Οι παγίδες της εξόδου από τα μνημόνια

του Νίκου Καραγεωργίου*

Τις τελευταίες ημέρες, τόσο στον διεθνή τύπο, όσο και στο επίπεδο οργανισμών αξιολόγησης, αλλά και σε μεγάλες εφημερίδες του εξωτερικού, πολύς λόγος γίνεται για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια και άρα του τέλους της, κατά κάποιον τρόπο, εποπτείας της από τους δανειστές της. Στο επίπεδο αυτό, κάποιες πλευρές επισημαίνουν τις ευνοϊκές εξελίξεις στο δημοσιονομικό σκέλος της Ελληνικής οικονομίας, άλλες όμως, τονίζουν ότι, η μη πραγματοποίηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στην ελληνική δημόσια διοίκηση και στο πελατειακό πολιτικό σύστημα, επιφυλάσσουν νέες δυσάρεστες εκπλήξεις στη χώρα.

 

Από την πλευρά τους, οι υπεύθυνοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ελληνικό πρόγραμμα ναι μεν συγχαίρουν την ελληνική κυβέρνηση για τις δημοσιονομικές της επιδόσεις, ψιθυριστά όμως, εκφράζουν αμφιβολίες εάν αυτές είναι αρκετές για να μπει η ελληνική οικονομία στην οδό μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Εδώ πρέπει να είμαστε σοβαροί. Από τότε που η χώρα μπήκε στον αστερισμό των μνημονίων έχουν περάσει οκτώ χρόνια. Στο διάστημα αυτό, άλλες χώρες που μπήκαν σε μνημόνια μετά από εμάς, μέσα σε μια τριετία είχαν καλύψει δεσμεύσεις και υποχρεώσεις τους και έτσι κατάφεραν και σε ανάπτυξη να εισέλθουν, αλλά και από την εποπτεία των δανειστών τους να ξεφύγουν. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα κατάφεραν να ανακτήσουν και να ξεπεράσουν τα προ κρίσης επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματός τους. Αντίθετα, η Ελλάδα γνώρισε μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση με κατά 25% εντυπωσιακή μείωση του ΑΕΠ της, ενώ η ανεργία πήγαινε στα ύψη και τα φαινόμενα φτώχιας και ανισοτήτων γίνονταν πιο έντονα. Σήμερα λοιπόν η χώρα βιώνει μια εντυπωσιακή κοινωνική παρακμή, η οποία όπως είναι φυσικό έχει και οδυνηρές παρενέργειες τις οποίες βλέπουμε κάθε μέρα σε φαινόμενα παραλογισμού, βίας και αυξημένης εγκληματικότητας. Την ίδια στιγμή, παρατηρούνται στη χώρα σοβαρά προβλήματα ιδεολογικού αποπροσανατολισμού και καλλιέργειας αντιλήψεων, οι οποίες κάθε άλλο παρά προσιδιάζουν στις ζωτικές και επείγουσες ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας μας.

 

Στο πλαίσιο αυτό, ένας από τους σοβαρούς κινδύνους είναι να μην καταφέρει η Ελλάδα να διασφαλίσει ανάπτυξη διαρκείας, που είναι απαραίτητη προκειμένου να ανακτήσει το έδαφος που έχασε τα οκτώ τελευταία χρόνια, ώστε να ενισχύσει την ευημερία των πολιτών της. Όμως, προϋπόθεση για τη διατηρησιμότητα και ανάπτυξη διαρκείας είναι η ρύθμιση του δημοσίου χρέους σε συνάρτηση όμως με τη σταθερότητα των θεσμών και την ποιότητα της δημόσιας διοίκησης. Η ρύθμιση του χρέους είναι απαραίτητη γιατί μακροχρόνια, δηλαδή μετά το 2023, το χρέος με οποιοδήποτε τρόπο και αν το εξετάσουμε δεν είναι βιώσιμο. Από την άποψη αυτή όμως, οι τελευταίες εξελίξεις στη ρύθμιση του χρέους δείχνουν ότι αυτή δεν θα είναι επαρκής, ενδέχεται έτσι να μην πείσει τις αγορές και άρα να αποθαρρύνει μελλοντικούς επενδυτές να έρθουν στη χώρα μας. Επιπλέον, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σταθεροί και δυνατοί θεσμοί που να δίνουν τα σωστά κίνητρα και περιορίζουν αποφάσεις προς όφελος λίγων και εις βάρος των πολλών. Η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, οι δε ανεξάρτητες αρχές υποβαθμίζονται συνεχώς δεχόμενες απαξιωτικές επιθέσεις από την ίδια την κυβέρνηση (π.χ. Συμβούλιο Επικρατείας, Τράπεζα της Ελλάδος κ.α.).

 

Αναφορικά με τη δημόσια διοίκηση, όχι μόνο δεν παρατηρείται καμία εξυγίανση, αλλά όλες οι κατατάξεις διεθνών οργανισμών δείχνουν ότι τα τρία τελευταία χρόνια η χώρα μας πάει προς τα πίσω. Ακόμα χειρότερα, οι μεταρρυθμίσεις του 3ου μνημονίου είναι επιφανειακές και η πρόσφατη δρομολόγηση της αναστολής της αξιολόγησης στο δημόσιο δεν είναι καλό σημάδι. Ανησυχία επίσης προκαλεί το γεγονός ότι η διαδικασία επιλογής διοικητικών και τομεακών γραμματέων έχει κάνει μια στρεβλή εκκίνηση, αφού τα απαιτούμενα προσόντα δείχνουν να έχουν προσαρμοστεί όχι στις ανάγκες μιας θέσης αλλά στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ήδη τις κατέχουν ή επιθυμούν να τις καταλάβουν. Υπό παρόμοιες συνθήκες, περιττό να τονιστεί, ότι η κομματοκρατία ζει και βασιλεύει.

 

Στον δημοσιονομικό τομέα η ανάπτυξη υπέρμετρης φορολογίας για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, την ώρα που συνεχίζεται η αδυναμία εξορθολογισμού των δαπανών, δεν προοιωνίζει τίποτα το θετικό για το αναπτυξιακό μέλλον της χώρας. Όπως βέβαια πολλούς κινδύνους εμπεριέχει πλέον και η κοινωνικοπολιτική αβεβαιότητα, η οποία καλλιεργείται σκοπίμως και εις βάρος της αναλήψεως σοβαρών επενδυτικών πρωτοβουλιών από επιχειρήσεις και διεθνείς φορείς που θα ήθελαν να ποντάρουν στο μέλλον της χώρας.

 

Αν σε όσα προηγούνται προσθέσουμε και τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, τότε η έξοδός μας από τα μνημόνια ίσως αποτελέσει μια πενιχρή αναλαμπή σε ένα τοπίο που ξαφνικά θα μπορούσε να σκοτεινιάσει σε βαθμό πιο επικίνδυνο από τον αντίστοιχο του παρελθόντος. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον είναι καιρός να επικρατήσουν πλέον στην Ελλάδα η σοβαρότητα, η πολιτική συναίνεση και κυρίως η υπευθυνότητα απέναντι στην πραγματικότητα.


*Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανικών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)

 

Διαβάστε επίσης