Μια κρίσιμη χρονιά…

Του Γιώργου-Στυλιανού Πρεβελάκη*

Το 1919 έμεινε στην ιστορία ως ορόσημο. Είχε μόλις λήξει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Προετοιμαζόταν η συνθήκη των Βερσαλλιών. Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική άλλαξε άρδην. Οι ως τότε ηγεμονικές κεντροευρωπαϊκές και γερμανοκρατούμενες αυτοκρατορίες εξαφανίστηκαν –τις διαδέχτηκε μια σειρά από μικρότερα κράτη.

Εντούτοις, μετά από είκοσι έτη, η ισχύς της Μεσευρώπης είχε αποκατασταθεί αρκετά ώστε, γαλβανισμένη από τη ναζιστική ιδεολογία, διεκδίκησε και πάλι τη διεύθυνση της Ευρώπης. Και το νέο εγχείρημα απέτυχε, χάρη στην κινητοποίηση των υπερατλαντικών δικτύων. Η δεύτερη αυτή αποτυχία για μια «Γερμανική Ευρώπη» οδήγησε στη διχοτομημένη ψυχροπολεμική Ευρώπη. Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και τη γερμανική ενοποίηση, επανεμφανίστηκαν και επαναλειτούργησαν οι γεωγραφικές πραγματικότητες. Έναν αιώνα μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια «καλοπροαίρετη» οικονομική και κατ’ επέκταση, πολιτική γερμανική ηγεμονία.

Όμως, οι εσωτερικές εντάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση πολλαπλασιάζονται. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές ενδέχεται να βαθύνουν τα ρήγματα. Αντίθετα με τις προηγούμενες απόπειρες για τη δημιουργία ενός ηπειρωτικού ευρωπαϊκού συνόλου, η Ευρώπη της Ευρωπαϊκής ένωσης είναι δημοκρατική. Ούτε μπορεί ούτε επιθυμεί να καταφύγει στη βία. Ενισχύονται πάντως οι φωνές που καλούν σε συσπείρωση, σε αμυντική αυτονόμηση. Το ερώτημα είναι αν και πώς οι θαλάσσιες δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν μια τέτοια προοπτική, αν και ποιες δυνατότητες διαθέτουν για να ενισχύσουν τις εσωτερικές ευρωπαϊκές διχογνωμίες.

Το Brexit και οι επιθετικές δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου ηχούν ως υπομνήσεις και προειδοποιήσεις. Επανερχόμαστε στην αντιπαράθεση ανάμεσα στο ηπειρωτικό ιδανικό, τη σύμπηξη ενός εκτεταμένου και ενιαίου εδαφικού συνόλου και την παρεμποδιστική στρατηγική των αγγλοσαξονικών θαλασσίων δυνάμεων. Ο Ναπολέων, ο Γουλιέλμος, ο Χίτλερ συγκρούσθηκαν στο παρελθόν με τον Νέλσωνα, τον Ουίλσον, τον Τσώρτσιλ και τον Τρούμαν για τη μοίρα του ευρωπαϊκού κόσμου. Μήπως το 2019 θα μας επαναφέρει, mututis mutandis, στην παραδοσιακή αυτή λογική;

Η Ελλάδα αποτελεί σημαντικό στήριγμα της δυτικής πολιτικής σε μια περιοχή, η σταθερότητα και η ασφάλεια της οποίας απειλείται διπλά. Η Ρωσία προωθεί τις θέσεις της και χρησιμοποιεί συχνά αθέμιτα μέσα για να επανακτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτοκρατορική επιρροή. Η Τουρκία κλυδωνίζεται και ούτως ή άλλως έχει παύσει να αποτελεί αξιόπιστη σύμμαχο για τη Δύση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κινητοποιούν εκ νέου τα δίκτυά τους στην Ελλάδα, ώστε να τη χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους στόχους στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αποτελεσματικότητα της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα απεδείχθη και πάλι, με τη γεωπολιτική και ιδεολογική μεταστροφή της ελληνικής κυβέρνησης. Δεν φαίνεται να υστερεί ως προς την ευρωπαϊκή επιρροή η οποία αργά αλλά σταθερά, οικοδομήθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Μέσα στο επικίνδυνο και προβλέψιμο αυτό περιβάλλον, η τύχη της Ελλάδας θα εξαρτηθεί από την πολιτική συνοχή του ελληνικού πληθυσμού και από τις ικανότητες των κυβερνητικών υπευθύνων. Η αναμενόμενη διελκυστίνδα μεταξύ ηπειρωτικών και θαλάσσιων δυνάμεων μπορεί να αξιοποιηθεί υπέρ των ελληνικών επιδιώξεων, εξασφαλίζοντας μεταξύ άλλων την υπό ευνοϊκούς όρους, έξοδο από την οικονομική στασιμότητα. Αντιθέτως, αν επικρατήσουν η πολιτική αστάθεια και οι κομματικοί τυχοδιωκτισμοί, η κατάσταση μπορεί να λάβει επικίνδυνη τροπή. Ο ανταγωνισμός των δυνάμεων ασφαλώς θα αξιοποιεί τις εσωτερικές διχογνωμίες και εντάσεις, δημιουργώντας στρατόπεδα υπέρ των μεν κατά των δε, όπως έγινε κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο και τον Ψυχρό Πόλεμο. Διαγράφεται, κατά συνέπεια, κίνδυνος για νέους διχασμούς.

Καθώς το ευρωπαϊκό και το περιφερειακό περιβάλλον περιέρχονται σε κύκλους αβεβαιότητας, η Ελλάδα φαίνεται να βγαίνει από την παρατεταμένη δεκαετή κρίση. Ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να επανέλθει η τεχνητή ευημερία της περιόδου 1981-2009. Η έκρηξη των προβλημάτων της καθημερινότητας, τα παραδείγματα στα πανεπιστήμια, έχει προετοιμάσει το έδαφος για δύσκολες αποφάσεις.

Αν επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι οι δύο κύκλοι, δηλαδή το ευρωπαϊκό και περιφερειακό περιβάλλον αφ’ ενός και οι ελλαδικές πολιτικές εξελίξεις αφ’ ετέρου, είναι ετεροχρονισμένοι αν ο πρώτος κύκλος αποσταθεροποιείται, ενώ ο δεύτερος σταθεροποιείται, τότε δικαιολογείται μια λελογισμένη αισιοδοξία. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι προοπτικές για την Ελλάδα διαγράφονται περισσότερο θετικές από όσο σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινή γνώμη των οποίων έχει καθυστερήσει, σε σύγκριση με την Ελλάδα, να συγκρουσθεί μετωπικά με τη σκληρή παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα. Ειρωνεία της Ιστορίας; Η δεκαετής κρίση, η παντάπασιν θεωρούμενη καταστροφή μπορεί να αποδειχθεί τύχη για τη χώρα μας- ενώ έγκαιρο «εμβόλιο» για τις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Αντισώματα διαθέτουν και οι τέως κομμουνιστικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αποκτήθηκαν υπό δεινές συνθήκες. Αντιθέτως, οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες βαδίζουν «ανεμβολίαστες».

Βεβαίως, αν η αισιόδοξη υπόθεση δεν επιβεβαιωθεί, αν δηλαδή ο κύκλος της ευρύτερης αναταραχής συνδυαστεί προσθετικά με μια επιμήκυνση της ελληνικής κρίσης, οι προοπτικές της Ελλάδας θα καταστούν εφιαλτικές. Το 2019 θα αποδειχθεί ίσως ένα ιδιαίτερα κρίσιμο έτος μέσα στην ελληνική Ιστορία. Οι Έλληνες, όπως ο μυθικός Ηρακλής της αρχαιότητας, θα κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς και αντιτιθέμενους δρόμους.

 

* Καθηγητής, Έδρα Εφαρμοσμένης Γεωπολιτικής, College d’ etudes, Fondation Maison de Sciences de l’ Homme

Διαβάστε επίσης