ Ἓλληνα, «μέ τήν τετιμημένη φορεσιά πού ὁ κόσμος τή θαυμάζει καί μόνο στήν κορμοστασιά τοῦ Ἓλληνα ταιριάζει» κατά τόν ποιητή, μπροστά στό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου καί νά φυλᾶς τίς πνευματικές, ἱστορικές θερμοπύλες αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ, ὁ ὁποῖος ξέρει νά ἀγωνίζεται γιά τά ὑψηλά ἰδανικά καί τίς ἀπαράγραπτες ἀξίες τῆς ζωῆς.
Σέ καμάρωναν παιδί μου οἱ γονεῖς σου, οἱ ἀγαπημένοι μας αὐτοί καί θαυμάσιοι ἂνθρωποι, σέ καμάρωνε ὁ ἀδελφός σου, σέ καμαρώναμε ὃλοι γιατί ἢσουν παιδί μας καί εἶσαι παιδί μας, σέ καμάρωνε ἡ Πάτρα καί ἡ Ἑλλάδα ὀλόκληρη πού σήμερα σέ ἀγκαλιάζει καί σέ γλυκοφιλεῖ.
Πρίν δυό ἠμέρες, παιδί μου, ἠκούσθη, μᾶλλον ἦταν διάδοσις, ἦταν ψέμα, ὃτι ὁ Σπῦρος, λύγισε, ἒπεσε, ἀπέθανε. Ὂχι δέν ἦταν ἀλήθεια, δέν λύγισες, δέν ἒπεσες, δέν ἀπέθανες. Λάθος κάνανε παιδί μου. Ἁπλῶς κουράστηκε ὁ Σπῦρος σκέφτηκα, ὃταν ὁ θεῖος σου μέ λυγμούς ἒτρεξε νά μοῦ μεταφέρει τήν εἲδηση, κουράστηκε λίγο παραπάνω, φορτίστηκε ἀπό τήν συγκίνηση, ἀπό τίς μνῆμες τῶν Ἡρώων πού τούς εἶχε μαζί του στή σκοπιά, ἀλλά τί λέγω στήν καρδία του, ἀπό τήν χαρά ὃτι ἦταν στήν ἀξιοζήλευτη θέση τοῦ Εὒζωνα τῆς Προεδρικῆς Φρουρᾶς, ἀπό τῶν δικῶν του τή θύμηση...
Ναί παιδί μου, δέν λύγισες, ἀλλά ξάπλωσες νά ξεκουραστῇς καί ἒτσι ὃπως ἢσουν μέσα στοῦ ὓπνου τήν ἀγκάλη, λησμόνησες νά ξυπνήσῃς καί εἶπες: «ἀφῆστε με λίγο παραπάνω νά ἀναπαυθῶ».
Δέν μπορεῖ πλέον ἀπό αὐτή τήν βαθειά ἀνάπαυση κανείς νά σέ ξυπνήσῃ, οὒτε τῶν συνεὐζώνων σου οἱ παρακλήσεις, οὒτε τῆς θαυμάσιας καί ἀξιολάτρευτης μητέρας σου ἡ στοργική φωνή καί τό χάδι.
Ὃμως θά σέ ξυπνήσῃ ἓνα ἂλλο χάδι μιᾶς ἂλλης Μάνας, τῆς Παναγίας μας, ὃταν θά ἒλθη ἡ ὣρα νά χαρῇς καί νά ἀπολαύσῃς γιά πάντα τά αἰώνια ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, μαζί μέ τούς Ἣρωες καί Μάρτυρες τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, τούς ὁποίους τόσο ἀγάπησες καί θέλησες, μέ τήν τετιμημένη φορεσιά σου, μέ τήν λαμπρή κορμοστασιά σου, μέ τό καθάριο βλέμμα σου, μέ τό ξάστερο πρόσωπό σου, μέ τήν καθαρή καρδιά σου, μέ τήν ἀποφασιστικότητά σου, μέ τόν ἀκέραιο χαρακτῆρα σου καί τίς πολλές ἀρετές σου, νά τούς μιμηθῇς καί νά τούς τιμήσῃς.
Παιδί μου, ἂν μποροῦσες μέ αὐτό τό στόμα τό γήϊνο καί φθαρτό νά μιλήσῃς, αὐτή τήν στιγμή, βλέποντας τίς χιλιάδες τοῦ κόσμου νά εἶναι κοντά στούς γονεῖς σου καί στόν ἀδελφό σου καί μαζί τους νά σοῦ προσφέρουν δακρυρόους θρήνους γιά τόν πρόσκαιρο ἀποχωρισμό, ἐκδηλώνοντας τῆς ἀγάπης τους τό πέλαγος, ἂν μποροῦσες λέγω μέ τό γήϊνο στόμα σου, νά μιλήσῃς εἶμαι βέβαιος, ὃτι θά τούς ἒλεγες ἐπαναλαμβάνοντας τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Μή λυπῆσθε, ὣσπερ οἱ λοιποί οἱ μή ἒχοντες ἐλπίδα...ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει...». Ναί, αὐτό θά ἒλεγες, γιατί τώρα εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό τοῦ σαρκίου τόν δεσμό καί «τῶν ἀθεάτων τά κάλλη περιϊπτάμενος» καί ἐνωτίζεσαι στήν οὐράνια Πατρίδα ὃσα ἀνθρώπου οὖς οὐκ ἢκουσε ποτέ.
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἐλευθερία πού σοῦ ἐπιτρέπει νά χαίρεσαι χαράν μεγάλην, συναντᾶς καί τόν χρυσολόγο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἰωάννην τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τόν μεγάλο πανηγυριστή τῆς νίκης τῆς ζωῆς ἐναντίον τοῦ θανάτου, τόν θριαμβολόγον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καί μαζί του καταγελώντας τόν θάνατο, μέ τήν λεβεντιά πού σέ διακρίνει, τόν πόθο γιά τήν νίκη καί τήν δίψα γιά τήν ὂντως ζωή, θριαμβικά μᾶς βεβαιώνεις γιά τήν Ἀνάσταση.
«Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς έπί μνήματος».
Παιδί μου τώρα πέρασες, ἀπό τήν Προεδρική Φρουρά, συμπυκνώνοντας τόν χρόνο τῆς ζωῆς σου, στήν οὐράνια καί φωτοφόρο φρουρά καί εἶσαι μαζί μέ τούς Ταξιάρχας τοῦ Θεοῦ καί τούς Ἀγγέλους, φυλάσσοντας τόν θρόνο τοῦ Κυρίου, μέ τήν ἐνάρετη παρουσία σου ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος μας.
Ἀπό ἐκεῖ πνευματικά θά δέεσαι πλέον γιά τούς γονεῖς σου, τόν Χρῖστο τόν ἀγαπημένο σου ἀδελφό, τούς λοιπούς οἰκείους σου, τούς συστρατιῶτες σου καί συνεὒζωνές σου. Ἀπό ἐκεῖ θά καμαρώνῃς τήν Πάτρα καί τήν Ἑλλάδα πού τόσο ἀγάπησες.
Καλό Παράδεισο παλληκάρι τῆς Πάτρας καί τῆς Ἑλλάδος ὀλοκλήρου.
Σήμερα, Σπῦρο μας μαζί μέ τούς δικούς σου ἀγαπημένους ἀνθρώπους, μαζί μέ τήν πόλη σου, μαζί μέ ἐμᾶς πού τόσο σέ ἀγαπᾶμε, εἶναι ἐδῶ ὃλη ἡ Ἑλλάδα, ὃλοι οἱ Ἓλληνες καί ἐναγκαλίζονται, σέ κατασπάζονται καί σέ καταφιλοῦν.
Παιδί μου, ὡς τελευταῖο λόγο, ὡς ἀποχαιρετισμό καί κατευόδιο γιά τήν αἰωνιότητα, ἀλλά καί ὡς ἒπαινο γι’ αὐτό πού ἢσουν καί ἂφησες μέ τό πέρασμά σου ἀπό τόν μάταιο καί πρόσκαιρο κόσμο, θά δανεισθῶ ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τά λόγια τοῦ Σοφοῦ Σολομώντος «Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. ῾Ηρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ... Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γαρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ...»
Καί κάτι ἀκόμα παιδί μου. Γνωρίζεις πόσο σέ ἀγαπᾶμε. Γνωρίζεις ὃτι ἀγαπᾶμε τούς γονεῖς σου, τόν ἀδελφό σου, τήν οἰκογένειά σου. Νά εἶσαι σίγουρος ὃτι θά εἲμαστε κοντά τους καί μαζί τους μέ τήν ἀγάπη μας καί τήν προσευχή μας. Ἐσύ φρόντισέ τους ἀπό τόν οὐρανό.
Σπῦρο, παιδί μας ἀγαπημένο,
ἀναπαύου ἐν Κυρίῳ. Καλή Ἀνάσταση!