Δημήτρης Σταρόβας: Είμαι κατά του πρωταθλητισμού στην τέχνη

Θεατρικά συνεχίζει και εφέτος ο Δημήτρης Σταρόβας συμπρωταγωνιστώντας με τον Κώστα Σπυρόπουλο στην παράσταση «Toc Toc». Μία παράσταση που αποσπά θετικά σχόλια, η οποία αφού παρουσιαστεί στη Θεσσαλονίκη για ένα ακόμη Σαββατοκύριακο στη συνέχεια θα επιστρέψει στο θέατρο «Ήβη» της Αθήνας.

Ο Θεσσαλονικιός καλλιτέχνης σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων αυτοπροσδιορίζεται ως μουσικός, αλλά επισημαίνει πως το θέατρο είναι γοητευτικό και έχει «μαγεία» ενώ δεν κρύβει τη μεγάλη του αγάπη και για το ραδιόφωνο!

Εφέτος πρωταγωνιστείτε στην παράσταση «Toc Toc» που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ποια είναι η πλοκή του;

Πρόκειται για ένα γαλλικό έργο που αφορά επτά ανθρώπους, επτά χαρακτήρες, που ο καθένας έχει κι ένα σύνδρομο και επισκέπτονται έναν πολύ φημισμένο γιατρό -ο οποίος δεν εμφανίζεται ποτέ- για να θεραπευτούν. Η παράσταση παίζεται για ενδέκατη χρονιά στην Αργεντινή, για ένατη χρονιά στην Ισπανία κι αυτό δείχνει την επιτυχία που έχει. Είναι γεγονός ότι την απολαμβάνουμε όσοι παίζουμε σ΄ αυτήν, αλλά απ΄ ό,τι φαίνεται από τις αντιδράσεις του, την απολαμβάνει και ο κόσμος που την παρακολουθεί.

Το προσεχές Σαββατοκύριακο 19 και 20 Ιανουαρίου, θα ολοκληρώσετε τις παραστάσεις σας με το έργο αυτό στο «Ράδιο Σίτυ» στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια θα παίζετε τις Δευτέρες και τις Τρίτες στην Αθήνα στο θέατρο «Ήβη». Πώς νιώθετε όταν παίζετε στην ιδιαίτερη πατρίδα σας;

Μετά από όλα αυτά τα χρόνια έχω πάθει μια «ανοσία» όπου κι αν παίζω. Δεν βρίσκω διαφορές. Απλά νιώθω πιο καλά γιατί εδώ μεγάλωσα -κι αυτό ισχύει για τον καθένα. Γενικά όμως δεν νιώθω κάποια μεγάλη διαφορά πλέον όπου κι αν παίζω. Σκεφτείτε πως το καλοκαίρι που έκανα 62 παραστάσεις με τις «Εκκλησιάζουσες», κάτι που είχα να κάνω χρόνια -με συναυλίες βέβαια παλιότερα-, κάποια στιγμή ξυπνάς και θέλεις ένα τέταρτο για να συνειδητοποιήσεις πού βρίσκεσαι! Το περασμένο καλοκαίρι ορισμένα πρωινά όταν ξυπνούσα προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω σε ποια πόλη βρισκόμουν. Δεν είναι εύκολες καταστάσεις.

Αναφερθήκατε σε συναυλίες. Απ΄ ό,τι γνωρίζουμε ξεκινήσατε την καλλιτεχνική σας πορεία ως μουσικός, πρόπερσι ήσασταν στην Ακτή Πειραιώς με τον Παπακωνσταντίνου, τον Μαχαιρίτσα και τον Ζουγανέλη, από πρόπερσι παίζετε συνεχώς και στο θέατρο, ενώ παλιότερα κάνατε και αθλητικές ραδιοφωνικές εκπομπές. Πώς αυτοπροσδιορίζεστε επαγγελματικά;

Ξέρω κι εγώ; Εγώ συνεχίζω να νιώθω μουσικός. Αυτό είναι το αντικείμενό μου. Ανέκαθεν ήμουν έτσι, από πιτσιρίκος. Με διέπει όμως μια... «πολυχρωμία». Και ίσως γι΄ αυτό δεν θα γίνω πολύ καλός σε κάτι. Γιατί οι άνθρωποι που είναι κορυφαίοι -κάτι που όμως εμένα δεν μ΄ ενδιαφέρει η πρώτη θέση και η κορυφή επειδή έχει τεράστιο κόστος- αφιερώνουν το 80% της ζωής τους σ΄ αυτό το πράγμα. Εγώ δεν είμαι διατεθειμένος, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είμαι κατά του πρωταθλητισμού και κυρίως στην τέχνη.

Συνεπώς πώς λειτουργείτε εσείς;

Φροντίζω όσο μπορώ να έχω ελεύθερο χρόνο και προσπαθώ να διατηρώ την επαφή με τους δικούς μου ανθρώπους. Επιδιώκω να έχω μία, δύο, τρεις ώρες τη μέρα για τον εαυτό μου, αλλιώς είναι σαν να μου παίρνεις την αναπνοή...

Παρότι αυτοπροσδιορίζεστε ως μουσικός από πρόπερσι εργάζεστε κυρίως στο θέατρο, αρχικά με την παράσταση «Στέλιος Καζαντζίδης: Η ζωή μου όλη», στη συνέχεια με τις «Εκκλησιάζουσες» και «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή» και τώρα με το «Toc Toc». Για ποιο λόγο;

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχω μείνει περισσότερο στο θέατρο, κι αυτό δεν το περίμενα ούτε εγώ. Προτάσεις για κάτι αμιγώς θεατρικό μού κάνανε επί χρόνια αλλά δεν τις δεχόμουνα επειδή θεωρώ το θέατρο πολύ κουραστικό. Για να ετοιμάσεις μία παράσταση χρειάζονται πρόβες επί μήνες και μετά να παίζεις από την Τετάρτη ως την Κυριακή και μάλιστα το Σαββατοκύριακο διπλές παραστάσεις. Ως μουσικοί είχαμε καταλήξει να παίζουμε στα μαγαζιά ως σχήμα μόνο Παρασκευή και Σάββατο και τελικά οι Παρασκευές κόβονταν και παίζαμε μόνο τα Σάββατα. Οπότε το να βρεθείς από τρεις- τέσσερις ώρες τη βδομάδα στις 50 δεν είναι εύκολο... Είναι όμως γοητευτικό το θέατρο, έχει μια «μαγεία», όπως και το ραδιόφωνο. Αν είχα την πολυτέλεια θα έκανα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο, που μ΄ αρέσει περισσότερο απ΄ οτιδήποτε ως μέσο, και παράλληλα δραστηριότητες για τον εαυτό μου όπως π.χ. τα ταξίδια.

Ο κόσμος παρά την οικονομική κρίση και τον μεγάλο αριθμό παραστάσεων στην Αθήνα που ξεπερνούν συνολικά τις 1.500 ετησίως, συνεχίζει να κατακλύζει τα θέατρα... Μήπως όμως είναι μεγάλος ο αριθμός των παραστάσεων για τα ελληνικά δεδομένα;

Εγώ το βρίσκω υπερβολικό αυτό, αλλά η υπερβολή είναι κάτι που μας διέπει ως λαό. Και δεν είναι μόνον η υπερβολή στο θέατρο. Κάποια στιγμή υπήρχανε στη χώρα μας 24 αθλητικές εφημερίδες, αριθμός που δεν έχει όλη η Ευρώπη! Επίσης έχουμε πολλαπλάσια απ΄ ό,τι χρειάζονται περιοδικά, μπαράκια, ταξί κ.ά. Είμαστε λαός της υπερβολής και της μίμησης...

Και της μίμησης;

Δεν είμαστε; Κάνει κάποιος μια επιτυχία, είτε είναι ένα μαγαζί είτε μια παράσταση, είτε οτιδήποτε άλλο, και απέναντι ακριβώς την επόμενη στιγμή ανοίγει κάποιος με ακριβώς το ίδιο... Αντί να ψάχνουμε και να καινοτομούμε κάνοντας κάτι δικό μας, μια πρωτότυπη ιδέα, κοιτάζουμε τι έχει κάνει ο διπλανός και πέτυχε για να τον μιμηθούμε...

Η περίοδος της οικονομικής κρίσης ενδείκνυται για να «ψάχνουμε και να καινοτομούμε»;

Η ιστορία έχει αποδείξει σε ό,τι αφορά τις τέχνες πως τα περισσότερα καλλιτεχνήματα έχουν δημιουργηθεί υπό πίεση. Σε κρίσεις, σε εμπόλεμες καταστάσεις και γενικά όταν οι άνθρωποι πιέζονται έχουν και παραγωγή καλλιτεχνικών δημιουργιών.

Σας έχουν «ταυτίσει» με τη λέξη «χαλαρά» που λέγεται συχνά για τους ρυθμούς με τους οποίους δραστηριοποιούνται οι Θεσσαλονικείς. Υποθέτω πως προήλθε από τη συμμετοχή σας και τον ρόλο σας στους «Δέκα μικρούς Μήτσους»;

Όντως έχω ταυτιστεί μ΄ αυτήν τη χαλαρότητα, προφανώς λόγω του ντουέτου με τον Λαζόπουλο στους «Μήτσους». Πρόκειται για κάτι που δεν ισχύει στην πραγματικότητα γιατί εγώ προσπαθώ να είμαι χαλαρός, αλλά οι υποχρεώσεις μου είναι τέτοιες που δυστυχώς δεν μου επιτρέπεται αυτό. Είναι μια ατάκα που δεν ισχύει στην πραγματικότητα και απλώς λέγεται.

Τα τελευταία 20 χρόνια περίπου ζείτε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Οι ρυθμοί των κατοίκων της Θεσσαλονίκης είναι πιο χαλαροί σε σχέση με τους κατοίκους της Αθήνας;

Όντως υπάρχει μία χαλαρότητα σε σχέση με την Αθήνα αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι όπως αυτό που αναφερόταν στους «Μήτσους», δηλαδή ότι καθόμαστε στη Θεσσαλονίκη όλη μέρα και... σκοτώνουμε μύγες. Στην Αθήνα οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί γιατί είναι και οι αποστάσεις μεγαλύτερες και εξαιτίας και άλλων παραγόντων.

Κι όσον αφορά την αγαπημένη σας ομάδα, τον Ηρακλή, πώς τη βλέπετε; Ασχολείστε, παρακολουθείτε την πορεία του;

Τι να πω; Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια έχω απομακρυνθεί λίγο όχι μόνο από τον Ηρακλή αλλά γενικότερα από το ποδόσφαιρο και δεν το παρακολουθώ όπως παλιά. Δεν βλέπω πια ούτε το Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά πιστεύω πως είναι κάτι προσωρινό.

Τα σχέδιά σας, οι στόχοι σας για το μέλλον ποιοι είναι;

Δεν έχω κανέναν στόχο, αλλά επειδή περάσαν και τα χρόνια θέλω να κάνω ένα κανάλι στο Youtube, έχω τελειώσει και κάτι μαθήματα σκηνοθεσίας και θέλω να κάνω μερικές ταινίες, θέλω να ασχοληθώ με το βίντεο ώστε κάτι να μείνει. Μ΄ έχει πιάσει μια μανία με τον Πολιτισμό. Να κάνω κάτι για να μείνει, δηλαδή κάτι για την υστεροφημία μου...

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Διαβάστε επίσης