Οι αρχαιολόγοι λένε ότι δεν υπάρχει πιο συγκλονιστική στιγμή από αυτή κατά την οποία σκάβεις στο χώμα κα εκείνο σε ανταμείβει με ένα δώρο που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσεις. Ένα δώρο που έρχεται κατευθείαν από την «καρδιά» της ιστορίας και σου ψιθυρίζει κάτι για τους ανθρώπους της, αυτούς που άφησαν το αποτυπώματα και το άρωμά τους στον τόπο που σήμερα εσύ πατάς, που έγιναν σύμβολα ή και …οδοί, που συναντάς στους δρόμους σε μια καθημερινότητα με σαφώς λιγότερο.. επικό παρόν.
Κάπως έτσι αισθάνθηκαν οι κάτοικοι του Αιγίου όταν είδαν ξαφνικά να έρχονται στο φως τα οστά του Ανδρέα Λόντου και δια αυτής της οδού να επιβεβαιώνονται οι ιστορικές πηγές που τα ήθελαν θαμμένα κάτω από την προτομή του.
Στη βάση της προτομής
Ο δήμαρχος Αιγιάλειας, Θανάσης Παναγόπουλος, μας μεταφέρει την εικόνα της ανακάλυψης που έκανε τους Αιγιώτες λίγο πιο .. περήφανους.
«Στον ιερό ναό της Παναγίας της Φανερωμένης και ακριβώς στον τοίχο της, παράπλευρα δηλαδή, είχε τοποθετηθεί από το 1925 η προτομή του Ανδρέα Λόντου, ο οποίος ήταν ένας από τους προύχοντες της περιοχής και μεγάλος αγωνιστής που βοήθησε στην απελευθέρωσή της. Το 1845 αυτοκτόνησε και ετάφη στο πατρικό του σπίτι που είναι το σημερινό 4ο δημοτικό σχολείο που έγινε το λαογραφικό μουσείο του Αιγίου. Εκεί ζούσε και ο άλλος του ο αδελφός, ο Αναστάσης» εξηγεί ο κ. Παναγόπουλος. «Το 1925 τοποθετήθηκαν τα οστά του στον προαύλιο χώρο της πλατείας της Μητροπόλεως, εκεί που είναι τώρα η Μητρόπολη και έκτοτε έμειναν εκεί. Πάνω στον τάφο όπου τοποθετήθηκαν τα κόκαλά του, έγινε και η προτομή. Φέτος ενόψει των εορταστικών εκδηλώσεων στις 26 του μήνα, είχε πάριε απόφαση το δημοτικό συμβούλιο να μεταφερθεί η προτομή του από τον προαύλιο χώρο της Φανερωμένης στο ιστορικό και λαογραφικό μουσείο του Αιγίου όπου ήταν παλιά το σπίτι του. Όταν αναθέσαμε σε εργολάβο τη μεταφορά, αυτός σήκωσε την προτομή του, και τότε, όχι μέσα στο έδαφος επί της γης, αλλά ψηλά ένα μέτρο και βάλε από το έδαφος, στη βάση της προτομής, άνοιξε το μάρμαρο και μέσα σε έναν τενεκέ βρέθηκαν τα οστά του»
Η ταυτοποίηση μέσω των πηγών
Τα μεγάλο θέμα που ανέκυψε μετά την ανακάλυψη, ήταν το θέμα της ταυτοποίησης των οστών. Ο ένας δρόμος ήταν αυτός των πηγών. Ο άλλος δρόμος, ήταν αυτός του dna. Η Εισαγγελία έκανε δεκτό τον πρώτο και έτσι η υπόθεση δεν μπήκε σε πολυετείς περιπέτειες.
«Υπάρχουν ιστορικές πηγές που αναφέρουν ότι τα οστά του είχαν τοποθετηθεί στην πλατεία Φανερωμένης» λέει ο κ. Παναγόπουλος.
«Κατ΄αρχήν μας ζητήθηκε και από την εισαγγελία και από τη αστυνομία που ειδοποίησα αμέσως, να δώσουμε ένορκη κατάθεση για τις πηγές που πιστοποιούν ότι μιλάμε για τα οστά του Λόντου. Ως υπεύθυνη για το θέμα, έστειλα τη διευθύντρια του ιστορικού και λαογραφικού μουσείου με ιστορικά ντοκουμέντα τα οποία κατέθεσε και αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τα οστά του Λόντου.
Μας είπε η εισαγγελέας ότι υπάρχει αυτός ο τρόπος πιστοποίησης και πείστηκε και η ίδια ότι πρόκειται για τα οστά του Λόντου καθώς όπως μας είπε και αυτή αν ήταν οποιουδήποτε άλλου θα ήταν μέσα στη γη όχι κάτω από την προτομή του.
Οπότε δεν χρειάστηκε να εμπλακεί ούτε η αρχαιολογική ούτε να ακολουθηθεί ο δεύτερος δρόμος που είναι η ταυτοποίηση με dna που θέλει 6 με 7 χρόνια για να δώσει αποτέλεσμα.
Μίλησα και με τη Μητρόπολη και κατ΄εντολή του Σεβασμιώτατου τα οστά θα τοποθετηθούν ξανά στο ιστορικό και λαογραφικό μουσείο εκεί που θα μεταφέρουν την προτομή του».
Ο Ανδρέας Λόντος
Ο Ανδρέας Λόντος γεννήθηκε στη Βοστίτσα και έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Πελοπίδα. Το 1816 επέστρεψε στην Πελοπόννησο και ήταν αυτός που κήρυξε την Επανάσταση στο Αίγιο στις 23 Μαρτίου, υψώνοντας την πρώτη ελληνική σημαία. Συμμετείχε στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου και στους αγώνες για την απελευθέρωση. Τα επόμενα χρόνια παραγκωνίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια και στα χρόνια του Όθωνα διορίστηκε συνταγματάρχης και στρατιωτικός επιθεωρητής. Όταν ο Κωλέττης ανήλθε στην εξουσία, του αφαιρέθηκαν τα αξιώματα και αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει στο σπίτι του στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1845. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Αίγιο αλλά δεν τάφηκε με εκκλησιαστικό τελετουργικό εξαιτίας της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί από την Κυβέρνηση Κωλέττη. Τελικά η κηδεία του έγινε δύο χρόνια μετά.