«Καταπέλτης» ήταν ο εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας για το έγκλημα ανθρωποκτονίας του 60χρονου συνταξιούχου ναυτικού Βασίλη Κοκκίνη, η σορός του οποίου βρέθηκε σε καταψύκτη σε διαμέρισμα στην Καλλιθέα. Ο εισαγγελέας ζήτησε από το δικαστήριο να κηρύξει ένοχες τις δυο γυναίκες κατηγορούμενες, δηλαδή την 50χρονη πρώην σύζυγο του θύματος βουλγαρικής καταγωγής αλλά και την 27χρονη συμπατριώτισά της.
Αντίθετα, ο εισαγγελικός λειτουργός ζήτησε απαλλαγή λόγω αμφιβολιών για τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος φέρεται να είχε βρει τον καταψύκτη μέσα στον οποίο είχε βρεθεί μετά από ένα χρόνο η σορός του άτυχου ναυτικού.
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελικός λειτουργός έκανε λόγο για ειδεχθές έγκλημα, από τα χειρότερα, που όπως είπε, έχουν υπάρξει στα χρονικά των εγκληματικών ενεργειών. «Το συγκεκριμένο έγκλημα έχει την εξής ιδιομορφία: Αυτοί που το έκαναν δεν σεβάστηκαν το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο» είπε ο εισαγγελέας και προσέθεσε: «Ήταν το τέλος αυτό που άξιζε στον άνθρωπο αυτό, οποίος κι αν ήταν; Από την αρχαία Ελλάδα υπήρχε ένας σεβασμός στο νεκρό. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος αντί για τάλαντα και τιμές έλαβε έναν καταψύκτη».
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας σκιαγράφησε τη ζωή της 50χρονης με τον άτυχο ναυτικό, με τον οποίο η κατηγορουμένη είχε αποκτήσει ένα παιδί. Ανέφερε ο εισαγγελέας: «Υπήρχε μια προβληματική συμβίωση. Αντιμετώπιζαν προβλήματα όπως πολλά ζευγάρια που τα λύνουν με τον τρόπο που καθορίζει η έννομη τάξη. Αντί γι´αυτό η κατηγορούμενη σκέφτηκε κάτι άλλο. Ότι η λύση ήταν να σκοτώσει τον πατέρα του παιδιού της, τον άνθρωπο με τον οποίο πήραν παντρεμένη. Είχε κουραστεί από τις πολυετείς αντιδικίες στο θέμα της επιμέλειας και ήθελε να δώσει μια άμεση λύση. Το πρόβλημα ήταν ο σύζυγος. Δεν έπρεπε να υπάρχει. Ακούστηκε κάτι για ποτό. Δεν το απορρίπτουμε. Το σχέδιό της όμως ήταν να πάρει την περιουσία του. Είχε πάρει ήδη χρήματα και ο στόχος ήταν να πάρει ό,τι απέμενε από την περιουσία. Δεν μπορούσε όμως να εκτελέσει το σχέδιο της. Επέλεξε ένα μεθοδικό και δόλιο σχέδιο για να πάρει την περιουσία του και να αφαιρέσει όλες τις υποψίες από πάνω της».
Όπως ανέφερε ο εισαγγελικός λειτουργός η 50χρονη κατηγορουμένη προσπάθησε στη συνέχεια να βρει «τους πρόθυμους, ικανούς και αδίστακτους ανθρώπους που θα έφερναν σε εφαρμογή το σχέδιο της». Έτσι, «βρήκε την άλλη κατηγορούμενη η οποία γνώριζε ανθρώπους χρήσιμους για να εκτελέσουν το σχέδιο της».
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα στη συνέχεια η 50χρονη ήρθε σε επαφή με τον «άνθρωπο κλειδί ο οποίος διαφεύγει» και ο οποίος «γνώριζε και τους άλλους δράστες». Σε ό,τι αφορά την έτερη κατηγορουμένη ο εισαγγελικός λειτουργός ανέφερε στην πρότασή του πως είχε πλήρη επίγνωση του σχεδίου και πως ήταν παρούσα και στην ανθρωποκτονία.
Ο εισαγγελέας ανέφερε ότι η 50χρονη «εξύφαινε μέρα μέρα το εγκληματικό της σχέδιο». Συγκεκριμένα, ενοικίασε πρώτα το σπίτι δίπλα στον πρώην σύζυγό της, του έδωσε τα κλειδιά, αποφεύγοντας εν τω μεταξύ να αναφέρει το παραμικρό για τη διαμονή της στο σπίτι του ηλικιωμένου - «διότι στην πραγματικότητα έμενε στο σπίτι που έγινε το έγκλημα».
Ο εισαγγελέας ανέφερε πως η 50χρονη, 3 Ιανουαρίου του 2015, οπότε και τοποθετείται χρονικά η δολοφονία του άτυχου ναυτικού, η κατηγορουμένη ήταν παρούσα στο σπίτι. Παρούσα, ήταν όμως, κατά τον εισαγγελέα και η δεύτερη κατηγορούμενη μαζί με τον τρίτο κατηγορούμενο όπως άλλοι άγνωστοι δράστες.
Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση η σύζυγος του θύματος επικοινώνησε την ημέρα της ανθρωποκτονίας μαζί του. «Ο Κοκκίνης επικοινώνησε μαζί της 17 φορές εκείνη την ημέρα και η κατηγορουμένη ήρθε εδώ και είπε ότι δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί του» είπε ο εισαγγελέας και συνέχισε: «Τον κάλεσε να έρθει στο σπίτι ενώ η παγίδα ήταν έτοιμη με το πρόσχημα ότι το παιδί ήταν άρρωστο. Ήταν όλη η συμμορία μέσα στο σπίτι και τον περίμεναν, τον χτύπησαν, τον οδήγησαν στο δωμάτιο και τον στραγγάλισαν».
Αναφερόμενος στην δεύτερη κατηγορουμένη ο εισαγγελέας ανέφερε πως η 27χρονη εξιστόρησε στην προανακριτική της κατάθεση με κάθε λεπτομέρεια τις πράξεις που έγιναν. Ωστόσο, όπως είπε, τις αναίρεσε αργότερα ενώπιον του ανακριτή γιατί είχε αρχίσει να διαφαίνεται ο ρόλος της. `
«Απευθύνομαι στους ενόρκους και λέω να μη συγκινηθούν από τα δάκρυα των κατηγορουμένων. Μπορεί να ήταν δάκρυα τύψης και όχι αθωότητας» είπε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του και προσέθεσε: «Σας καλώ να μην πιστέψετε αυτά που σας είπαν. Ήταν εκεί. Συμμετείχαν στην ανθρωποκτονία. Και όλα έγιναν περίπου όπως ειπώθηκαν στην προανακριτική κατάθεση στην αστυνομία η οποία μετά έγινε προϊόν βίας. Η ιταμότητα τους έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει όλους τους θεσμούς της χώρας, από την εισαγγελέα ανηλίκων μέχρι την αστυνομία».
Ο εισαγγελικός λειτουργός ανέφερε πως ακόμη και αν υποτεθεί πως το θύμα κακοποιούσε το παιδί του «ποιες ήταν η ενέργειες της κατηγορουμένης; Προσπάθησε λέει να καταγγείλλει. Απευθύνεται σε δικαστές εγνωσμένου κύρους που γνωρίζουν τι συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις και ισχυρίζεται ότι κάνεις δεν ενδιαφέρθηκε και όλοι συμμάχησαν εναντίον της».
Ολοκληρώνοντας την πρότασή του ο εισαγγελέας ανέφερε ότι οι δυο κατηγορούμενες τέλεσαν την πράξη της ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και πως είχαν σχέδιο και το εκτέλεσαν.
Τέλος για τον τρίτο κατηγορούμενο, ο εισαγγελέας ανέφερε πως επειδή τα οποία στοιχεία θεμελιώνονται μόνο σε μια κατάθεση, διατηρεί κάποιες αμφιβολίες και πρότεινε την απαλλαγή του για την πράξη της υπόθαλψης εγκληματία.
Πηγή protothema.gr