Χρηματοδοτικές ανάγκες μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ ΤΟΜΕΑΡΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΔΕ ΑΧΑΪΑΣ

Με την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018, η χώρα υποτίθεται θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Η ανάκαμψη όμως της οικονομίας μας, καλείται να πραγματοποιηθεί σε ένα περιοριστικό πλαίσιο τραπεζικής χρηματοδότησης όπου τα επιτόκια είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου στην Ευρωζώνη, και όπου η αύξηση στις χρηματοδοτικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερη της βελτίωσης που σημειώνεται στην πρόσβασή τους στην τραπεζική χρηματοδότηση. Σημειώνεται δε, ότι για επιχειρηματικά δάνεια μέχρι €1 εκατ., το επιτόκιο για νέες πιστώσεις ανέρχεται σήμερα στην Ελλάδα σε 5,2% έναντι 2,9% στην Πορτογαλία και 2,1% στην Ευρωζώνη, ενώ στη διαδικασία λήψης τραπεζικού δανείου, το ποσοστό των αιτήσεων που αποθαρρύνεται από τις τράπεζες (α’ εξάμηνο του 2017) ανέρχεται στην Ελλάδα σε 22,4% έναντι 6% στην Πορτογαλία.

 Κατά συνέπεια, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική είναι κλειδί για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας και μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας. Άρα, τα επιτόκια χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων στη μεταμνημονιακή εποχή, αν δεν επιτευχθεί κάποια μεγάλη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας (που είναι με τη σειρά της συνάρτηση της ακολουθούμενης σταθεροποιητικής πολιτικής), θα είναι δύσκολο να πέσουν κάτω του σημερινού διαφορικού επιπέδου, που βρίσκεται στο 150% (5,2% έναντι 2,1%). Παράλληλα, οι αγορές, μπορεί να επιβαρύνουν δυσανάλογα το κόστος δανεισμού του δημοσίου, των εγχώριων τραπεζών και επιχειρήσεων μας, αν υπάρξουν σοβαρές αλλαγές που αποσταθεροποιούν τη δημοσιονομική και διαρθρωτική μας προσαρμογή.

Είναι αναγκαία επομένως μια σταθερή και αξιόπιστη οικονομική πολιτική, χωρίς αναταράξεις που να διαταράσσουν την επενδυτική μας εικόνα.

Συνεπώς, είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς ότι οι χρηματοδοτικές συνθήκες στην ελληνική οικονομία θα βελτιωθούν άρδην μετά την έξοδο από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, ενώ θα περάσουν μάλλον αρκετά χρόνια πριν να συγκλίνουν οι χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων προς τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα.

 Δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας, ότι η σταθεροποίηση της οικονομίας, περνά μέσα από την ταχύτερη αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Για τούτο η επανεκκίνηση της, μπορεί να συνεπικουρηθεί και με την μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών ανοιγμάτων σε κεντρικούς φορείς, στο πλαίσιο σχετικών κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Οι αναδιανεμητικές στρατηγικές δεν οδηγούν πουθενά εάν πρώτα δεν υπάρξει ανάπτυξη. Έτσι, με την  ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, επιβάλλεται να εφαρμοσθούν πολιτικές, που να δίνουν κίνητρα για αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, των επενδύσεων και των εξαγωγών, με παράλληλη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης.