Οι περίφημοι λουκουμάδες που για την Πάτρα αποτελούν συνομολογημένη… αμαρτία, «γεννήθηκαν» σε μια μικρή ξύλινη παράγκα με πρώτους πελάτες τους λαίμαργους μαθητές. Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με κληρονομιά αυτή τη μυρωδιά που έβγαινε από τον φούρνο του Ενενήντα, στη διασταύρωση Κανακάρη και Κολοκοτρώνη απέναντι από το δημοτικό σχολείο θηλέων και το ιδιωτικό σχολείο του Πορφυρόπουλου.
Η αρχή είχε γίνει από το 1868 με τους λουκουμάδες να παρασκευάζονται μέσα σε ένα βαθύ τηγάνι πάνω σε μια φουφού και να σερβίρονται ζεστοί και μελωμένοι στους μαθητές που τους παραλάμβαναν σε χαρτί και τους έτρωγαν με το χέρι.
Αυτή η θαυμαστή έμπνευση του Ενενήντα, βρήκε στον 20ο αιώνα πολλούς μιμητές και κάπως έτσι αναπήδησαν τα λουκουματζίδικα, τα γαλακτοπωλεία και τα γαλακτοζαχαροπλαστεία τα οποία εστίασαν την προσοχή τους σε αυτό το ωραίο τραγανό γλυκό που γινόταν με λίγα φθηνά υλικά, αλλά …κόλαζε και αγίους.
Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, λουκουμάδες μύριζε στην Ερμού πριν την Κορίνθου αριστερά, στο γαλακτοζαχαροπλαστείο του Γιώργου Γκιόλα που καταγόταν από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου, στην Αγίου Νικολάου, στο γαλακτοζαχαροπλαστείο του Ζήκου και στην Αθανασίου Διάκου όπου είχε εγκατασταθεί ο Αβραάμ Παπαβερκίου της «Ανατολής», η οποία νωρίτερα είχε ψήσει ανάλογες γεύσεις στο τηγάνι του Γ. Παρασκευόπουλου στη Γούναρη
Μια «Βοσκοπούλα», που έκανε δυναμική εμφάνιση στην γωνία Γερμανού και Σωτηριάδου απέναντι από το Ρωμαϊκό Ωδείο, υπήρχε σαν επιχείρηση στον ίδιο χώρο από το 1915. Το 1939 την ανέλαβε ο Δημήτρης Νικολακόπουλος και μετά τον θάνατο του, το 1991, η γυναίκα του Κατίνα, η οποία κράτησε ανοικτό το μαγαζί έως τον Φεβρουάριο του 2001. Αξέχαστες έχουν μείνει οι κρέμες και τα ρυζόγαλά της.
Πασίγνωστο γαλακτοπωλείο ήταν και αυτό του Ομηρίδη στη διασταύρωση της Αγίου Νικολάου με τη Ρήγα Φεραίου, με τους δερμάτινους καναπέδες και τα μαρμάρινα τραπεζάκια. Ο Ομηρίδης ήταν Πόντιος και είχε έρθει από τη Ρωσία λίγο πριν το ’40. Μιλούσε σπαστά ελληνικά, η γλώσσα του ήταν τα ρώσικα και στο μαγαζί του σύχναζαν συμπατριώτες του πρόσφυγες.
Το άρωμα του λουκουμά και της κρέμας απλώθηκε στην Κορίνθου στο ύψος της πλατείας Γεωργίου, με τον Κόντο, στη Ζαϊμη με το Μάρκο, στην Κορίνθου με το μαγαζί του Νικόλαου Μαργαρίτη ανάμεσα Κολοκοτρώνη και Αγίου Νικολάου, στη Ρήγα Φεραίου, απέναντι από τα ψαράδικα με τον Κουρνόγαλο, ενώ τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 η πόλη γέμισε μικρά και μεγάλα γαλακτοπωλεία σε κάθε της γωνιά.
Από τα γνωστά γαλακτοπωλεία ήταν του Μελά στα Ταμπάχανα, του Μυλιώνη στη Ρήγα Φεραίου και του Δημήτρη Πανάρετου στην Αγίου Ανδρέου, δίπλα στο ομώνυμο εστιατόριο. Ο Πανάρετος μάλιστα είχε βουστάσιο και έκανε δικά του γάλατα. Σπεσιαλιτέ του ήταν η μπουγάτσα.
Λουκουμάδες αρωμάτιζαν και την διασταύρωση Κολοκοτρώνη και Καραϊσκάκη όπου άκμαζε η περίφημη ''Στρούγκα'' στην οποία κατέλυαν ορδές τα βράδια της Κυριακής μετά το σινεμά. Ειδικότητά της και η σφολιάτα, που έχει μείνει αξέχαστη σε πολλούς.
Στου Κόντου για ειδώματα
Εκ των πλέον ξακουστών και των πλέον παλιών γαλακτοζαχαροπλαστείων της Πάτρας, το οποίο ταυτίστηκε με συναπαντήματα έχοντα στόχο την ευόδωση των εν εξελίξει ...προξενιών, ήταν αυτό του Σπύρου Κόντου στο πάνω μέρος της πλατείας Γεωργίου, επί της Κορίνθου, στον αριθμό 283 κάτω από τον Έσπερο.
Ο Κόντος, με καταγωγή από τη Βόρειο Ήπειρο, έμαθε την τέχνη από τον Γκιόλα στο γαλακτοπωλείο του οποίου μαθήτευσε.
Το μαγαζί του, που βρισκόταν δίπλα από το κατάστημα νεωτερισμών Γαλάνη και το καθαριστήριο «Το μαγικό» ταυτίστηκε για ολόκληρες γενιές με την οικογενειακή βόλτα της Κυριακής, με τις απίθανες σφολιάτες, με τους τραγανούς λουκουμάδες και, κυρίως, με τα ξακουστά ειδώματα καθώς εκεί γίνονταν συμπεθεριά και γνωριμίες από τα γύρω χωριά, ενώ στο μέσα χώρο δίνονταν ραντεβού από τα ζευγάρια της εποχής.
Τα μαρμάρινα τραπεζάκια του θα είχαν πολλά να διηγηθούν αν είχαν φωνή και αν βεβαίως είχαν γλιτώσει τις επιπτώσεις της κατεδάφισης.
Ο Κόντος, έφυγε από τη ζωή νωρίς, το 1963 και το μαγαζί του ανέλαβε στην αρχή η γυναίκα του και μετέπειτα, το 1969, ένα γκαρσόνι του, ο Σωτήρης Συρεγγέλας.
«Το μαγαζί του Κόντου πρέπει να ήταν πάρα πολύ παλιό» λέει ο γαμπρός του Σωτήρη Συρεγγέλα Ηλίας Χαντζής. «Ο πεθερός μου, γεννημένος το 1926, πήγε εκεί για δουλειά 13 χρονών και το γαλακτοζαχαροπλαστείο ήταν ήδη εν λειτουργία».
Στου Κόντου, συναντήθηκαν επιφανείς Πατρινοί και κάτοικοι της περιφέρειας που έρχονταν στην πόλη για τις δουλειές τους καθώς βρισκόταν στο πλέον κεντρικό σημείο της πόλης, βρέθηκαν οικογένειες για να απολαύσουν τις κρέμες και τα γλυκά του του ένα απόγευμα Κυριακής, και έδωσαν μάχες αμέτρητοι πιτσιρικάδες για να κόψουν τη λαχταριστή σφολιάτα του με το μαχαίρι και το πηρούνι, χωρίς αυτή να «εκτοξευτεί» από το πιάτο αφήνοντάς τους στα κρύα του λουτρού.
Τον Μάιο του 1985 τα μαγαζιά κάτω από τον «Έσπερο», μαζί τους και ο Κόντος, έβαλαν λουκέτο και μετά γκρεμίστηκαν. Σήμερα στο χώρο δεσπόζει μόνο η ταμπέλα, απομεινάρι μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί, «καταπίνοντας» ένα κομμάτι της νιότης της πόλης.
Ο Σωτήρης Συρεγγέλας ανέλαβε το μαγαζί το 1969. (Φωτό αρχείο Νίκου Χαντζή).
Η κεντρική φωτογραφία του θέματος είναι από το αρχείο του Νίκου Χαντζή.
ΑΝΑΤΟΛΗ: η μελωμένη εκδοχή της Σμύρνης
Το όνομά της παραπέμπει ευθύς αμέσως στη λαγνεία του αντίποδα της δύσης και υπόσχεται τις μυρωδιές και τις γεύσεις τoυ. Η ιστορία της έχει κάτι από την περιπέτεια της Ανατολής, έτσι όπως αυτή φορτώθηκε άρον- άρον σε καράβια στα 1922 διωγμένη από τη Σμύρνη και ελλιμενίστηκε στην Ελλάδα την οποία επρόκειτο με το δικό της τρόπο να επηρρεάσει, σαφέστατα ευεργετικά. στο εμπόριο, τις ιδέες και τον πολιτισμό.
Ανάμεσα σε εκείνους τους πρόσφυγες της Ιωνίας και η οικογένεια Παπαβερκίου που πάσχιζε να χτίσει μια νέα ζωή σε έναν άλλο τόπο.
Στην αρχή κατέλυσε στην Καβάλα, ακολούθως στον Πειραιά και στη συνέχεια στην Πάτρα.
Ο πατέρας, Αβραάμ Παπαβερκίου έφτιαχνε παστέλια και τα πούλαγε με καροτσάκια μαζί με σάμαλι. Με αυτό τον βιοποριστικό τρόπο ξεκίνησε η περιπέτειά του στην Πάτρα, όπου έφτασε με τον γαμπρό του.
«Είχανε έρθει πολλοί Σμυρνιοί μαζί και πουλάγανε σάμαλι. Σιγά σιγά κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους. Στη συνέχεια προσθέσανε και σφολιάτα και άλλα γλυκά που ξέρανε από τη Σμύρνη και δεν ήταν συνηθισμένα εδώ και έτσι έφτασε στο σημείο να ανοίξει το πρώτο του μαγαζί», λέει ο Αβραάμ Παπαβερκίου ο νεώτερος.
Η αρχή έγινε στην οδό Αθανασίου Διάκου στα 1935. Εκεί λειτούργησε για πολλά χρόνια ένα μικρό γαλακτοζαχαροπλαστείο που απέκτησε πελατεία και φήμη.
Μέχρι και τώρα είναι πολλοί οι ηλικιωμένοι Πατρινοί που θυμούνται τον μπαρμπα Αβραάμ να κάθεται με το τσιγάρο του στο ταμείο, ή να παίζει το τάβλι του.
Οι ζώντες μάρτυρες του βομβαρδισμού της Πάτρας θυμούνται ότι την ώρα που άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες το μαγαζί του Παπαβερκίου ήταν ανοικτό και μέσα έτρεξε έντρομος κόσμος για να σωθεί.
Αργότερα θυμούνται τις ξεχωριστές κρέμες του και τα παραδοσιακά πολίτικα γλυκά του που ήταν μοναδικά στο είδος τους στην Πάτρα. Και βεβαίως τους λουκουμάδες του.
Το γαλακτοζαχαροπλαστείο συνέχισε την πορεία του με μόνη διακοπή περίπου τριών ετών, λίγο πριν μεταφερθεί στη Γούναρη όπου επρόκειτο και να παραμείνει, επιδεικνύοντας μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στο χρόνο.
«Στα τέλη του 1969, αρχές 70 ο πατέρας μου, ο Γρηγόρης, αγόρασε μαζί με το θείο μου τον Νίκο Πετρόπουλο το μαγαζί του Παρασκευόπουλου στη Γούναρη 54 στο οποίο στεγαζόταν το κατάστημά του που το έλεγαν “Ανατολή” και ηταν ζαχαροπλαστείο.
‘Ητανε και αυτός από την Πόλη, είχαμε μαλιστα μια μακρινή συγγένεια. Αυτός δεν είχε παιδιά και το έδωσε στον πατέρα μου» λέει ο εγγονή του Αβραάμ Παπαβερκίου, Δέσποινα.
«Από εκεί πήρε το όνομα “Ανατολή”. Κρατήσανε την επωνυμία. Από την αρχή ο παππούς μου έφτιαχνε και εξακολουθούμε να φτιάχνουμε μέχρι σήμερα παραδοσιακά γλυκά που δεν τα βρίσκεις αλλού. Το φοινίκι, την τουλούμπα, το σάμαλι και τα κουρκουμπίνια» επισημαίνει ο αδελφός της ο Αβραάμ που ανέλαβε μετά τον πατέρα του την επιχείρηση μαζί με τον γιο του Νίκου Πετρόπουλου, Βασίλη Πετρόπουλο. «Υπάρχουν άνθρωποι που ακόμη και σήμερα έρχονται από την Αθήνα για να πάρουνε τουλούμπα, φοινίκι και σάμαλι ή λουκουμάδες. Άλλοι παίρνουνε για να τα πάνε Ιταλία, Γερμανία, Βέλγιο, Αμερική, σε μετανάστες ή σε φίλους που τα έχουν νοσταλγήσει».
Το 1979, έγινε μια μίνι μετακόμιση επί της ιδίας οδού. Από το νούμερο 54 η Ανατολή μεταφέρθηκε στο νούμερο 60.
Στην πορεία στο ψυγείο-εκθετήριο των γευστικών της προτάσεων προστέθηκαν πολλά γλυκά και πολλά άλλα μικρά ...αμαρτήματα.
Ωστόσο το όνομά της έγινε για τους Πατρινούς συνώνυμο του λουκουμά, ενώ στα τραπέζια με το μάρμαρο και τις παλιές ξύλινες καρέκλες συχνά συναντάς αχνιστά κουρκουμπίνια, όμοια των οποίων, η αλήθεια είναι, δεν εντοπίζεις αλλού.
Στο παλιό μαγαζί. Δεξιά ο παππούς Αβραάμ Παπαβερκίου και αριστερά η γιαγιά Δέσποινα, με πελάτες του καταστήματος (αρχείο οικογένειας Παπαβερκίου).
Απόσπασμα από το βιβλίο της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου Ϊστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "το δόντι"