Ο καθηγητής Rudiger Dornbusch (Ρ. Ντόρνμπους) του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασσαχουσέτης (ΜΙΤ) ορίζει τον οικονομικό λαϊκισμό ως «μία οικονομική προσέγγιση η οποία δίνει μεγάλη έμφαση στην μεγέθυνση της οικονομίας και την αναδιανομή του εισοδήματος, παραμερίζοντας πλήρως τους κινδύνους του πληθωρισμού, των δημοσιονομικών και εξωτερικών ελλειμμάτων και τις αντιδράσεις των συντελεστών της οικονομίας σε πολιτικές που δεν ακολουθούν τους κανόνες της αγοράς». Κατά συνέπεια, συμπεραίνει ο γνωστός καθηγητής, οι λαϊκίστικες οικονομικές πολιτικές αποτυγχάνουν όχι γιατί μία συντηρητική οικονομική πολιτική είναι καλύτερη, αλλά διότι τα αποτελέσματα του λαϊκισμού ως οικονομικό πρότυπο είναι μη βιώσιμα.
Αυτό, προσθέτει από την πλευρά του ο καθηγητής Sebastian Edwards (Σ. Έντουαρντς), δεν εμποδίζει βέβαια τις λαϊκίστικες οικονομικές πολιτικές να έχουν πρόσκαιρα αποτελέσματα, γιατί θεωρούνται φιλολαϊκές.
«Κάτι παρόμοιο συνέβη στην Ελλάδα», μάς έλεγε πριν μερικούς μήνες ο Guillermo Calvo (Γκιγιέρμο Κάλβο), Αργεντινός οικονομολόγος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, αναφερόμενος στην ελληνική κρίση και στην διάρκειά της. Κατά την εκτίμησή του, η ελληνική κρίση έγινε αφόρητη το 2010, αλλά είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, όταν η πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου ακολούθησε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική χωρίς παραγωγικό αντίκρυσμα. «Την εποχή που η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, είχε ανάγκη από μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις με διαρθρωτικό χαρακτήρα, που θα τής επέτρεπαν να αξιοποιήσει όλα τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Αντ’ αυτών, όμως, δόθηκε έμφαση στην κατανάλωση, με τα γνωστά αποτελέσματα».
Αξίζει τον κόπο, από την άποψη αυτή, να υπενθυμίσουμε ότι το 1985 η Ελλάδα ζήτησε την βοήθεια της Επιτροπής για να αποφύγει τα χειρότερα και εγκρίθηκε τότε το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της οικονομίας, το οποίο ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Στην ουσία δε, επρόκειτο για ένα πρώτο μνημόνιο, μικρότερης εμβέλειας από τα τρία τελευταία. Παράλληλα, στην πρώτη περίοδο της εντάξεώς μας στην ΕΟΚ, δεν έγινε καμμία απολύτως προσπάθεια θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας, η οποία μετά δυσκολίας ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις της.
Δυστυχώς, από κεκτημένη ταχύτητα, οι πολιτικές αυτές συνεχίστηκαν σε όλη την περίοδο από το 1985 και μετά και εντάθηκαν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας απελευθερώθηκε και έκανε δυνατή την εισροή ξένων κεφαλαίων. Όπως ανέφερε σε δημόσια ομιλία του, καθώς και σε άρθρα του, ο επικεφαλής της Eurobank, καθηγητής Νίκος Καραμούζης, στην επταετία 1997-2004 κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα πάνω από 700 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό ασύλληπτο για μία χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων.
Παρόλα αυτά, ο λαϊκισμός για μιαν ακόμη φορά απέτρεψε την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία έφτασε ως προς τον σχηματισμό του ΑΕΠ της να στηρίζεται στην κατανάλωση σε ποσοστό άνω του 80%. Αποτέλεσμα ήταν η εντυπωσιακή άνοδος των εισαγωγών και το τεράστιο εξωτερικό έλλειμμα, δίδυμο του οποίου ήταν το αντίστοιχο δημοσιονομικό. Ο οικονομικός λαϊκισμός, όμως, εξακολουθούσε να κυριαρχεί στην οικονομική και πολιτική σκηνή της χώρας, η οποία αποφάσιζε έτσι να εισέλθει στην ευρωζώνη χωρίς τις απαραίτητες δομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα επέτρεπαν στην οικονομία να έχει αντιστάσεις.
Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι στο τέλος τού 1990 η Ελλάδα ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δεύτερο σταθεροποιητικό δάνειο, το οποίο επίσης δεν αξιοποιήθηκε όπως προέβλεπε η σχετική συμφωνία. Όσοι διαθέτουν κάποια αποθέματα μνήμης θα πρέπει να ενθυμούνται ότι εκείνη την περίοδο ήλθαν τα πάνω-κάτω στην χώρα, με σκοπό να πέσει η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη –πράγμα που έγινε τελικά τον Σεπτέμβριο 1993.
Ακόμα χειρότερα, όταν το 2008 ξέσπασε στις ΗΠΑ η γνωστή κρίση, στην χώρα μας επικράτησε η άποψη ότι αυτή δεν θα άγγιζε την Ελλάδα καθ’ όσον οι τράπεζές της δεν είχαν επενδύσει στα περίφημα «τοξικά» χρηματιστηριακά προϊόντα των ΗΠΑ. Ουδείς, όμως, αντελήφθη ότι το δημόσιο χρέος της χώρας ήταν τεράστιο, η παραγωγική της θωράκιση ανεπαρκής και άρα η εξυπηρέτηση χρέους σε περίοδο κρίσεως θα ήταν προβληματική. Έτσι, στο μέτρο που η Ελλάδα κατέβαζε στροφές, το κόστος δανεισμού της άρχισε να αυξάνεται σταδιακά. Οι δε επενδυτές άρχισαν να επανεξετάζουν τα αξιόχρεα αρκετών χωρών, με άμεση συνέπεια τα υπερχρεωμένα κράτη να τεθούν υπό στενότερη παρακολούθηση.
Όταν, λοιπόν, έγινε αντιληπτό ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας ήσαν ευάλωτα και άρα επικίνδυνα, ο δανεισμός της χώρας από πλευράς κόστους πήγε έξι φορές επάνω. Αντί τότε να υπάρξει συναίνεση για την αντιμετώπιση της κρίσης, ο λαϊκισμός στην Ελλάδα έκανε «πράμματα και θάμματα» και δεν λέει να το βάλει κάτω. Αυτό είναι και το πρόβλημα της χώρας μας: ο παραλυτικός οικονομικός λαϊκισμός.
Λαϊκισμός ο οποίος ακόμα και σήμερα αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για την χώρα. Διότι, αν η προσεχής έξοδός μας στις αγορές γίνει χωρίς την απαραίτητη παραγωγική θωράκιση, τότε είναι πολύ πιθανόν περί το 2022 η Ελλάδα να βρεθεί εκ νέου μπροστά σε προβλήματα άντλησης κεφαλαίων. Η δε πιθανότητα ενός παρόμοιου σεναρίου σήμερα είναι ιδιαιτέρως αυξημένη, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία είναι υπερχρεωμένη –και με τον οικονομικό λαϊκισμό να κατέχει, βέβαια, την πρώτη θέση στα τεκταινόμενα.