Μπήκαμε για καλά στον 21ο αιώνα, αυτόν της παγκοσμιοποίησης, της γνώσης, της ψηφιακής τεχνολογίας και των ριζικών αλλαγών. Κατά συνέπεια, οι νέοι καιροί, οι νέες συνθήκες ζωής, οι νέες υποχρεώσεις και τα νέα δικαιώματα απαιτούν και νέους ανθρώπους. Το ζήτημα είναι πώς, μέσα από τον μικροσυμφεροντολόγο με την στενή προοπτική, με την κοντή ανάσα, θα αναδυθεί ο νέος, ο ακέραιος, ο έντιμος και υπεύθυνος πραγματοποιός.
Όπως έγραφε παλαιότερα ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, εμείς κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό βρισκόμαστε ακόμη στο 1880, στην εποχή της σατυρικής εφημερίδας Μη Χάνεσαι την οποία ίδρυσε ο Βλάσης Γαβριηλίδης ερχόμενος στην Αθήνα, καταδιωγμένος από την τουρκική εξουσία για τα φιλελεύθερα φρονήματά του. Από το Μη Χάνεσαι, σε τρία χρόνια βγήκε η Ακρόπολις.
Γιατί προτίμησε αυτόν τον τίτλο; Διότι έρριξε μια ματιά ολόγυρά του και, διορατικότατος καθώς ήταν, ένοιωσε το χρέος του. Εξήντα χρόνια είχαν περάσει από το ξέσπασμα του Εικοσιένα και το μεγάλο δίδαγμα είχε αποδυναμώσει, δεν ήταν παρά μια ωχρή ανάμνηση. Κράτος, κοινωνία, επιστήμη, τέχνη, ολόκληρη η δημόσια και η ιδιωτική ζωή, παράδερναν σε ένα αηδιαστικό και αναγουλιαστικό τέλμα. Η αρρώστια ήταν βαρειά και χαρακτηριστικότατα σύμπτωμά της η αδιαφορία προς όλους και όλα. Ο καθένας κοίταζε πώς να βολέψει την ζωούλα του, πώς να κατοχυρώσει τα μικροσυμφέροντά του. Για τα παραπέρα δεν είχε παρά μία μόνον έκφραση: «μη χάνεσαι!» –δηλαδή, μην τρώγεσαι, μην σκοτώνεσαι, μην ανησυχείς, μην χαλάς την καρδιά σου για ό,τι γίνεται γύρω σου, για ό,τι πρόκειται να συμβεί. Την έκφραση αυτή άκουγε ο Γαβριηλίδης περισσότερο από κάθε άλλη. Την πήρε και την έκανε τίτλο της εφημεριδούλας του.
Βρέθηκε έτσι ανάμεσα στους φωτισμένους, στους ξυπνημένους ανθρώπους του τόπου του, λιγοστούς αλλά όχι ασήμαντους. Βρέθηκε κοντά στον Ροΐδη (είχε προηγηθεί ο Ασμοδαίος), ο οποίος δεν διέθετε γερή ακοή αλλά σε αντιστάθμισμα διέθετε οξύτατη όσφρηση και είχε αναλάβει τον ηρωικό ρόλο να ρίξει πέτρες στο τέλμα. Ο Ασμοδαίος έζησε από τον Ιανουάριο τού 1875 έως τον Ιούλιο τού 1876, δηλαδή ενάμιση χρόνο. Ωστόσο, Γαβριηλίδης και Ροΐδης κατάφεραν να ταράξουν τα νερά και να πείσουν κάποιους πολίτες ότι, για να μην χαθούν, θα έπρεπε να μάθουν να λένε «όχι».
Οι πολίτες αυτοί συμβαίνει να βρίσκονται στους κόλπους της αποκαλούμενης σιωπηράς πλειοψηφίας. Αυτής που καιρός είναι να κάνει γνωστή την φωνή της. Μέχρι τότε, η σιωπηρά αυτή πλειοψηφία θα εμπαίζεται από αδίστακτους πολιτικάντηδες, διεφθαρμένους γραφειοκράτες, βολεμένους συνδικαλιστές, ασυνείδητους δημοσιογράφους(;) και ιδιοκτήτως Μέσων επικοινωνίας, από ασπόνδυλους θηρευτές της ευζωΐας. Δηλαδή, από πρόσωπα ολωσδιόλου τυχαία, τα οποία σχηματίζουν περιουσίες από το τίποτε και για το τίποτε.
Είναι καιρός η σιωπηρά πλειοψηφία να ζήσει σε μιαν Ελλάδα που θα βλέπει μπροστά. Μιαν Ελλάδα της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας και του σεβασμού στον άλλον. Ήλθε η ώρα να δημιουργηθεί μία Ελλάδα της γνώσης, της έρευνας, της ανάπτυξης και της γόνιμης εργασίας. Το «όχι στην αθλιότητα και την κακομοιριά» είναι ιστορικό καθήκον.
Σε όλους τους τομείς που οριοθετούν το μέλλον η χώρα υστερεί απελπιστικά. Είμαστε τελευταίοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε έρευνα και ανάπτυξη. Απέχουμε έτη φωτός από τα εκπαιδευτικά συστήματα όλων των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), στην δε ΕΕ ίσως να υπερτερούμε της Βουλγαρίας. Είμαστε προτελευταίοι στον ΟΟΣΑ σε ευρεσιτεχνίες, άρα και νέες πατέντες. Ενώ η Ιαπωνία και η Βρεταννία καταθέτουν χίλιες ετησίως, εμείς ικανοποιούμεθα με 20 ή 30, οι οποίες είναι συνήθως και περιορισμένου οικονομικού ενδιαφέροντος.
Αντιθέτως, η χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ των πρώτων στην διαφθορά και στις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Διαθέτει ένα υπό κατάρρευση κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα, είναι υπερχρεωμένη και διαθέτει τους πιο αντιδραστικούς πολίτες σε θέματα μεταρρυθμίσεων. Και τούτο διότι η πλέον οπισθοδρομική αριστερά στον κόσμο, σε συνεργασία με μία γελοία ακροδεξιά, θέλουν την Ελλάδα ουραγό. Ε όχι, πάει πολύ...
Το 2018 ας είναι, επιτέλους, η χρονιά της αντίστασης στην παρακμή.