Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Οι κ.κ. Μάριο Σεντένο, επικεφαλής του Eurogroup, και Πιερ Μοσκοβισί, Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, είχαν κάθε λόγο να είναι πολύ ευχαριστημένοι μετά το πέρας της τελευταίας σύσκεψης του Eurogroup στο Λουξεμβούργο. Με αφορμή τις αποφάσεις για το ελληνικό χρέος, μίλησαν για ιστορική συμφωνία και είπαν ότι μπαίνει τέλος σε οκτώ χρόνια διασώσεων για την Ελλάδα. «Η Ελλάδα, μαζί με την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Κύπρο και την χώρα μου, την Πορτογαλία, εντάσσεται στην ομάδα των χωρών της ευρωζώνης που άλλαξαν την πορεία των οικονομιών τους και στέκονται και πάλι στα πόδια τους», σημείωσε ο κ. Μ. Σεντένο. Τα δε λόγια του, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, πήραν την  μορφή τίτλων σε πολύ θετικά άρθρα που είδαν το φως της δημοσιότητας σε μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες.

Από την άποψη λοιπόν αυτή, όπως επεσήμαναν και οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, η συμφωνία του Λουξεμβούργου είναι έξυπνα διατυπωμένη και ως εκ τούτου οι εμπλεκόμενες πλευρές έχουν κάθε λόγο να την χαιρετίσουν ως επιτυχία.

Για την Γερμανία και τους συμμάχους της δεν υπάρχει ρητή διαγραφή του ελληνικού χρέους, κάτι που θα χαλαρώσει την εγχώρια πολιτική πίεση προς την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ από επικριτές που θεωρούν ότι το Βερολίνο καλείται πολύ συχνά να πληρώσει τον λογαριασμό για την ευρωζώνη.

Την ίδια στιγμή, η προσφορά ενός μαξιλαριού ρευστότητας 24,1 δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ελλάδα μετά την λήξη του τρίτου προγράμματος διάσωσης τον Αύγουστο, απομακρύνει μεγάλο μέρος της ανησυχίας ότι η Αθήνα μπορεί να διολισθήσει σε μία ακόμα κρίση κρατικού χρέους τα επόμενα δυόμιση χρόνια ή και αργότερα. Επιπλέον, οι πιστωτές κέρδισαν την δέσμευση της Ελλάδας ότι θα επιτυγχάνει μεγάλα πλεονάσματα για πολλά χρόνια –μία υπόσχεση που θα καθησυχάσει τις ανησυχίες όλων εκείνων που θεωρούν ότι η δημοσιονομική απειθαρχία είναι η βασική αιτία της ελληνικής κρίσης.

Από την πλευρά της, η Ελλάδα των capital controls –για τα οποία ουδείς λόγος έγινε– πήρε μία συμφωνία για το χρέος που εγγυάται για 15 χρόνια την βιωσιμότητά του και ελπίζει ότι αυτό θα το εκτιμήσουν και οι αγορές. Επίσης, αν κρίνουμε από την εκδήλωση της περασμένης Παρασκευής στο Ζάππειο, η συμφωνία προσφέρει στον πρωθυπουργό περιθώρια πολιτικών ελιγμών, αλλά δεν δίνει λύσεις σε σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας.

Κυρίως, η συμφωνία δεν μετριάζει τις αρνητικές εντυπώσεις από την βαρειά πολυετή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας την οποία σφραγίζει και από τους σκληρούς όρους που την συνοδεύουν και αφορούν την εφαρμογή όλων των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί με το τρίτο Μνημόνιο και δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη. Μεταξύ αυτών, οι περικοπές στις συντάξεις το 2019, η μείωση του αφορολογήτου το 2020,  η επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων για τα κόκκινα δάνεια, η υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων μεγάλων ΔΕΚΟ, αλλά και οι νέες διαδοχικές αυξήσεις των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων το 2019 και το 2020. Και, πάνω από όλα, η δέσμευση για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ που μονιμοποιεί τις πολιτικές λιτότητας.

Τις επόμενες ημέρες θα φανεί, μάλιστα, αν το ντιλ για το χρέος αποτέλεσε μέρος μίας μεγαλύτερης συμφωνίας της κυβέρνησης (κυρίως) με την Γερμανία με επίκεντρο το Προσφυγικό, δεδομένων των γνωστών επιδιώξεων του Βερολίνου για επαναπροώθηση προσφύγων στις χώρες πρώτης εισαγωγής τους, την ώρα που έχει ήδη επιτευχθεί η συμφωνία των Πρεσπών.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ξεκάθαρο ότι ναι μεν η συμφωνία δίνει στην ελληνική οικονομία χρόνο και χώρο, αλλά δεν δημιουργεί από μόνη της κάποια δυναμική. Όμως, οι αγορές την τελευταία περιμένουν. Όπως μάς είπε ο κ. Ντανιέλ Γκρος, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μελετών Πολιτικής (CEPS) στις Βρυξέλλες, «ναι μεν οι αποφάσεις του Eurogroup αποτελούν σημαντικό βήμα προόδου για την Ελλάδα, ωστόσο απέχει πολύ από τού να προσφέρει σοβαρές λύσεις στα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας και στον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό εξωστρέφειάς της. Θα  μπορέσει ο κ. Τσίπρας να σπάσει το συντεχνιακό και αντιπαραγωγικό απόστημα της χώρας; Ή, σε κάποια φάση, η Ελλάδα θα έλθει και πάλι σε προστριβές με τους δανειστές της;».

Ο Γερμανός οικονομολόγος, που γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική οικονομία, δεν έχει άδικο. Τεράστιο πρόβλημα της χώρας είναι η αδυναμία της να παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, που είναι και μοναδική πηγή ανταγωνιστικότητας. Άρα, μόνον αυτά μπορούν να προσφέρουν μακροχρόνια ανάπτυξη και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Απαιτούνται συνεπώς διαρθρωτικές επενδύσεις. Αυτές θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στις αγορές. Προϋπόθεση έτσι για δάνειο από τις αγορές αποτελούν οι νέες επενδύσεις και η προσέλκυσή τους.

Αν δεν ενισχυθεί, εδώ και τώρα, ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων (ΤΔΕΠ), η ανάπτυξη θα παραμένει ευχολόγιο. Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας προέρχεται από τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα. Αυτά είναι που οδηγούν στην άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος μίας χώρας και άρα συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ της. Και τούτο διότι ο ΤΔΕΠ, όντας υποχρεωμένος να είναι ανταγωνιστικός σε διεθνές επίπεδο αφού η τιμή των προϊόντων του καθορίζεται από την διεθνή αγορά, πρέπει να εκμεταλλεύεται άριστα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της εθνικής οικονομίας. Λειτουργώντας ταυτοχρόνως στο λεγόμενο «τεχνολογικό σύνορο», παράγοντας με τις πιο προηγμένες μεθόδους ώστε να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά κάθε ομοειδή παραγωγό ανά την υφήλιο, ο ΤΔΕΠ έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις και στην απασχόληση.

Αυτή η κατ’ ανάγκην συνοπτική διαπίστωση μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μία ουσιαστική πρόκληση για τον κύριο πρωθυπουργό είναι η άμεση εφαρμογή μίας αναπτυξιακής πολιτικής, φιλικότατης προς την προσέλκυση επενδύσεων. Έχει την δυνατότητα να το πράξει; Μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο ξένο ιδιωτικό ή κρατικό κεφάλαιο; Θα μπορέσει να έλθει σε σύγκρουση με το δυσώδες αντιεπενδυτικό γραφειοκρατικό κατεστημένο; Πολύ φοβούμεθα ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά ίσως να είναι δυσκολότερες από τις διαπραγματεύσεις με τρόϊκες και λοιπούς θεσμούς. Οι τελευταίοι ήλθαν και σε κάποια φάση θα απέλθουν. Όμως ο εγχώριος στρατός κατοχής παραμένει. Και αυτός είναι το πραγματικό πρόβλημα.

 

Διαβάστε επίσης